Χαμηλότερο πληθωρισµό τροφίμων από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αλλά μεγαλύτερες ανατιμήσεις σε τρόφιμα στα οποία η Ελλάδα είναι αυτάρκης δείχνουν τα στοιχεία της Eurostat. Πρόκειται για ακόμη ένα ελληνικό παράδοξο ή για το αποτέλεσμα των δομικών προβλημάτων της ελληνικής αγοράς και των πολλών και ποικίλων στρεβλώσεων που υπάρχουν ακόμη σε όλη την αλυσίδα παραγωγής, διακίνησης και εμπορίας, από το χωράφι στο ράφι; Προβλήματα όπως το μικρό μέγεθος της αγοράς, η υψηλή εξάρτηση από εισαγόμενες πρώτες και δεύτερες ύλες, αλλά ακόμη και οι συναλλακτικές σχέσεις μεταξύ παραγωγών – προμηθευτών και λιανεμπόρων.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα στοιχεία της Eurostat, οι τιμές των τροφίμων στην Ελλάδα τον Δεκέμβριο του 2022 είχαν αυξηθεί κατά 15,6% σε ετήσια βάση, κάτω από τον μέσο όρο στην Ευρωπαϊκή Ενωση (18,2%) και κάτω από πλούσιες χώρες, όπως η Γερμανία, αλλά και χώρες με ανάλογα χαρακτηριστικά με την Ελλάδα, όπως η Πορτογαλία. Σημειώνεται κατ’ αρχάς ότι μέχρι και τον Ιούνιο του 2022 ο πληθωρισμός των τροφίμων στην Ελλάδα ήταν υψηλότερος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Το γεγονός, δε, ότι έχουμε διψήφιο και διαρκώς αυξανόμενο πληθωρισμό στα τρόφιμα από τον Απρίλιο κι έπειτα μόνο ενθαρρυντικό δεν είναι, ειδικά σε μια χώρα όπου η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών συγκαταλέγεται μεταξύ των χαμηλότερων στην Ε.Ε.
Από τα στοιχεία της Eurostat και τη σύγκριση των μεταβολών των τιμών σε βασικά τρόφιμα στη διάρκεια του τελευταίου έτους προκύπτουν υψηλές μεταβολές τιμών, υψηλότερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε προϊόντα στα οποία η Ελλάδα είναι αυτάρκης και μάλιστα πραγματοποιεί και εξαγωγές.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το γιαούρτι, η τιμή του οποίου αυξήθηκε τον τελευταίο χρόνο κατά 26,6% στην Ελλάδα, έναντι αύξησης 23,6% στην Ε.Ε. Υπενθυμίζεται, άλλωστε, ότι και σύμφωνα με στοιχεία που είχε ανακοινώσει το ίδιο το υπουργείο Ανάπτυξης στις 20 Δεκεμβρίου 2022, στην Ελλάδα το γιαούρτι αγελάδος (συσκευασία 200 γρ.) πωλείται προς 1,30 ευρώ, στην Ισπανία 0,90 ευρώ και στην Πορτογαλία 1 ευρώ.
Σύμφωνα, επίσης, με τα στοιχεία της Eurostat, στην Ελλάδα έχει ακριβύνει πολύ περισσότερο από άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου το αιγοπρόβειο κρέας και συγκεκριμένα κατά 10,10% στην Ελλάδα, έναντι 2,3% στην Ισπανία, 8,3% στην Πορτογαλία και 9% στην Ιταλία. Τον Μάιο, μάλιστα, η αύξηση της τιμής σε ετήσια βάση ήταν στην Ελλάδα 22,6% (έναντι 14,6% στην Ε.Ε.).
Μεγαλύτερες ανατιμήσεις σε σύγκριση με την Ισπανία και την Ιταλία καταγράφηκαν στα τυριά (25,2% στην Ελλάδα έναντι 22,10% στην Ισπανία και 17,50% στην Ιταλία), με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο να διαμορφώνεται σε 26,90%.
