Πενιχρά οφέλη αποφέρουν οι μειώσεις συντελεστών ΦΠΑ στη μάχη κατά της ακρίβειας, όπως διαπιστώνει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή.
Με βάση όσα αναφέρει σε ειδικό κεφάλαιο της τριμηνιαίας Έκθεση του για την ελληνική οικονομία, μόλις το 1/20 των μειώσεων ΦΠΑ περνάνε τελικά στις τιμές και φτάνουν στην τσέπη του καταναλωτή.
Πιο ουσιαστική βοήθεια φαίνεται να είναι τελικά το άνοιγμα του ανταγωνισμού αλλά και η ίδια η στάση του καταναλωτή, παρά οι μειώσεις φόρων στις τιμές. Και ιδίως όταν για τον πληθωρισμό των ετών 2020-2024 ευθύνονται κυρίως (κατά τα 2/3 τουλάχιστον) τα επιχειρηματικά κέρδη και πολύ ολιγότερο το κόστος εργασίας.
Σε ειδική ανάλυση για τις μειώσεις στον ΦΠΑ σε ορισμένες κατηγορίες βασικών αγαθών, όπως τα τρόφιμα, το Γραφείο Προϋπολογισμού σημειώνει ότι με βάση μελέτες που έχουν γίνει από μεταβολές του ΦΠΑ σε χώρες-μέλη της Ε.Ε. τα τελευταία 15-20 έτη :
1. μόλις το 6% των μειώσεων διαχέεται στις τελικές τιμές και το όφελος των μειώσεων είναι βραχυχρόνιο, αφού οι επιχειρήσεις αυξάνουν τις τιμές παρότι μειώνεται ο φόρος.
Αντιθέτως όταν αυξάνεται ο ΦΠΑ οι αυξήσεις διαχέονται στις τελικές τιμές κατά 34% περίπου -καθώς ως ένα βαθμό οι αυξήσεις απορροφώνται από τις επιχειρήσεις.
2. Όταν τερματίζεται το μέτρο του μηδενικού ή μειωμένου ΦΠΑ, οι τιμές επανέρχονται ή και ξεπερνούν το αρχικό επίπεδο προ των μειώσεων ΦΠΑ.
3. οι μειώσεις του ΦΠΑ φαίνεται να οδηγούν σε αύξηση των περιθωρίων κέρδους των επιχειρήσεων και όχι σε όφελος των καταναλωτών.
Ειδικά στην περίπτωση της Ισπανίας, τα πρώτα ευρήματα ειδικής μελέτης δείχνουν ότι η σχεδόν πλήρης διάχυση της μείωσης ΦΠΑ κατά τους πρώτους μήνες υποχωρεί σημαντικά εντός τριμήνου.
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω αλλά και τις συνθήκες ανταγωνισμού στην Ελληνική αγορά, σε σχέση με την Ισπανική, το Γραφείο εκτιμά ότι η όποια επίπτωση στις τελικές τιμές καταναλωτή από μείωση του ΦΠΑ στην Ελλάδα, εάν υπάρχει, αναμένεται να είναι μικρότερη ή πολύ μικρότερη καθώς και πιο βραχύβια από αυτή στην Ισπανία.
Συνυπολογίζοντας και το δημοσιονομικό κόστος, το Γραφείο εκτιμά ότι «οι όποιες προτεινόμενες μειώσεις του ΦΠΑ δεν αποτελούν κατάλληλο εργαλείο για την λύση του δομικού προβλήματος της “ακρίβειας”. Αντίθετα θεωρεί ως απαραίτητα μέτρα την ενίσχυση του ανταγωνισμού με την άρση γραφειοκρατικών και άλλων εμποδίων για είσοδο νέων επιχειρήσεων, όπως και την ενδυνάμωση και εκπαίδευση των καταναλωτών με πληροφορίες μέσω ψηφιακών εργαλείων για τη σύγκριση τιμών και χαρακτηριστικών προϊόντων ώστε να διαθέτουν ικανή πληροφόρηση για να λαμβάνουν ορθολογικές αποφάσεις στις αγορές τους».