Ελαφρά αύξηση της μέτριας ή σοβαρής ανεπάρκειας τροφής καταγράφεται στη χώρα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών (SILC) για το 2024, με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το 2023.
Η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) ανακοίνωσε ότι το 7% του πληθυσμού στην Ελλάδα δήλωσε ότι αντιμετώπισε μέτρια ή σοβαρή ανεπάρκεια τροφής, ενώ το 1,6% βίωσε σοβαρή ανεπάρκεια, δηλαδή περιόδους όπου έμεινε εντελώς χωρίς τροφή λόγω έλλειψης χρημάτων ή άλλων πόρων.
Τα ποσοστά εμφανίζονται αυξημένα σε σχέση με το 2023, όταν η μέτρια ή σοβαρή ανεπάρκεια καταγράφηκε στο 6,5% και η σοβαρή στο 1,4%.
Από το 2019 έως το 2024, η διακύμανση της μέτριας ή σοβαρής ανεπάρκειας τροφής στην Ελλάδα κυμάνθηκε μεταξύ 6,0% και 8,0%, ενώ η σοβαρή ανεπάρκεια παρέμεινε γύρω στο 1,5%, υποδηλώνοντας μια σταθερή αλλά επίμονη παρουσία του φαινομένου.
Σύμφωνα με τη μεθοδολογία της ΕΛΣΤΑΤ και του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας (FAO), ένα νοικοκυριό θεωρείται ότι αντιμετωπίζει μέτρια ή σοβαρή ανεπάρκεια τροφής όταν τουλάχιστον ένα μέλος του έχει δηλώσει ότι:
• αναγκάστηκε να παραλείψει γεύμα,
• έφαγε λιγότερο από όσο είχε ανάγκη,
• έμεινε χωρίς τροφή ή
• πέρασε ολόκληρη ημέρα χωρίς φαγητό λόγω έλλειψης χρημάτων ή άλλων πόρων.
Η σοβαρή ανεπάρκεια αφορά τα νοικοκυριά όπου μέλη τους πέρασαν μια ολόκληρη ημέρα χωρίς τροφή, λόγω οικονομικής αδυναμίας.
Σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η Ελλάδα καταγράφει ελαφρώς χαμηλότερα ποσοστά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Ο μέσος όρος μέτριας ή σοβαρής ανεπάρκειας τροφής στην Ευρώπη ανέρχεται σε 7,4%, ενώ ο αντίστοιχος για τη σοβαρή ανεπάρκεια σε 1,8%.
Η Ελλάδα (6,6% και 1,5% αντίστοιχα) παραμένει κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο και απέχει σημαντικά από χώρες όπως η Ρουμανία (18,6%), η Πορτογαλία (11,9%) και η Βουλγαρία (11,6%).

Δημογραφικό στην Περιφέρεια
Η Δυτική Ελλάδα βυθίζεται σε μια διαρκή δημογραφική κρίση, με τις γεννήσεις να μειώνονται και τους θανάτους να υπερτερούν δραματικά. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, οι γεννήσεις το 2024 μειώθηκαν στις 68.467, σημειώνοντας πτώση 4,2% σε σχέση με το 2023. Οι θάνατοι, κατά το 2024, ήταν σχεδόν διπλάσιοι και ανήλθαν σε 126.916 (64.144 άνδρες και 62.772 γυναίκες), καταγράφοντας μείωση κατά 0,9% σε σχέση με το 2023, που ήταν 128.101 (64.900 άνδρες και 63.201 γυναίκες).
Οι θάνατοι βρεφών ηλικίας κάτω του έτους ανήλθαν σε 261, αυξάνοντας τον δείκτη βρεφικής θνησιμότητας (θάνατοι βρεφών ηλικίας κάτω του έτους ανά 1.000 γεννήσεις ζώντων) από 3,5 το 2023 σε 3,8 το 2024. Με άλλα λόγια, κάθε χρόνο η Ελλάδα χάνει έναν πληθυσμό σχεδόν ίσο με εκείνον μιας μεσαίας πόλης. Η τάση αυτή δεν είναι συγκυριακή αλλά διαρκής: από το 2010 και μετά, οι θάνατοι υπερβαίνουν σταθερά τις γεννήσεις, με ολοένα και αυξανόμενο χάσμα. Ειδικότερα για τη Δυτική Ελλάδα, το 2024 καταγράφηκαν 4.136 γεννήσεις, μειωμένες κατά 4,9% σε σχέση με το 2023, με την Αχαΐα να κρατά τα… σκήπτρα σε επίπεδο Περιφέρειας, με 2.083 γεννήσεις, μειωμένες κατά 6,9% σε σχέση με το 2023. Τα φορολογικά μέτρα που παρουσίασε η κυβέρνηση για το 2026 επιχειρούν να απαντήσουν στο πρόβλημα, ωστόσο βαθύτερες αιτίες της υπογεννητικότητας στη χώρα αποτελούν η εργασιακή ανασφάλεια, το υψηλό κόστος στέγασης, οι ανεπαρκείς δομές φροντίδας παιδιών και η αβεβαιότητα για το μέλλον.