Οι αποδοχές πείνας που αναγκάζουν δασκάλους και καθηγητές να ζουν στα αυτοκίνητά τους ή σε κάμπινγκ οδηγούν σε παραίτηση εκατοντάδες αναπληρωτές, με τις ούτως ή άλλως τεράστιες ελλείψεις προσωπικού να γιγαντώνονται.
«Δάσκαλος σε σχολείο της Ρόδου θα αναγκαστεί να μείνει σε αυτοκίνητο, επειδή δεν βρίσκει σπίτι να νοικιάσει». Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ροδιακή», πριν από την έναρξη της φετινής σχολικής χρονιάς, και σύντομα έγινε viral. «Είμαι δάσκαλος του Δημοτικού Γενναδίου από πέρυσι αλλά και φέτος αναζητώ γκαρσονιέρα για ενοικίαση στο Γεννάδι μέχρι 300 ευρώ τον μήνα. Είναι ντροπή να κοιμάμαι στο αυτοκίνητο διότι μου ζητάνε 400 ευρώ για ένα στούντιο. Aδυνατώ να δίνω τόσα λεφτά για ένα σπίτι», έγραφε ο συγκεκριμένος δάσκαλος σε ανάρτησή του.
Τα ΜΜΕ εθνικής εμβέλειας έσκυψαν πάνω από την περίπτωσή του, η τοπική κοινωνία κινητοποιήθηκε, η αντιπολίτευση έκανε καταγγελίες, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος αναγκάστηκε να δώσει εξηγήσεις. «Είναι μία περίπτωση που σίγουρα δημιουργεί πολύ άσχημη εντύπωση, άσχημη εικόνα και νομίζω ότι πρέπει να δοθεί μία λύση (…)», απάντησε σε ερώτηση δημοσιογράφων, αναγνωρίζοντας πως μπορεί να υπάρχουν και «άλλες περιπτώσεις».
Φέτος, με βάση στοιχεία που παρουσίασε στη Βουλή τον Νοέμβριο η υφυπουργός Παιδείας Ζέττα Μακρή, οι παραιτήσεις έχουν φτάσει τις 837, αριθμός που η ίδια χαρακτηρίζει «χαμηλό» και τον αποδίδει στο ότι έχουν βρει δουλειά στον ιδιωτικό τομέα.
Κι όμως, το κόστος της παραίτησης είναι μεγάλο, αφού τιμωρείται με την ποινή αποκλεισμού από τους πίνακες των υποψήφιων αναπληρωτών, από δύο ώς τρία έτη. Δεν πρόκειται για μια απόφαση που παίρνει κανείς ελαφρά τη καρδία, πόσο μάλλον όταν το ταξίδι της «αναπλήρωσης» μπορεί να διαρκέσει και μία δεκαετία, με τη βαλίτσα στο χέρι, μαζεύοντας μόρια με την ελπίδα του μόνιμου διορισμού.
Το μείζον θέμα των αναπληρωτών δεν είναι το μοναδικό. Εξίσου φλέγοντα είναι τα προβλήματα των νεοδιοριζόμενων εκπαιδευτικών, που με γλίσχρους μισθούς των 776 ευρώ καθαρά πρέπει να καλύψουν έξοδα στέγασης, σίτισης και μετακίνησης, συχνά σε περιοχές που τα ενοίκια ξεπερνάνε τα 400 ευρώ τον μήνα και η στέγη είναι δυσεύρετη. Οσο για τους μόνιμους εκπαιδευτικούς, το 10ο μισθολογικό κλιμάκιο (αντιστοιχεί σε 20 χρόνια προϋπηρεσίας) είναι τα 1.188 ευρώ καθαρά. Αρκετοί φτάνουν σε αυτό το κλιμάκιο πριν από την 20ετία, λόγω επιπλέον μοριοδότησης, μας λέει ο οργανωτικός γραμματέας της ΟΛΜΕ, Δημήτρης Ακτύπης. Ο λόγος είναι ότι όλο και περισσότεροι εκπαιδευτικοί σήμερα έχουν μεταπτυχιακές σπουδές ή και διδακτορικά, ιδίως οι νεοδιόριστοι που «συσσωρεύουν» προσόντα κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης παραμονής τους στις λίστες των αναπληρωτών.
