Η οικονομική καθίζηση που προκάλεσε το Brexit στη Βρετανία δεν είναι μόνο μια προσωρινή δυσκολία, αλλά αντανακλά βαθύτερες διαρθρωτικές αλλαγές και πρόκειται να επιμείνει, όπως προειδοποιεί νέα έκθεση οικονομολόγων από το Aston University Business School, η οποία επισημαίνει ότι η συμφωνία εμπορίου και συνεργασίας μεταξύ Λονδίνου και Βρυξελλών έχει «έντονο και συνεχιζόμενο αποπνικτικό αντίκτυπο» στη βρετανική οικονομία.
Μάλιστα η έρευνα καταλήγει ότι οι αρνητικές επιπτώσεις εντείνονται με το πέρασμα του χρόνου, εξού και οι προκλήσεις στο εμπόριο κλιμακώθηκαν, με αποκορύφωμα το 2023. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τους οικονομολόγους οι τάσεις δείχνουν ότι οι εμπορικές δυναμικές έχουν επιδεινωθεί μεταξύ 2021-2023 έναντι της αρχικής τριετίας μετά την έξοδο από την Ε.Ε.
Πράγματι, τα στοιχεία αποτυπώνουν αδυναμίες στη βρετανική οικονομία μετά το Brexit, οι οποίες ενισχύθηκαν βέβαια από τους παγκόσμιους οικονομικούς τριγμούς, όπως η πανδημία και η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Μεταξύ 2021 και 2023, τα μηνιαία στοιχεία έδειξαν πτώση 27% στις βρετανικές εξαγωγές και πτώση 32% στις εισαγωγές από και προς την Ε.Ε., σε σύγκριση με το υποθετικό σενάριο αν η χώρα παρέμενε στο μπλοκ. Σε ετήσια βάση τα στοιχεία δεν βελτιώνονται ιδιαίτερα, με τους υπολογισμούς να δείχνουν πτώση 17% στις εξαγωγές και 23% στις εισαγωγές.
«Η ανάλυση αποκαλύπτει μία βαθιά αναστατωμένη εφοδιαστική αλυσίδα Βρετανίας-ΕΕ που εξασθενεί μετά το Brexit, το οποίο αποτυπώνεται στα καταναλωτικά, ενδιάμεσα και κεφαλαιουχικά αγαθά», αναφέρει η έκθεση, σημειώνοντας όμως ότι μερικοί τομείς εμφάνισαν αύξηση εξαγωγών, όπως ο καπνός, οι σιδηρόδρομοι και τα αεροσκάφη. Απεναντίας, οι κλάδοι που επιβαρύνθηκαν περισσότερο είναι η γεωργία, η κλωστοϋφαντουργία και κάποια σημεία της μεταποίησης. «Κυρίως, τα φρούτα και οι ξηροί καρποί είδαν την πιο δραματική πτώση στις βρετανικές εξαγωγές σε όρους αξίας, κατρακυλώντας κατά 73,46%», σύμφωνα με τους οικονομολόγους.
Τα επόμενα βήματα
Η έκθεση συστήνει στη βρετανική κυβέρνηση να ψάξει τρόπους σταθεροποίησης και στήριξης της οικονομίας της χώρας. Προτείνει να ξεκινήσει εκ νέου διαπραγματεύσεις ανά συγκεκριμένο κλάδο με την Ε.Ε., ώστε να περιοριστεί ο αρνητικός αντίκτυπος στους τομείς που επιβαρύνθηκαν περισσότερο από το Brexit και προκειμένου να αξιοποιηθούν οι νέες τεχνολογίες για βελτίωση των τελωνειακών διαδικασιών.
Επίσης, προτείνει στη χώρα να αναδιαμορφώσει τις εφοδιαστικές της αλυσίδες, προκειμένου να ενισχύσει την ανθεκτικότητα και την ανταγωνιστικότητα. Παρότι η Ε.Ε. δεν φαίνεται ιδιαίτερα ανοιχτή να αλλάξει τη συμφωνία για το Brexit και να ανοίξει ξανά τις διαπραγματεύσεις, ενδέχεται να υπάρχει περιθώριο αλλαγών, χάρη στις ρήτρες επαναξιολόγησης, οι οποίες καθορίζουν συγκεκριμένες ημερομηνίες για αποτίμηση της συμφωνίας ανά πέντε χρόνια. Η επόμενη έχει τεθεί το 2026.