του Αντώνη Δ. Σκιαθά, Προέδρου Διεθνούς Φεστιβάλ Ποίησης Πάτρας
“Φυραίνει ολοένα ο τόπος, φυραίνει χωματένιο σταμνί.” Μία, μία οι στήλες του σύγχρονου ελληνισμού θρυμματίζονται στις αχανείς πατρίδες του χρόνου. Είναι εκείνα τα βράδια που η “συνεφούλα” μας, φτερουγίζει από το ανοικτό παράθυρο και χιόνι πέφτει και σκεπάζει την αυλή μας.
Είναι εκείνα τα βράδια που μας επισκέπτονται, ο Μαρκήσιος Ντε Σαντ με ένα χίπη, ο φονιάς με το θύμα αγκαλιά, ο γραμματέας μαζί με τον αλήτη, η παρθένα με τον σατανά. Είναι και εκείνα τα βράδια που το μυαλό μας φτερουγίζει μακριά. Έτσι και χθες το βράδυ βρέθηκα ξανά σε εκείνα τα χρόνια τα εφηβικά, που άκουσα τον Νιόνιο δυνατά πολύ δυνατά για πρώτη φορά.
Η Πατησίων γεμάτη με φοιτητές, με νεολαίους, με εργάτες, με Έλληνες δημοκράτες, με Έλληνες που τόλμησαν για την ελευθερία. Όλοι οι μαθητές του Περιστερίου μα όλοι σε πορεία τιμής για τους αγωνιστές του Πολυτεχνείου. Φτάσαμε στα Χαυτεία με στεφάνια πνιγμένα με κατακκόκινα γαρύφαλλα, με συνθήματα βρεθήκαμε μπροστά στη σιδερόπορτα που ένα χρόνο πριν είχε ξεψυχήσει κάτω από τις ερπύστριες των συνταγματαρχών. Σε λίγο ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος θα απήγγειλε ” αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας”. Περάσαμε κάτω από το τεράστιο πανό με το σύνθημα, ο αγώνας του Νοέμβρη συνεχίζεται.
Οι ήχοι ουράνιοι για ψωμί, παιδεία, ελευθερία και ο Νιόνιος στα μεγάφωνα με τις μελωδίες του, συντροφιά με αυτές του Μίκη, του Γιάννη Μαρκόπουλου, τη φωνή του Νίκου Ξυλούρη και τους ύμνους ενός λαού που πανηγύριζε, που διεκδικούσε, που τιμούσε τα δίκαια του. Από τότε ο βαλκάνιος Διονύσης Σαββόπουλος είναι ήλιος κόκκινος ζεστός που στέκεται εδώ και εξήντα χρόνια, στις πόλεις που μεγάλωσαν οι γονιοί μας, στις κάμαρες των σπιτιών που ζήσαμε, στις παράγκες που φιλοξενηθήκαμε τα καλοκαίρια στο Αιγαίο. Πάντα ως ήλιος αρχηγός μας οδήγησε μ’ένα τσούρμο ιδεών σε όσα μας δώρισαν, η μπόρα, η βροχή, η παγωνιά της Ελληνικής ψυχής.

Ο Νιόνιος έφυγε έφηβος καθώς ποτέ το παιδί που είχε μέσα του δεν μεγάλωσε όπως ο ίδιος έλεγε χαριτωμένα. Αύριο θα είμαστε πάλι στην πλατεία που θα είναι γεμάτη για να “σώσουμε” το πρόσωπο που ύμνησε όλα εκείνα που ορίζουν την Ελλάδα ως πατρίδα μύθων, καθώς το χειμώνα τούτο τον πηδήξαμε και τον θάνατο γλεντήσαμε με χώμα και ρετσίνι και άσματα επινίκια. “… Σήκω ψυχή μου δώσε ρεύμα. Βάλε στα ρούχα σου φωτιά. Βάλε στα όργανα φωτιά. Να τιναχτεί σαν μαύρο πνεύμα. Η τρομερή μας η λαλιά… ” θα μας ξεσηκώνει, θα μας καθορίζει, θα μας στροβιλίζει σαν ουράνια δωρεά πλέον για πάντα.
Αντώνης Δ. Σκιαθάς