Εφιάλτης για την αγορά εργασίας και τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος παραμένει το δημογραφικό πρόβλημα καθώς σύμφωνα με τις προβλέψεις το 2100, η Ελλάδα θα είναι μείον 3,7 εκατ. κατοίκους ενώ όλη η Ευρώπη μειώνεται κατά 150 εκατομμύρια. Οι περισσότεροι αναλυτές συμφωνούν ότι η μείωση του πληθυσμού δε μπορεί να αποφευχθεί και προτείνουν λύσεις για την άμβλυνση του φαινομένου και όχι για την αποτροπή του.
Ειδικότερα στη χώρα μας η μείωση των γεννήσεων και ο υψηλότερος δείκτης γήρανσης από την μια πλευρά και οι μεταναστευτικές ροές από την άλλη πλευρά δείχνουν να ισορροπούν το δημογραφικό, καταγράφοντας μείωση του πληθυσμού το 2024 μόνο κατά 0,1% , σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΕΛΣΤΑΤ. Ο μόνιμος πληθυσμός της χώρας κατά την 1η Ιανουαρίου 2024 ανέρχεται σε 10.400.720 άτομα (5.096.893 άνδρες και 5.303.827 γυναίκες), μειωμένος κατά 0,1% σε σχέση με τον αντίστοιχο πληθυσμό της 1ης Ιανουαρίου 2023 που ήταν 10.413.982 άτομα.
Η εξέλιξη αυτή είναι αποτέλεσμα της φυσικής μείωσης του πληθυσμού που ανήλθε σε 55.920 άτομα (71.249 γεννήσεις έναντι 127.169 θανάτων ατόμων που διαμένουν εντός της ελληνικής επικράτειας) και της καθαρής μετανάστευσης που εκτιμάται σε 42.658 άτομα (θετικό ισοζύγιο).

Μείωση κατά περίπου 500.000 άτομα διαπιστώνεται στους εργαζόμενους (20 – 64 ετών), που συνοδεύεται από άνοδο όσων είναι άνω των 65 ετών (silver economy) ανοίγοντας το δρόμο για προτάσεις επέκτασης του εργασιακού βίου στα 45 έτη και αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης στα 75!
Σοβαρές ανησυχίες για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας και την αγορά εργασίας εγείρει το δημογραφικό ζήτημα, σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΚΕΠΕ, Παναγιώτη Λιαργκόβα, ο οποίος σχολιάζοντας τα ευρήματα πρόσφατης έρευνας δηλώνει ότι «Η μείωση του πληθυσμού και η γήρανσή του αποτελούν έναν εκρηκτικό συνδυασμό για τη μελλοντική ανάπτυξη. Βλέπουμε ότι στην ομάδα 30-40 ετών οι θέσεις εργασίας μειώνονται, ενώ σε άλλες ηλικίες αυξάνονται. Αυτό οφείλεται σε δύο λόγους: Αφενός μεγαλώνει ο μέσος όρος ηλικίας των εργαζομένων, αφετέρου οι νεότεροι που βίωσαν την οικονομική κρίση επέλεξαν να φύγουν στο εξωτερικό – το γνωστό brain drain. Παρά την επιστροφή αρκετών, ο αρχικός αριθμός όσων μετανάστευσαν ήταν πολύ μεγάλος, και αυτό αποτυπώνεται τώρα στην αγορά εργασίας. Για να έχει μια χώρα ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης, χρειάζεται εργασία και κεφάλαιο. Αν μειώνεται το εργατικό δυναμικό, τότε υποχωρεί και η ανάπτυξη. Είναι ένα φαινόμενο που δεν αναστρέφεται από τη μια μέρα στην άλλη. Χρειάζονται άμεσα μέτρα».
Η απειλή της γήρανσης του πληθυσμού εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε ανισορροπία τους μελλοντικούς κρατικούς προϋπολογισμούς με υπέρογκες δημόσιες χρηματοδοτήσεις για το αναδιανεμητικό συνταξιοδοτικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και για το δημόσιο σύστημα υγείας.
Προς το παρόν πάντως η αύξηση των μεταναστευτικών ροών είναι μονόδρομος ώστε να επιτευχθεί ανάλογη άνοδος των πολιτών που βρίσκονται σε πιο παραγωγικές ηλικίες και έτσι θα στηριχθεί τόσο ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, όσο και το ασφαλιστικό σύστημα.
