Ο κλάδος των κατεψυγμένων αλιευμάτων στη χώρα μας χαρακτηρίζεται, χρόνια τώρα, από την κυριαρχία λίγων μεγάλων επιχειρήσεων, που πραγματοποιούν περίπου τα 2/3 του συνολικού κύκλου εργασιών, και την παρουσία πολλών μικρομεσαίων εταιρειών. Τις τελευταίες δεκαετίες μάλιστα εμφάνισε αξιοσημείωτη ανάπτυξη, με τα κατεψυγμένα αλιεύματα να διακινούνται, πέραν της εγχώριας, και στη διεθνή αγορά.
Κατά τη διάρκεια της πολύχρονης κρίσης, ωστόσο, ακόμη και τα «βαριά ονόματα» του κλάδου δοκιμάστηκαν σκληρά. Η Καλλιμάνης και η Κοντοβερός είναι δύο από αυτές τις εταιρείες που με διαφορετική αφετηρία, αλλά με εξίσου ηχηρό «παρών», κυριάρχησαν στην αγορά και στη συνέχεια πιάστηκαν στα… δίχτυα της κρίσης.
Για τη μεν πρώτη, μετά από πολλές περιπέτειες συμφωνήθηκε ένα σχέδιο διάσωσης μέσω του τουρκικού ομίλου Dardanel και τώρα ανοίγεται ένα νέο και πιο αισιόδοξο κεφάλαιο στην ιστορία της. Για τη δεύτερη όμως τα δύσκολα είναι μπροστά, καθώς εκτός από την κάθετη μείωση του τζίρου και τις αυξανόμενες υποχρεώσεις, έρχονται πλειστηριασμοί, ενώ ο «λευκός ιππότης» ακόμη αναζητείται…
Η διαδρομή και η «βύθιση» της Καλλιμάνης
Η Καλλιμάνης συμπληρώνει φέτος 66 χρόνια διαδρομής στην αγορά. Ιδρύθηκε το 1956 στο Αίγιο από τους αδελφούς Γεώργιο και Θεόδωρο Καλλιμάνη. Μετά τον θάνατο του Γεώργιου Καλλιμάνη τα ηνία ανέλαβε από το 1989 η σύζυγός του και έκτοτε πρόεδρος της εταιρείας Βασιλική, ενώ στην πορεία εισήλθε στη διοίκηση και η επόμενη γενιά, με την Κωνσταντίνα Καλλιμάνη (αντιπρόεδρος) και τον αδελφό της Παναγιώτη.
Η Καλλιμάνης, προτού εισέλθει στις «αναταράξεις», έκανε τζίρους της τάξης των 42 εκατ. ευρώ, κατέχοντας ηγετικό μερίδιο 25% στην ελληνική αγορά κατεψυγμένων αλιευμάτων, ενώ πραγματοποιούσε εξαγωγές σε χώρες της Βόρειας Ευρώπης, της Μεσογείου και των Βαλκανίων άμεσα ή μέσω στρατηγικών συνεργασιών. Στη συνέχεια, όμως, η οικονομική κρίση, ο ανταγωνισμός και ο υψηλός δανεισμός αποτέλεσαν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ που οδήγησε την εταιρεία στα βράχια… Ετσι, από τη θέση της ανάμεσα στις 40 κορυφαίες ελληνικές επιχειρήσεις στον ευρύτερο κλάδο τροφίμων και ποτών η Kαλλιμάνης πέρασε στις 170 προβληματικές εταιρείες του NPL Forum των τραπεζών, όπου αναζητούνταν κοινές λύσεις για τη διάσωσή τους.
Η πρώτη απόπειρα διάσωσης έγινε το 2018, όταν εντάχθηκε στην περίφημη πλατφόρμα της Pillarstone με σύμβουλο αναδιάρθρωσης τον γνωστό από τη Novartis Κωνσταντίνο Φρουζή. H συμφωνία με την Pillarstone προέβλεπε χρηματοδότηση 10-12 εκατ. ευρώ ως κεφάλαιο κίνησης, διαγραφή δανείων πάνω από το 50% και ρύθμιση του υπολοίπου, μέσω του άρθρου 106, με παράλληλη μεταβίβαση του 99% του μετοχικού της κεφαλαίου υπό τη διαχείριση της πλατφόρμας και των τραπεζών.
