
Οι φωτογραφίες της με τα εσώρουχα της Ultimo γέμιζαν διαφημιστικές πινακίδες, περιοδικά και καταλόγους. Για τη Λάνκαστερ ήταν μια τεράστια ώθηση στην καριέρα της. Για τη Μον ήταν το εισιτήριο ώστε το brand να ξεχωρίσει σε μια βιομηχανία όπου η προσοχή ήταν το πολυτιμότερο αγαθό. Οι δύο γυναίκες ξεκίνησαν ως φίλες, ενωμένες από την επιθυμία να αφήσουν το στίγμα τους. Ομως, σύντομα, η συνεργασία τους θα μετατρεπόταν σε δημόσιο σκάνδαλο.

Η Μον είχε πάντα το βλέμμα στραμμένο στην επόμενη κίνηση. Στα τέλη των 90s, έκρινε ότι η Ultimo χρειαζόταν ένα πρόσωπο με διεθνή αναγνωρισιμότητα για να περάσει στο επόμενο επίπεδο. Ετσι πήρε την απόφαση να αντικαταστήσει την Πένι Λάνκαστερ με τη Ρέιτσελ Χάντερ, supermodel παγκόσμιας φήμης και πρώην σύζυγο του Ροντ Στιούαρτ. Η κίνηση αυτή προκάλεσε θύελλα. Η Λάνκαστερ ένιωσε προδομένη, τα media οσμίστηκαν δράμα. Τα ταμπλόιντ βάφτισαν την υπόθεση «Bra Wars». Η Ultimo βρέθηκε και πάλι στα πρωτοσέλιδα, αλλά τώρα το όνομα της Μισέλ Μον συνδέθηκε με ίντριγκα και σκανδαλοθηρία. Η ίδια, βέβαια, ήξερε ότι η δημοσιότητα, ακόμη και αρνητική, μπορούσε να τροφοδοτήσει το brand. Το μάθημα αυτό θα αποδεικνυόταν καθοριστικό και για τα επόμενα κεφάλαια της ζωής της.

Πίσω από τη λάμψη των catwalks υπήρχε μια ιστορία που γοήτευε τους δημοσιογράφους: το κορίτσι από τη Γλασκώβη που τα κατάφερε. Η Μον είχε μεγαλώσει σε ένα σπίτι χωρίς μπάνιο, σε οικογένεια εργατικής τάξης. Στα 15 της εγκατέλειψε το σχολείο, δούλεψε ως μοντέλο και αργότερα σε εταιρείες μάρκετινγκ. Η Ultimo ήταν η μεγάλη της ιδέα. Με έξυπνο design, καλό timing και μια ικανότητα να δημιουργεί ντόρο γύρω από το brand, η Μον έγινε επιχειρηματικό σύμβολο. Το 2010 τιμήθηκε με OBE για τη συμβολή της στη βιομηχανία μόδας.
Πέντε χρόνια αργότερα, η κυβέρνηση Κάμερον της έδωσε τον τίτλο της βαρόνης Μον του Μέιφερ και θέση στη Βουλή των Λόρδων. Η άνοδός της έμοιαζε παραμυθένια: από τις φτωχογειτονιές της Σκωτίας στα σαλόνια της βρετανικής εξουσίας. Ακόμη και στην εποχή της επιτυχίας, όμως, υπήρχαν φωνές που μιλούσαν για ένα αφήγημα όχι και τόσο διάφανο. Συνεργάτες την κατηγορούσαν ότι υπερέβαλλε στον ρόλο της ως εφευρέτριας του σουτιέν. Διαμάχες για τα οικονομικά της εταιρείας έφταναν στα δικαστήρια.

