Από τις αρχές Απριλίου πρόκειται να τεθεί σε ισχύ ο νέος κατώτατος μισθός, ώστε να μπορεί να εφαρμοστεί κατά την θερινή περίοδο, που δουλεύουν χιλιάδες εργαζόμενοι στον τoμέα του τουρισμού, ενημέρωσε την Βουλή η υπουργός Εργασίας, Δόμνα Μιχαηλίδου, παρουσιάζοντας την τροπολογία για την αύξηση του κατώτατου μισθού, η οποία ψηφίζεται την Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου.
Η κ. Μιχαηλίδου ενημέρωσε την Ολομέλεια ότι θα φροντίσει να τηρηθούν όλα τα χρονοδιαγράμματα ώστε στο τέλος Μαρτίου να εισηγηθεί στο υπουργικό συμβούλιο τον νέο κατώτατο μισθό.
Ταυτοχρόνως τόνισε ότι στόχος της κυβέρνησης είναι ο κατώτατος μισθός να φτάσει στο τέλος της τετραετίας τα 950 ευρώ και ο μέσος μισθός να φτάσει τα 1500 ευρώ και υπογράμμισε ότι πριν μερικά χρόνια, στον κατώτατο μισθό, ήμασταν οι ουραγοί στην Ευρώπη και τώρα είμαστε στην 10η θέση των κρατών – μελών της ΕΕ.
Σημείωσε ότι η σημερινή αύξηση όμως, είναι σημαντική όχι μόνο για τους συμπολίτες μας, στους οποίους αφορά ο κατώτατος μισθός, αλλά είναι σημαντική για αρκετούς συμπολίτες μας, οι οποίοι λαμβάνουν επιδόματα (π.χ. μητρότητας, γονεϊκή άδεια, προγράμματα ενεργούς απασχόλησης, όπως η κοινωφελής εργασία) και κρατικές παροχές – 19 για την ακρίβεια – οι οποίες συνδέονται με τον κατώτατο μισθό.
Όπως επισήμανε η υπουργός Εργασίας, η ρύθμιση έρχεται κατόπιν μιας διαδικασίας η οποία εφαρμόζεται σε 21 από τις 27 χώρες της ΕΕ και ως αποτέλεσμα διαλόγου με τους κοινωνικούς εταίρους, τους εκπροσώπους των εργαζομένων όσο και των εργοδοτών.
«Χρέος μας είναι όλες οι Ελληνίδες και όλοι οι Έλληνες να καρπώνονται με δίκαιο τρόπο, το μέρισμα της ανάπτυξης, να ανέβουν οι μισθοί, να ανέβουν οι συντάξεις, οι άνεργοι συμπολίτες μας να μπορούν να έχουν περισσότερες και καλοπληρωμένες δουλειές και κυρίως το κράτος να συνεχίζει να επενδύει στην κοινωνική συνοχή. Αυτό είναι το στοίχημά μας για την τετραετία: τα εισοδήματα να ενισχυθούν και γιατί όχι ξεπεράσουν τον μέσο όρο των εισοδημάτων στην ΕΕ», υπογράμμισε.
«Συνεχίζουμε. Και δεν μπορούμε να μείνουμε σε αυτό. Θα συνεχίσουμε, πάντα μέσα στα επιτρεπτά δημοσιονομικά όρια και λαμβάνοντας υπόψη τις αντοχές της οικονομίας και των επιχειρήσεων» συμπλήρωσε η κυρία Μιχαηλίδου και κατέληξε:
«Με ειλικρινή και με ανεμπόδιστο διάλογο με τους κοινωνικούς εταίρους βελτιώνουμε την καθημερινότητα όλων, συγκλίνουμε στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα χωρίς να βάζουμε φρένο στην οικονομία και την ανταγωνιστικότητα της χώρας μας».