Η… άτακτη αποχώρηση, όμως, της Pillarstone από την Ελλάδα άφησε την Καλλιμάνης, όπως και άλλες εταιρείες, ξεκρέμαστη! Ακολούθησε μια χρονοβόρα διαδικασία αναζήτησης στρατηγικού επενδυτή από τις τράπεζες, η οποία την έφερε τελικά στα χέρια του τουρκικού ομίλου Dardanel Önenta. Με βάση τα τελευταία δημοσιευμένα στοιχεία για τη χρήση του 2020, ο τζίρος της Καλλιμάνης είχε καταρρεύσει στα (μόλις) 2,87 εκατ. ευρώ, έναντι 1,1 εκατ. ευρώ το 2019, με το καθαρό (μετά φόρων) αποτέλεσμα να είναι ζημίες ύψους 5 εκατ. ευρώ (έναντι ζημιών 7,43 εκατ. ευρώ). Την ίδια ώρα, οι συσσωρευμένες ζημίες έφταναν τα 77,62 εκατ. ευρώ, τα δάνεια τα 65,2 εκατ. ευρώ και οι συνολικές υποχρεώσεις τα 79,44 εκατ. ευρώ.
Στα χέρια της τουρκικής Dardanel
Τα μεγέθη αυτά είχαν επιβαρυνθεί περαιτέρω (οι υποχρεώσεις ανέρχονταν στις 31 Αυγούστου 2021 σε 88,35 εκατ. ευρώ) μέχρι να ολοκληρωθεί η διαγωνιστική διαδικασία, το καλοκαίρι του 2021, και να επιλεγεί και επίσημα ως μνηστήρας ο τουρκικός όμιλος, ο οποίος πρόσφατα συμπεριλήφθηκε στον χρηματιστηριακό δείκτη BIST 50 Index, με τις 50 εισηγμένες εταιρείες υψηλότερης κεφαλαιοποίησης και τον μεγαλύτερο όγκο συναλλαγών, στο Istanbul Stock Exchange.
Η Dardanel της οικογένειας Ενέν ιδρύθηκε το 1984 με έδρα το Τσανάκαλε και είναι από τις σημαντικότερες εταιρείες στην αγορά κονσερβοποιημένων ψαριών της Τουρκίας και η πρώτη στις πωλήσεις τόνου. Τον Αύγουστο του 2021 υπογράφτηκε η συμφωνία μεταξύ αυτής και των πιστωτριών τραπεζών για την εξαγορά των δανείων της Καλλιμάνης στο 10% περίπου της αξίας τους, δηλαδή στα 6,05 εκατ. ευρώ. Ακολούθησε τον Νοέμβριο η ολοκλήρωση της συμφωνίας εξυγίανσης που στις αρχές της φετινής χρονιάς επικυρώθηκε από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αιγίου.
Επί της ουσίας η Καλλιμάνης μεταβιβάστηκε με ένα πολύ γενναίο κούρεμα των δανείων, αλλά και των οφειλών προς Δημόσιο, ασφαλιστικά ταμεία και προμηθευτές, που σε ορισμένες περιπτώσεις έφτασε ακόμη και το 97%. Ετσι, συνολικά τα κεφάλαια που βάζει η τουρκική εταιρεία στο πλαίσιο της συμφωνίας δεν ξεπερνούν τα 9 εκατ. ευρώ καθώς, εκτός από 6,05 εκατ. ευρώ προς τις τράπεζες, θα δώσει άλλα 2,8 εκατ. ευρώ προς λοιπούς πιστωτές, καθώς και κάποια ποσά την ενδιάμεση περίοδο για την πληρωμή των εργαζομένων και τη μίσθωση των εγκαταστάσεων της Καλλιμάνης.
Παράλληλα, ήδη από τον Δεκέμβριο του 2020, ο τουρκικός όμιλος προχώρησε στη σύσταση της ελληνικής θυγατρικής Dardanel Greece, η οποία αναλαμβάνει τον έλεγχο της ελληνικής εταιρείας. Σημειώνεται ότι στην Dardanel Greece έγιναν έκτοτε τρεις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, με τελευταία τον Σεπτέμβριο του 2022. Ετσι το μετοχικό της κεφάλαιο ανέρχεται σήμερα σε 9,1 εκατ. ευρώ, ενώ στη διοίκησή της συμμετέχουν ως πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος ο επικεφαλής της Dardanel, Οσμάν Νιγιαζί Ενέν, καθώς και άλλα μέλη της οικογένειας Ενέν.
Μόλις πρόσφατα λανσαρίστηκε η νέα εταιρική ταυτότητα και το νέο λογότυπο της Καλλιμάνης, στο οποίο πρωταγωνιστεί το όνομά της στα λατινικά και η χρονιά ίδρυσής της, σηματοδοτώντας την ευρύτερη ανανέωσή της μετά τη σύμπραξη με την Dardanel Greece. Σύμφωνα με παλαιότερες δηλώσεις του κ. Ενέν, πρόθεσή του είναι η Καλλιμάνης να ξαναγίνει η κορυφαία μάρκα στην κατηγορία των κατεψυγμένων ψαριών και θαλασσινών, με μακροπρόθεσμο στόχο να καταστεί παγκόσμιο brand στην κατηγορία των αλιευμάτων. Στο πλαίσιο αυτό, σχεδιάζεται η πλήρης επαναλειτουργία των μονάδων και η διεύρυνση της προϊοντικής γκάμας με νέα προϊόντα ψυγείου και μη.