«Δεν θα βρίσκουν»
Οι χαμηλοί μισθοί των εκπαιδευτικών είναι ένα θέμα που έχει έρθει στο προσκήνιο σε όλη την Ευρώπη, σε συνδυασμό με τις ελλείψεις διδακτικού προσωπικού. Τι ισχύει στην Ελλάδα; «Ως ΟΛΜΕ, εκτιμούμε ότι σε λίγα χρόνια το υπουργείο Παιδείας δεν θα βρίσκει εκπαιδευτικούς να διορίσει, αφού όλο και λιγότεροι θα ακολουθούν το επάγγελμα. Οι μισθοί είναι τόσο χαμηλοί και η μισθολογική εξέλιξη τόσο αργή, που στο άμεσο μέλλον θα έχουμε σοβαρή έλλειψη εκπαιδευτικών», λέει ο κ. Ακτύπης.
Στην Ελλάδα, τα κενά στα σχολεία υπολογίζονται στα 3.500 ως 4.000 πανελλαδικά, ενώ περίπου 45.000 αναπληρωτές αναγκάζονται να καλύπτουν πάγιες ανάγκες. Η έλλειψη προσωπικού «καμουφλάρεται» με ένα τσουνάμι συγχωνεύσεων και καταργήσεων τμημάτων. Οι συγχωνεύσεις ξεκίνησαν από 1.600 στην αρχή της σχολικής χρονιάς και, έπειτα από έντονες αντιδράσεις, μειώθηκαν περίπου στις 750, ενώ καταργήθηκαν πολλά τμήματα ένταξης και μειώθηκαν οι εκπαιδευτικοί παράλληλης στήριξης.
Σύμφωνα με την ετήσια έρευνα του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ για την οικονομία, η Ελλάδα καταγράφει την τέταρτη χαμηλότερη επίδοση ανάμεσα στα κράτη-μέλη της ευρωζώνης σε ό,τι αφορά την αγοραστική δύναμη του ωρομισθίου των εκπαιδευτικών.
Τα στοιχεία αντλούνται από τη Εurostat και αφορούν ευρύτερα τον κλάδο της εκπαίδευσης, δημόσιας και ιδιωτικής, όλων των βαθμίδων και ειδικοτήτων. Το μέσο ωρομίσθιο στην εκπαίδευση στην Ελλάδα ανέρχεται στα 14,2 ευρώ, όταν ο μέσος όρος της Ε.Ε. είναι 19,95 ευρώ.
Στην πρώτη θέση βρίσκεται το Βέλγιο με 42,76 ευρώ, ενώ μόνο η Λιθουανία, η Εσθονία και η Σλοβακία καταγράφουν χαμηλότερα ωρομίσθια από την Ελλάδα. Για τους εκπαιδευτικούς του Δημοσίου, το καθαρό πραγματικό ωρομίσθιο ξεκινάει από τα 9,19 ευρώ την ώρα και φτάνει τα 11 ευρώ μετά από 20 χρόνια προϋπηρεσίας (ή ανόδου μισθολογικής κλίμακας με βάση τα ακαδημαϊκά προσόντα).
Ο ετήσιος βασικός μισθός των εκπαιδευτικών πλήρους απασχόλησης στην Ελλάδα, με βάση τα στοιχεία του Δικτύου Ευρυδίκη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Πληροφόρηση στην Εκπαίδευση (2021-2022), είναι ο 5ος χαμηλότερος στην Ε.Ε -σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, με 15.575 ευρώ μικτά. Είναι χαμηλότερος από ό,τι στη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και την Εσθονία. Υπολείπεται σχεδόν 10.000 ευρώ από τον μέσο μισθό των εκπαιδευτικών στην Ευρώπη (25.055 ευρώ).
Απόδειξη ότι ο μισθός «δεν βγαίνει» είναι ότι όλο και περισσότεροι καθηγητές κάνουν αίτηση για άδεια «άσκησης ιδιωτικού έργου». Είναι η δυνατότητα που δίνει ο νόμος στους εργαζόμενους στο Δημόσιο να απασχολούνται part time στον ιδιωτικό τομέα – πλην της εκπαίδευσης. Οπως μας λέει ο οργανωτικός γραμματέας της ΟΛΜΕ, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις εκπαιδευτικών που εργάζονται ως διανομείς ή σερβιτόροι για να τα βγάλουν πέρα, ενώ η άτυπη και περιστασιακή απασχόληση -με «μαύρα»- είναι σχεδόν άγραφος κανόνας.
