Ο διεθνής όρος της «Μεγάλης Παραίτησης» επινοήθηκε τον Μάιο του 2021 για να περιγράψει τον αριθμό – ρεκόρ των ανθρώπων που εγκαταλείπουν τις δουλειές τους μετά την έναρξη της πανδημίας. Αφού δούλεψαν από το σπίτι για παρατεταμένο χρονικό διάστημα, πολλοί εργαζόμενοι αποφάσισαν ότι μια καλύτερη ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής ήταν πιο σημαντική από τη δουλειά τους. Για πολλούς, το φαινόμενα αφορά μια νέα τάση κουλτούρας, προέκταση του ευρύτερου προοδευτικά σκεπτικιστικού ρεύματος το οποίο καταγράφεται στις ΗΠΑ. Είναι όμως αυτή η αιτία για τις κενές θέσεις στην Ελλάδα; Τι συνέβη στην πανδημία και πώς «δουλεύει» στην εξίσωση το ύψος των μισθών;
Άλλο ΗΠΑ, άλλο Ευρώπη, άλλο Ελλάδα
Η αμερικανική αγορά εργασίας είναι μια πραγματικά σφιχτή αγορά εργασίας σε μια οικονομία η οποία απορρόφησε τρισεκατομμύρια δολάρια κρατικού χρήματος και τώρα αντιμετωπίζει την απόλυτη υπερθέρμανση. Η ανεργία στις ΗΠΑ μετά βίας ξεπερνά το 3%. Κοινώς, βρίσκει κανείς δουλειά με χαρακτηριστική ευκολία απ’ ό,τι συμβαίνει σε άλλες χώρες. Το γεγονός αυτό προσφέρει τη δυνατότητα σε δυσαρεστημένους υπαλλήλους να μεταπηδήσουν σε άλλα πόστα με καλύτερες συνθήκες. Επιπλέον, ο ψηφιακός μετασχηματισμός στις ΗΠΑ «τρέχει» με ιλιγγιώδεις ταχύτητες, μαζί και η τηλεργασία, η οποία προσφέρει νέες δυνατότητες στον μέσο εργαζόμενο για τον συνδυασμό προσωπικής και επαγγελματικής ζωής. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια των lockdowns, ορισμένοι αναθεώρησαν για τον χρόνο και την ενέργεια που επιθυμούν να αφιερώνουν στην καριέρα τους – ιδίως όσοι υπέφεραν από εργασιακό burn out και σίγουρα αυτοί που έχουν την πολυτέλεια να το πράξουν.
Στην Ευρώπη, η επίσης χαμηλή ανεργία που κινείται στην περιοχή του 6%, ως απόρροια των υποστηρικτικών πολιτικών των προηγούμενων ετών, δημιουργεί συνθήκες που προσομοιάζουν στη «Μεγάλη Παραίτηση», όμως σε σαφώς μικρότερο βαθμό και κυρίως στη Βρετανία, όπου παρατηρεί κανείς την υψηλότερη κινητικότητα ανάμεσα στις ευρωπαϊκές αγορές. Οι υπόλοιπες, σε γενικές γραμμές, παρουσιάζουν ελλείψεις σε προσωπικό που κατά βάση οφείλονται στις επιπλοκές της πανδημίας, καθώς την τελευταία διετία «έτρεξαν» απότομα ψηφιακοί τομείς της οικονομικής δραστηριότητας προκαλώντας σοκ στην ισορροπία θέσεων εργασίας και δεξιοτήτων.
Όμως το θέμα της «Μεγάλης Παραίτησης» είναι ακόμη πιο σύνθετο στην περίπτωση της Ελλάδας. Το 2021 οι οικειοθελείς αποχωρήσεις από θέσεις εργασίας στη χώρα μας δεν ήταν περισσότερες αλλά λιγότερες απ’ ό,τι το 2019 – συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Εργάνης, ήταν κατά μέσο όρο 81.000 τον μήνα έναντι περίπου 86.000. Αλλά το πρώτο 4μηνο του 2022 σημειώνουν πράγματι αύξηση της τάξης του 10% σε σύγκριση με το 2019. Επιπλέον, οι κενές θέσεις εργασίας όντως σημείωσαν αύξηση άνω του 140% σε σύγκριση με το 2021.