Η Κοντοβερός και η αφετηρία μέσω… Αφρικής
Και αν για την Καλλιμάνης βρέθηκε τελικά οδός σωτηρίας, το ερώτημα που πλανάται στην αγορά αφορά τον έτερο μεγάλο παίκτη, την Κοντοβερός ΑΒΕΕ και την αναζήτηση του δικού της «λευκού ιππότη». Η οικογένεια Κοντοβερού ανήκει και αυτή στους πιονέρους του κλάδου καθώς ήταν η πρώτη εταιρεία που εισήγαγε κατεψυγμένα αλιεύματα στη χώρα μας, αλλά και η πρώτη που εξελίχθηκε σε μεταποιητική βιομηχανία, κατακτώντας μερίδιο 25% στο εσωτερικό, παράλληλα και με τις σημαντικές εξαγωγές της. Η αφετηρία της, ωστόσο, γράφτηκε εκτός Ελλάδας, όταν ο ιδρυτής και θεμελιωτής της εταιρείας, ο αείμνηστος Μανώλης Κοντοβερός, με καταγωγή από την Κω, το 1963 πήρε τον δρόμο της ξενιτιάς.
Κάπως έτσι, εφοδιασμένος με το πτυχίο της Ανωτάτης Εμπορικής, με 120 δολάρια και δύο χρυσές λίρες στην τσέπη, βρέθηκε στην Αφρική. Εκεί, στο τότε Βελγικό Κονγκό, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα μαζί με έναν εβραϊκής καταγωγής επιχειρηματία ίδρυσαν την εταιρεία γενικού εμπορίου Societa Menase Contoveros.
Η διαδρομή του στην Αφρική δεν κράτησε πολύ, καθώς αφενός οι πολιτικές εξελίξεις και αφετέρου η γνωριμία και ο γάμος του με τη γυναίκα του Κυριακή, κόρη ισχυρού επιχειρηματία στα αλιευτικά σκάφη με έδρα στον Πειραιά, τον οδήγησαν πίσω στην πατρίδα.
Το 1968 έκανε μια νέα εκκίνηση στη ζωή του, ιδρύοντας την Κοντοβερός, με το «στρατηγείο» της να στήνεται στο Μοσχάτο. Η αρχή επιβεβαίωσε τον… κανόνα της δυσκολίας, καθώς όντας η πρώτη επιχείρηση που έφερε στη χώρα μας κατεψυγμένα προϊόντα, κάτι σχεδόν άγνωστο εκείνη την εποχή, έπρεπε να σπάσει κατεστημένες καταναλωτικές συνήθειες.
Με σκληρή δουλειά το κατάφερε, όμως, κερδίζοντας σταδιακά τη θέση της στην αγορά.
Στην πορεία η εταιρεία κυριάρχησε στον κλάδο, με τα επώνυμα και τα φασόν προϊόντα της (Δελφίνι κ.ά.) να κατακτούν τα ψυγεία των σούπερ μάρκετ και τα τραπέζια των ελληνικών νοικοκυριών. Με τις δουλειές να μεγαλώνουν τόσο εντός όσο και εκτός συνόρων, από το 2001 μεταφέρθηκε στις νέες, υπερσύγχρονες υποδομές στον Ασπρόπυργο, ένα από τα πλέον εξελιγμένα εργοστάσια κατεψυγμένων αλιευμάτων στον κόσμο.
Ο «κάβος» της κρίσης
Τα τελευταία χρόνια ωστόσο η Κοντοβερός, όπως και οι άλλες εταιρείες του κλάδου, βρίσκεται αντιμέτωπη με τις συνέπειες των πολλαπλών κρίσεων, κάτι που αποτυπώνεται στις οικονομικές επιδόσεις της καθώς προ δεκαετίας ο τζίρος της βρισκόταν στα επίπεδα των 44-48 εκατ. ευρώ, ενώ έκτοτε άρχισε να υποχωρεί στα 38,75 εκατ. ευρώ το 2015, στα 36,2 εκατ. ευρώ το 2017, στα 26,41 εκατ. ευρώ το 2018, στα 17,2 εκατ. ευρώ το 2019 και σύμφωνα με τα τελευταία δημοσιευμένα στοιχεία για το 2020, στα 7,66 εκατ. ευρώ.