Συνολικά ο πληθωρισμός τροφίμων στην Ελλάδα είναι χαμηλότερος του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Υψηλή ετήσια αύξηση έχει καταγραφεί και στο φρέσκο γάλα (26%). Και μπορεί να είναι χαμηλότερη από τη μέση αύξηση τιμής στην Ε.Ε. (31,10%), όμως πρόκειται για ένα προϊόν που πωλείται έτσι κι αλλιώς αρκετά ακριβότερα στην Ελλάδα (1,63 ευρώ/λίτρο), έναντι 1,37 ευρώ/λίτρο στην Ισπανία, 1,04 ευρώ/λίτρο στην Πορτογαλία και 1,65 ευρώ/λίτρο στη Γαλλία με το πολύ υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα.
«Ολοι οι δείκτες δείχνουν ότι η Ελλάδα είναι σταθερά πια κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στον πληθωρισμό και τον πληθωρισμό των τροφίμων, κατά συνέπεια δεν δικαιολογείται να έχουμε χαμηλότερο πληθωρισμό από τους άλλους και ταυτόχρονα εσωτερική γενικευμένη αισχροκέρδεια.
Η αίσθηση ότι ο πληθωρισμός οφείλεται στην αισχροκέρδεια δεν είναι πραγματική», υποστήριξε χθες από την πλευρά του ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων Αδωνις Γεωργιάδης στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, επιβεβαιώνοντας ότι η επίκληση μόνο του στοιχείου για τη διαμόρφωση του πληθωρισμού των τροφίμων σε επίπεδα κάτω του μέσου ευρωπαϊκού δεν αρκεί για να αποτυπώσει πλήρως την πραγματικότητα.
Ο ίδιος, πάντως, αποκάλυψε χθες την πρόθεση του υπουργείου να θεσμοθετήσει αλλαγές στον τρόπο αναγραφής της τιμής ανά μονάδα μέτρησης στα προϊόντα που βρίσκονται στα ράφια των σούπερ μάρκετ. Με άλλα λόγια το υπουργείο εξετάζει το ενδεχόμενο η συγκεκριμένη πληροφορία να αναγράφεται στα ταμπελάκια με μεγαλύτερα γράμματα σε σύγκριση με σήμερα, έτσι ώστε ο καταναλωτής να λαμβάνει πιο εύκολα τη σχετική πληροφορία και να έχει μεγαλύτερη ευχέρεια σύγκρισης τιμών. Σχετική διάταξη δεν αποκλείεται να περιληφθεί, με τη μορφή τροπολογίας, στο νομοσχέδιο για την προστασία του καταναλωτή που κατατέθηκε χθες στη Βουλή και πρόκειται να συζητηθεί την επόμενη εβδομάδα. Σε κάθε περίπτωση θα προηγηθεί διάλογος με τις λιανεμπορικές επιχειρήσεις και κυρίως με τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ.
Υπενθυμίζεται ότι και σήμερα υπάρχει υποχρέωση αναγραφής της τιμής ανά μονάδα μέτρησης, τιμή όμως που εμφανίζεται στα σχετικά ταμπελάκια με πολύ μικρά γράμματα έναντι της τιμής της συσκευασίας.
Από την άλλη φαίνεται ότι απομακρύνεται το ενδεχόμενο να υπάρξει νομοθετική ρύθμιση για να περιληφθούν περισσότερα επώνυμα προϊόντα στο «καλάθι του νοικοκυριού». Μάλιστα, ο κ. Γεωργιάδης επέρριψε ευθέως την ευθύνη στη βιομηχανία λέγοντας χαρακτηριστικά: «Δεν έχουμε φθάσει ακόμη σε συμφωνία για το θέμα. Αν και η ίδια η βιομηχανία το ζήτησε (σ.σ. ο Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων), συγκλονιστικές προσφορές από τη βιομηχανία δεν έχουμε δει. Εάν είναι απλώς για να κάνουν μάρκετινγκ οι βιομηχανίες, δεν με ενδιαφέρει», τόνισε ο υπουργός Ανάπτυξης.