Μείωση της ανεργίας, η οποία παραμένει διψήφια
Βασικός οδηγός της εξέλιξης είναι το γεγονός ότι η ανεργία στη χώρα μειώθηκε από περίπου 16% το 2021 σε σχεδόν 12% το 2022. Αυτό σημαίνει ότι αυξήθηκαν οι δυνατότητες εργαζομένων να αναζητούν εναλλακτικές σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν. Όμως αν συγκρίνει κανείς την απασχόληση στην Ελλάδα με την απασχόληση σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα διαπιστώσει ότι για την ηλικιακή ομάδα 25-54 ετών υπάρχει έλλειμμα 250.000 θέσεων εργασίας, γεγονός που μας υπενθυμίζει ότι η χώρα μας εξακολουθεί να αντιμετωπίζει πρόβλημα – διψήφιας – ανεργίας και άρα η αγορά δεν είναι καν κοντά στα όρια της απασχόλησης.
Επιπλέον, την περίοδο της πανδημίας, υπήρξε κύμα μετακινήσεων από εποχικά επαγγέλματα σε τομείς που δέχθηκαν πλήγμα, όπως ο τουρισμός και η εστίαση, σε άλλους κλάδους εργασίας που αντιθέτως αναπτύχθηκαν, όπως τα σούπερ μάρκετ και οι διανομές. Οι εργαζόμενοι αυτοί τώρα παραμένουν στις θέσεις αυτές, συν τοις άλλοις απολαμβάνοντας τη σταθερότητα της 12μηνης εργασίας.
Τα δεδομένα αυτά συνδυάστηκαν με την εκτόξευση της τουριστικής κίνησης στη φετινή σεζόν, η οποία πιθανώς θα υπερβεί ακόμη και την επίδοση – ρεκόρ του 2019. Επομένως, μετακινήσεις εργαζομένων λόγω πανδημίας από τη μία, απότομη αύξηση των αναγκών από την άλλη.
Αξιολογώντας κανείς την ελληνική εργασιακή κινητικότητα σε σχέση με το αμερικανικό πρότυπο «καλύτερη δουλειά αλλιώς καλύτερα στο σπίτι», αν κοιτάξει προσεκτικά τα στοιχεία, μάλλον θα διαπιστώσει ότι οι αποχωρήσεις δεν αποφασίζονται πάνω σε αυτήν τη βάση. Αντιθέτως, αφορούν μεταπηδήσεις σε άλλα πόστα μετά από δομικές αλλαγές λόγω πανδημίας καθώς και συνταξιοδοτήσεις που επισπεύσθηκαν σε θιγόμενους κλάδους. Η κινητικότητα αυτή συνδυάστηκε με την εκτόξευση στην τουριστική κίνηση και με την αύξηση των επενδύσεων στην ελληνική οικονομία οι οποίες τόνισαν κυρίως τις ανάγκες σε τεχνικές και τεχνολογικές δραστηριότητες, εγείροντας έτσι και την παράμετρο της αναντιστοιχίας δεξιοτήτων. Υπ’ αυτήν την έννοια, η κινητικότητα στην ελληνική αγορά εργασίας δεν φαίνεται να έχει τα χαρακτηριστικά της «Μεγάλης Παραίτησης» για μια καλύτερη δουλειά ή για έναν υψηλότερο μισθό, όσο κι αν αυτό δικαίως αποτελεί πάγια και διαχρονική επιδίωξη για κάθε εργαζόμενο.