Τι συμβαίνει στην υπόλοιπη Ευρώπη
Στην Αυστρία, ο βασικός μισθός του εκπαιδευτικού, σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, ανέρχεται στις 34.240 ευρώ τον χρόνο μεικτά, με βάση το Δίκτυο Ευρυδίκη, που αντλεί στοιχεία από τη Eurostat. Είναι μεν από τους υψηλότερους στην Ευρώπη, αλλά υπολείπεται κατά πολύ του μέσου μεικτού μισθού στην Αυστρία, που το 2023 ανήλθε στα 4.757 ευρώ τον μήνα, με βάση τη Εurostat (57.084 ευρώ το χρόνο).
Οι χαμηλές αμοιβές είναι μία από τις κύριες αιτίες που η Αυστρία αντιμετωπίζει έλλειψη εκπαιδευτικών. Μια άλλη αιτία είναι το εργασιακό burn out. H Tζούλια, καθηγήτρια σε δημόσιο Γυμνάσιο στη Βιέννη, διηγείται σκηνές που μοιάζουν να ξεπήδησαν από την κλασική ασπρόμαυρη ταινία «Η ζούγκλα του μαυροπίνακα».
«Τα παιδιά ουρλιάζουν συνέχεια και δεν μπορούν να κάτσουν ακίνητα. Πρέπει συνεχώς να προσέχω μήπως χτυπήσουν ο ένας τον άλλον ή καταστρέψουν κάτι», δηλώνει η τριαντάχρονη εκπαιδευτικός. Είναι συνεχώς απασχολημένη με τη διαμεσολάβηση – ώστε να επιλύει προβλήματα μεταξύ των μαθητών, τόσο την ώρα των μαθημάτων όσο και στα διαλείμματα. Οπως μας λέει, η φετινή σχολική χρονιά είναι ιδιαίτερα ακραία: νέοι αλλά και έμπειροι συνάδελφοι νιώθουν ήδη «εξαντλημένοι», από το πρώτο κιόλας τρίμηνο.
Η κατάσταση που περιγράφει η Τζούλια είναι χαρακτηριστική για τα δημόσια σχολεία της Βιέννης. Πολλοί εκπαιδευτικοί έχουν φτάσει στα όρια της εργασιακής εξουθένωσης, ενώ σε πολλές περιοχές υπάρχει έλλειψη προσωπικού, για να αντεπεξέλθουν στις προκλήσεις. Στα τέλη Αυγούστου, ο εκπρόσωπος των εκπαιδευτικών των σχολείων υποχρεωτικής εκπαίδευσης, Τόμας Κρεμπς, προειδοποίησε για έναν εντυπωσιακό αριθμό παραιτήσεων καθηγητών, ιδίως στη Βιέννη. Δύο μήνες αργότερα, τα συνδικάτα κάλεσαν σε διαδήλωση και εκατοντάδες εκπαιδευτικοί υποχρεωτικής εκπαίδευσης βγήκαν στους δρόμους. Τα αιτήματά τους: αξιοπρεπείς μισθοί, καλύτερες συνθήκες εργασίας και κρατική υποστήριξη στα δημόσια σχολεία.
Ενα ζήτημα επανέρχεται συνεχώς στη συζήτηση για την έλλειψη εκπαιδευτικών: η αμοιβή. Τον Φεβρουάριο του 2023, υπήρξαν προειδοποιήσεις για μετανάστευση νέων εκπαιδευτικών στη Βαυαρία. Η νότια Γερμανία δελεάζει με υψηλότερους μισθούς και μπόνους, αν εργάζεσαι σε μια περιοχή με έλλειψη προσωπικού. Οι συνδικαλιστές των εκπαιδευτικών στην Αυστρία απαίτησαν τότε «ανταγωνιστικούς» μισθούς. Η Τζούλια συμφωνεί ότι εκεί είναι και το κλειδί του προβλήματος. «Οι εκπαιδευτικοί στην Αυστρία νιώθουν υποτιμημένοι, εξαιτίας των χαμηλών μισθών», λέει.