Παράλληλα, από το 2017 και μετά άρχισε να συσσωρεύει ζημίες που πλέον έφτασαν τα 16,85 εκατ. ευρώ, με τα ίδια κεφάλαια να είναι αρνητικά (-11,5 εκατ. ευρώ), αλλά και το σύνολο των τραπεζικών υποχρεώσεων, ύψους 20,2 εκατ. ευρώ (στις 31/12/2020), να βρίσκεται σε καθυστέρηση. Σαν να μην έφταναν αυτά, υπάρχει πλέον και η απειλή των πλειστηριασμών, καθώς δύο, με επισπεύδουσα τη Cepal, έχουν προγραμματιστεί για τις 31 Μαΐου 2023, εάν μέχρι τότε δεν γίνουν κινήσεις για την αποτροπή τους.
Ο πρώτος αφορά τις πρώην εγκαταστάσεις στο Μοσχάτο, ένα οικόπεδο συνολικής επιφάνειας 2 στρεμμάτων επί της οδού Καζάλα, επί του οποίου υφίσταται βιοτεχνικό κτίριο αποτελούμενο από υπόγειο, εμβαδού 470,85 τ.μ. και ισόγειο εμβαδού (566,50) τ.μ., και αποθήκες. Η τιμή πρώτης προσφοράς έχει οριστεί στο 1,6 εκατ. ευρώ.
Ο δεύτερος πλειστηριασμός αφορά τετραώροφο συγκρότημα κατοικιών στη Βούλα και στρέφεται κατά του Χρίστου Κοντοβερού. Η τιμή εκκίνησης και για αυτό έχει οριστεί στο 1,6 εκατ. ευρώ. Οι κατασχέσεις επιβλήθηκαν για 200.000 ευρώ και 100.000 ευρώ αντίστοιχα, που αποτελούν μέρος της συνολικής απαίτησης ύψους 4,92 εκατ. ευρώ.
Η αναζήτηση στρατηγικού επενδυτή
Οι αδελφοί Χρίστος και Μάριος Κοντοβερός, που κρατούν πλέον τα ηνία της εταιρείας, δεν μένουν με σταυρωμένα τα χέρια. Αντίθετα προχώρησαν σε αναδιοργάνωση όλων των τομέων λειτουργίας και παραγωγικής διαδικασίας της επιχείρησης, πετυχαίνοντας έναν εξορθολογισμό των δαπανών της, με στόχο να βρεθούν τα απαιτούμενα κεφάλαια κίνησης για περαιτέρω διείσδυση στα υφιστάμενα κανάλια του retail και του food service καθώς και για αύξηση των εξαγωγών, ενώ παράλληλα προχώρησαν σε ενοικίαση ψυκτικών θέσεων σε τρίτους.
Ταυτόχρονα, προσπαθούν να πετύχουν την αναδιάρθρωση του δανεισμού με τη βοήθεια επενδυτικού σχήματος. Στο πλαίσιο αυτό, έχει εκπονηθεί επικαιροποιημένη οικονομική ανασκόπηση με βάση την ανάλυση των ταμειακών ροών και γίνονται διαπραγματεύσεις με ενδιαφερόμενους επενδυτές. Αναφέρεται μάλιστα ότι η εταιρεία βρίσκεται σε ώριμο στάδιο διαπραγματεύσεων με ενδιαφερόμενους επενδυτές, με σκοπό την οικονομική εξυγίανσή της εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.
Ωστόσο, όπως επισημαίνεται, «το ενδεχόμενο της μη επιτυχούς υλοποίησης της συμφωνίας χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης, ως συνέπεια της μη ύπαρξης, μέχρι σήμερα, τελικών απαντήσεων από την πλευρά των υποψήφιων επενδυτών, υποδηλώνει την ύπαρξη ουσιώδους αβεβαιότητας σχετικά με τη δυνατότητα ομαλής συνέχισης της δραστηριότητάς της», κάτι που «εδράζεται αφενός στον ρεαλισμό που θέλει να έχει η εταιρεία, αφετέρου στο γεγονός ότι ταυτόχρονα με την πλήρη και ριζική αναδιάρθρωση της εμπορικής πολιτικής, τον περιορισμό των δαπανών-εξόδων και την οργανωτική ανασυγκρότηση προσπαθεί να αποκτήσει την οικονομική ισορροπία που θα της επιτρέψει να απευθυνθεί μόνη της (Stand alone) στις τράπεζες έχοντας δημιουργήσει (έστω και μικρό) θετικό πρόσημο στο EBITDA μέχρι το τέλος του 2022».
Αξίζει να σημειωθεί πάντως ότι μέχρι σήμερα η Κοντοβερός μετά από μια τετραετία χωρίς οικονομική στήριξη από τις τράπεζες, έχει καταφέρει να μη χρωστάει στους προμηθευτές της -πλην ενός, του οποίου όμως το χρέος βρίσκεται σε ρύθμιση-, ούτε στους εργαζομένους.