Λιγότερα κενά με υψηλότερους μισθούς;
Πιο συγκεκριμένα, σε ό,τι αφορά την παράμετρο των αποδοχών ως πιθανής γενεσιουργού αιτίας εργασιακής δυσαρέσκειας και κινητικότητας, για παράδειγμα, οι βιομηχανικές επιχειρήσεις προβαίνουν ήδη σε μισθολογικές αυξήσεις της τάξης του 5-7%. Όμως είναι τέτοια η «κούρσα» του πληθωρισμού που η αγορά δύσκολα μπορεί να ακολουθήσει – ιδίως όταν το 50% μιας αύξησης καταλήγει στο κράτος, εξ ου και η διάδοση πρακτικών όπως οι διατακτικές, δηλαδή οι έμμεσες πληρωμές με κουπόνια για σούπερ μάρκετ και καύσιμα. Για το υπόλοιπο μέρος της εισοδηματικής απώλειας από την ακρίβεια παρεμβαίνει εκ των πραγμάτων το κράτος, τουλάχιστον μέχρι στιγμής. Σε κάθε περίπτωση, αν κάνουμε την υπόθεση ότι μια επιχείρηση αναζητά προσωπικό και έχει τη δυνατότητα να πληρώσει καλύτερα, η λογική υπαγορεύει ότι θα το κάνει, μόνο και μόνο για να συμπληρώσει τις κενές θέσεις εργασίας και τελικά να καλύψει τις ανάγκες της. Τα δεδομένα αυτά δεν μπορούν να αποκλείσουν τις περιπτώσεις χαμηλόμισθων εργαζομένων που προτιμούν προσωρινά να αξιοποιήσουν το επίδομα εργασίας και να οργανώσουν το επόμενο βήμα, ενίοτε προσφεύγοντας και σε συμπληρωματική αδήλωτη εργασία. Ούτε βεβαίως αναιρούν τη φιλοδοξία των εργαζομένων για μια καλύτερη δουλειά, για έναν καλύτερο μισθό ή για μια καλύτερη ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής. Άλλωστε, η όποια κινητικότητα στην ελληνική αγορά εργασίας, με ώθηση από τη σταδιακή μείωση της ανεργίας και την αύξηση των επενδύσεων, θεωρητικά θα «δουλέψει» προς αυτήν την κατεύθυνση.
3+2 λόγοι για τις κενές θέσεις εργασίας στην Ελλάδα
- Έξοδος από επαγγέλματα που προς στιγμή έπληξε η πανδημία
- Μείωση της ανεργίας 4% μέσα σε έναν χρόνο
- Εκτόξευση – ρεκόρ της τουριστικής κίνησης που αύξησε απότομα τις ανάγκες
+ - Αύξηση επενδύσεων σε τεχνολογικούς, εξειδικευμένους κλάδους
- Αναντιστοιχία δεξιοτήτων στην ελληνική οικονομία
«Στη χώρα μας δεν έχουμε παραιτήσεις από την εργασία, αν και έχουμε επαγγελματική κινητικότητα, δηλαδή μετακινήσεις από κάποιες δουλειές σε άλλες. Επιπλέον, η “Μεγάλη Παραίτηση” στην Ελλάδα είναι “Μεγάλη Παραίτηση” μέσω συνταξιοδοτήσεων από κλάδους που έπληξε η πανδημία. Είναι επίσης “Μεγάλη Παραίτηση” μέσω της αδήλωτης εργασίας. Και είναι σίγουρα “Μεγάλη Παραίτηση” από την τεχνική εκπαίδευση, γι’ αυτό και βλέπουμε ελλείψεις σε τεχνικούς κλάδους, όπως είναι οι ηλεκτρολόγοι, οι αυτοματιστές και οι πληροφορικάριοι. Στην Ελλάδα έχουμε 4 σχολές για τεχνικά επαγγέλματα και 40 σχολές για σεφ!», τονίζει στην «Κ» ο Διευθυντής του Τομέα Απασχόλησης και Αγοράς Εργασίας του ΣΕΒ, Χρήστος A. Ιωάννου.