Στη Βουλή των Λόρδων η παρουσία της ήταν περιορισμένη και οι ομιλίες της μετριούνταν στα δάχτυλα του ενός χεριού. Για τους επικριτές, η είσοδός της εκεί ήταν περισσότερο συμβολική: ένα success story που εξυπηρετούσε την εικόνα της κυβέρνησης. Η Μον, ωστόσο, ήξερε να συντηρεί το brand της και να διατηρεί τη λάμψη της. Μέχρι που η πανδημία ανέτρεψε τα πάντα.
Το 2020, με τη Βρετανία σε απόγνωση λόγω COVID-19, η κυβέρνηση έστησε έναν μηχανισμό «VIP lane» για την προμήθεια υγειονομικού εξοπλισμού. Ανάμεσα στις εταιρείες που επωφελήθηκαν ήταν και η PPE Medpro, μια νεοσύστατη επιχείρηση που μέσα σε λίγες εβδομάδες εξασφάλισε συμβόλαια άνω των 200 εκατ. λιρών.
Η Μον αρνήθηκε κάθε εμπλοκή. Ομως οι αποκαλύψεις του «Guardian» και του BBC έδειξαν ότι η ίδια είχε προωθήσει την εταιρεία σε υπουργούς πριν ακόμη ιδρυθεί. Emails αποκάλυπταν ότι συμμετείχε σε συζητήσεις για τα συμβόλαια. Σύντομα έγινε σαφές ότι οικογενειακά trusts συνδεδεμένα με εκείνη και τον σύζυγό της, Νταγκ Μπάροουμαν, είχαν αποκομίσει δεκάδες εκατομμύρια λίρες από τα κέρδη: ενώ τα νοσοκομεία πάλευαν με ελλιπή εξοπλισμό, η οικογένεια Μον επωφελούνταν από την κρίση.

Τον Δεκέμβριο του 2023, η Μον εμφανίστηκε στο BBC απέναντι στη Λάουρα Κούνσμπεργκ. Για πρώτη φορά παραδέχτηκε ότι είχε πει ψέματα σχετικά με την εμπλοκή της στην PPE Medpro. «Δεν ήταν έγκλημα να πω ψέματα», είπε με σταθερή φωνή. Η φράση αυτή έγινε viral, προκαλώντας θύελλα. Για πολλούς, ήταν η πιο ωμή ομολογία κυνισμού από πολιτικό πρόσωπο. Για άλλους, μια απεγνωσμένη προσπάθεια να προστατεύσει τον εαυτό της και τον σύζυγό της.
Σε κάθε περίπτωση, η ζημιά στην εικόνα της ήταν ανεπανόρθωτη. Ενώ η κυβέρνηση ζητούσε αποζημιώσεις ύψους 122 εκατ. λιρών και η Εθνική Υπηρεσία Εγκλήματος πάγωνε περιουσιακά στοιχεία, οι εφημερίδες γέμιζαν με φωτογραφίες της Μον και του Μπάροουμαν σε superyacht στη Μαγιόρκα. Ακτιβιστές κόλλησαν στο σκάφος την τεράστια επιγραφή «Pandemic Profiteer» και η εικόνα έκανε τον γύρο του κόσμου.
Σήμερα, η Μισέλ Μον παραμένει τυπικά μέλος της Βουλής των Λόρδων, αλλά το στάτους της έχει χαθεί. Οι έρευνες συνεχίζονται, η κυβέρνηση διεκδικεί τεράστιες αποζημιώσεις και η ίδια δηλώνει ότι θέλει να «καθαρίσει το όνομά της». Η ιστορία της, που ξεκίνησε με την Πένι Λάνκαστερ και τις καμπάνιες των push-up σουτιέν της Ultimo, έγινε ντοκιμαντέρ στο BBC («The Rise and Fall of Michelle Mone») και πάνω απ’ όλα σύμβολο ενός πολιτικού και ηθικού σκανδάλου. Από το παραμύθι της αυτοδημιούργητης γυναίκας απέμεινε ένα σκληρό μάθημα: η εικόνα μπορεί να σε ανεβάσει στην κορυφή, αλλά μόνο η νομιμότητα μπορεί να σε κρατήσει εκεί.