Συγκεκριμένα ,η Ελλάδα , σύμφωνα με το Ινστιτούτο Δημογραφικών Ερευνών ( ΙΔΕΜ) πρέπει να πετύχει θετικό μεταναστευτικό ισοζύγιο κατά 700 χιλ. άτομα έως το 2050, ώστε να στηρίξει την απασχόληση των νέων, αλλά και να περιορίσει τις επιδράσεις από την αναπόφευκτη αύξηση των ηλικιωμένων. Μόνο μ΄αυτό το μοντέλο ισοσκελίζεται η συνολική μείωση των εργαζομένων κατά 515 χιλ. άτομα στις ηλικίες 20 – 64 ετών, έως το 2050. Αυτό μεταφράζεται σε περίπου 28 χιλ. περισσότερους μετανάστες που θα έρχονται στην Ελλάδα, ετησίως για τα επόμενα 25 χρόνια.

Δεν είναι τυχαίο, που η πρόεδρος της Κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζα, Κριστίν Λαγκάρντ μιλώντας στο ετήσιο συμπόσιο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, άφησε να εννοηθεί ότι θα πρέπει να αυξηθεί το όριο που έχει θέσει η ΕΕ για την απασχόληση αλλοδαπών ( 10% επί του πληθυσμού) ώστε να μην αλλοιωθούν τα χαρακτηριστικά των εθνικών πληθυσμών.
Όπως σημειώνει το Ινστιτούτο Δημογραφικών Ερευνών μια τέτοια θετική μεταναστευτική «ζυγαριά», σημαίνει περισσότερες εισόδους στη χώρα, από εξόδους. Για να συμβεί κάτι τέτοιο, απαιτείται συνδυασμός παραγόντων, ως εξής:
• Επιστροφή τμήματος των Ελλήνων που μετανάστευσαν πριν το 2025.
• Επιστροφή τμήματος των αλλοδαπών εκείνων που διέμεναν στην Ελλάδα αλλά μετανάστευσαν πριν το 2025.
• Μείωση των εξόδων την περίοδο 2025-2049 Ελλήνων από τη χώρα μας. Επιστροφή τμήματος των Ελλήνων αυτών.
• Αύξηση εισόδων την επόμενη εικοσιπενταετία αλλοδαπών προερχομένων από άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Μείωση εξόδων την ίδια περίοδο από τη χώρα μας τμήματος των αλλοδαπών αυτών.
• Αύξηση εισόδων το 2025-2049 αλλοδαπών προερχομένων από τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη. Μείωση εξόδων την ίδια περίοδο τμήματος των αλλοδαπών αυτών.
Πάντως σύμφωνα με τις μελέτες των Σ. Ρομπόλη- Β. Μπέτση, οι αλλοδαποί από τρίτες χώρες όταν ενσωματώνονται στην κοινωνία και την οικονομία ευρωπαϊκών χωρών, ακολουθούν το μοντέλο τους που σημαίνει ότι γεννούν δύο παιδιά και όχι 6-7 όπως συνέβαινε στις χώρες προέλευσής τους.
Σε κάθε περίπτωση στο μοντέλο δημογραφικής γήρανσης, καθοριστικής σημασίας είναι και το προσδόκιμο ζωής, που έχει αυξηθεί κατά 16 έτη στη γέννηση και κατά 6 έτη, για όσους είναι άνω των 65 ετών, από το 1950 και μετά. Η εκτίμηση που υπάρχει είναι πως το προσδόκιμο ζωής, αν και με επιβράδυνση του αρχικού ρυθμού, θα συνεχίσει να αυξάνεται έως το 2050 που θεωρείται κρίσιμο όριο.
Σχολιάζοντας τα στατιστικά στοιχεία ο δόκτωρ του Παντείου Βασίλης Μπέτσης επισημαίνει: «Η καθαρή μετανάστευση στη χώρα είναι η πολύ μεγαλύτερη από το 2001 και αμβλύνει τις συνέπειες της έντονης υπογεννητικότητας και της δημογραφικής γήρανσης στη φυσική κίνηση του πληθυσμού. Η αύξηση της μετανάστευσης είναι η μόνη λύση προκειμένου να διατηρηθεί σταθερός ο πληθυσμός και να μην μειωθεί δραματικά το εργατικό δυναμικό αυξάνοντας τις κενές θέσεις εργασίας.»