«Οι επιπτώσεις της πανδημίας στις ζωές των εργαζομένων αλλά και η ανάκαμψη άλλων κλάδων της οικονομίας που προσελκύουν πλέον εργαζόμενους από τα τουριστικά επαγγέλματα βρίσκονται πίσω από την έλλειψη προσωπικού στον ελληνικό τουρισμό. Πέρυσι υπήρξαν κενές θέσεις μόνο στα ξενοδοχεία. Το ύψος των μισθών είναι το τελευταίο των προβλημάτων, καθώς καθορίζεται από την προσφορά και τη ζήτηση. Θα είναι κουτός ένας επιχειρηματίας στον τουρισμό να μη βρίσκει κόσμο και την ίδια ώρα να μην αυξάνει τον μισθό. Μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η εποχικότητα του κλάδου, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις οδηγεί σε εξαντλητικές εργασιακές συνθήκες», έλεγε πολύ πρόσφατα στο οικονομικό podcast της «Κ», The Money Pod, ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ, Γιάννης Ρέτσος.
«Τα τρία βασικά κριτήρια για την επιλογή εργοδότη, το 2022, είναι ο ελκυστικός μισθός, παράγοντας που παραμένει σταθερά στην πρώτη θέση αξιολόγησης των εργοδοτών, το ευχάριστο περιβάλλον εργασίας και η δυνατότητα εξέλιξης της σταδιοδρομίας. Ωστόσο, δεν υπάρχει καταγεγραμμένη άμεση σύνδεση της αύξησης των μισθών με την κάλυψη κενών θέσεων εργασίας. Σε κάθε περίπτωση βεβαίως η κάλυψη των θέσεων εργασίας είναι πολυπαραγοντική και ιδιαίτερα στις νεότερες γενιές εξαρτάται σε μεγαλύτερο πλέον βαθμό από νέες τάσεις όπως το περιβάλλον εργασίας, η σύνδεση προσωπικής και επαγγελματικής ζωής, η ευελιξία και οι προσωπικές αξίες», σχολιάζει στην «Κ» η Διευθύντρια Επαγγελματιών της Randstad Ελλάδας, Λήδα Σγουράκη. Η ίδια επικαλείται την έρευνα Workmonitor για τη σύνδεση της προσωπικής με την επαγγελματική ζωή στην Ελλάδα: το 59% του δείγματος θέτει ως βασική του προτεραιότητα την προσωπική του ζωή έναντι της επαγγελματικής, ενώ το 40% θα επέλεγε να μην εργαστεί καθόλου σε περίπτωση που οι οικονομικές του αποδοχές δεν αποτελούσαν τροχοπέδη για την προσωπική του διαβίωση (48% παγκοσμίως). Το 1/3 των νέων που συμμετείχαν στην έρευνα (28,4% τη Gen Z και 28% των Millennials) αναζητούν ενεργά την επόμενη επαγγελματική τους ευκαιρία, ενώ το 74% των Ελλήνων εργαζομένων είναι ανοιχτοί σε νέες ευκαιρίες απασχόλησης, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι δεν είναι ευχαριστημένοι από την εταιρεία που εργάζονται αυτό το διάστημα.
Ένας στους 5 εργαζόμενους σχεδιάζει να παραιτηθεί από τη δουλειά του κατά τη διάρκεια του έτους, σύμφωνα με έρευνα της PwC για το εργατικό δυναμικό, που επικαλείται το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ. Η πλειονότητα των ερωτηθέντων θεωρούσε ότι μπορεί να πετύχει έναν υψηλότερο μισθό ή περισσότερη προσωπική ικανοποίηση. Το 26% δήλωσε ότι προτιμά πλήρες ωράριο με τηλεργασία, αλλά μόλις το 18% δούλευε για εργοδότη που θα το δεχόταν.