Βασικός και επιδόματα
Από το 2019, όλοι οι νέοι εκπαιδευτικοί στην Αυστρία αμείβονται με τον ίδιο βασικό μισθό: περίπου 3.400 ευρώ μικτά. Ομως, με τον νέο νόμο περί δημόσιας διοίκησης, η αύξηση του μισθού δεν γίνεται πλέον κάθε δύο χρόνια, αλλά μόνο κάθε πέντε ή έξι χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι οι νέοι εκπαιδευτικοί κερδίζουν περισσότερα στην αρχή, αλλά μακροπρόθεσμα λιγότερα απ’ ό,τι πριν. Σύμφωνα με συγκριτική μελέτη, οι εκπαιδευτικοί στην Αυστρία κερδίζουν περισσότερα από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ. Ωστόσο, σε σύγκριση με τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα είναι «ριγμένοι». Ο Πολ Κίμπεργκερ, επικεφαλής του συνδικάτου των καθηγητών (GÖD), δηλώνει ότι η βελτίωση στις μισθολογικές απολαβές είναι απαραίτητη προϋπόθεση, για να γίνει το επάγγελμα του εκπαιδευτικού πιο ελκυστικό. Ωστόσο, προειδοποιεί: «Μια βιώσιμη λύση στην έλλειψη προσωπικού δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο με χρήματα. Χρειαζόμαστε σημαντικά καλύτερες συνθήκες, συνολικά».
Ισπανία και Πολωνία
Η δυσαρέσκεια των εκπαιδευτικών είναι πανευρωπαϊκό φαινόμενο. Στην Ισπανία, όλο και περισσότεροι εκπαιδευτικοί εγκαταλείπουν το επάγγελμα. Οι επισφαλείς συνθήκες εργασίας, οι ανεπαρκείς πόροι, η έλλειψη σεβασμού και η υπερβολική γραφειοκρατία έχουν οδηγήσει σε διαμαρτυρίες στην Καταλονία και τη Μαδρίτη, τα τελευταία χρόνια.
Ενα άλλο πρόβλημα είναι οι ανισότητες στους μισθούς, που διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή. «Παρ’ όλο που το επάγγελμα χαρακτηρίζεται γενικά από σχετικά καλούς αρχικούς μισθούς, τα τελευταία τέσσερα χρόνια δεν έχει γίνει τίποτα για να αναβαθμιστεί η θέση των εκπαιδευτικών», λέει ο Φρανσίσκο Βεντζάλα, πρόεδρος του ανεξάρτητου συνδικάτου των εκπαιδευτικών Anpe. Αφενός, οι μισθοί δεν αυξάνονται πλέον σημαντικά μετά την είσοδο στο επάγγελμα και, αφετέρου, δεν υπάρχει σχεδόν κανένα περιθώριο για επαγγελματική εξέλιξη.
Οι Πολωνοί εκπαιδευτικοί μπορούν μόνο να ονειρεύονται μισθούς όπως αυτοί στην Αυστρία και την Ισπανία – παρά την αύξηση των αποδοχών κατά 30%. Η χώρα έχει έλλειψη εκπαιδευτικών εδώ και χρόνια έπειτα από μια αποτυχημένη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Σύμφωνα με τη μεγαλύτερη οργάνωση του συνδικάτου των εκπαιδευτικών, την Związek Nauczycielstwa Polskiego, αυτή τη στιγμή υπάρχει έλλειψη 20.000 έως 25.000 εκπαιδευτικών.
Πέρυσι, η υπουργός Παιδείας, Μπάρμπαρα Νοβάτσα, αύξησε τον μέσο μισθό των εκπαιδευτικών, σε μια προσπάθεια να ανακόψει το κύμα μαζικών παραιτήσεων. Ωστόσο, σύμφωνα με το συνδικάτο, η αύξηση του μισθού δεν είναι αρκετή για να προσελκύσει νέους στο επάγγελμα. Ως εκ τούτου, οι συνταξιούχοι εκπαιδευτικοί χρησιμοποιούνται για να καλύψουν τα κενά στα σχολεία, με έναν στους δέκα δασκάλους να είναι συνταξιούχος.
Το άρθρο αυτό γράφτηκε στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος PULSE, στο οποίο συμμετέχει κατά αποκλειστικότητα η «Εφ.Συν.». Για το θέμα συνεργάστηκαν: Αφροδίτη Τζιαντζή («Eφ.Συν.»), Anna Wiesinger, Elisa Tomaselli (Der Standard – Aυστρία), Lola García-Ajofrín (El Confidencial – Ισπανία) Karolina Słowik (Gazeta Wyborcza – Πολωνία)