Τι κοινό μπορεί να έχουν ένας πρώην Αμερικανός πρόεδρος και ένας ροκ σταρ; Πώς μπορούν οι τραυματικές αναμνήσεις της παιδικής τους ηλικίας να τους φέρουν κοντά; Πόσο έμοιαζαν οι νεανικοί εφιάλτες τους και πώς κατάφεραν να απαλλαγούν απ’ αυτούς; Είναι δυνατόν να βγει κανείς καλύτερος μέσα από μια επίπονη συναισθηματικά κατάσταση, να ξορκίσει τους προσωπικούς του δαίμονες και να διαπρέψει; Και εν τέλει πόσο σημαντικό είναι να μοιράζεσαι με τους άλλους όσα σε πόνεσαν και σημάδεψαν ανεξίτηλα τη ζωή σου; Απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα, και μάλιστα εξαιρετικά ενδιαφέρουσες, δίνουν ο Μπαράκ Ομπάμα και ο Μπρους Σπρίνγκστιν μέσα από μια σειρά προσωπικών τους συζητήσεων οι οποίες ηχογραφήθηκαν αρχικά ως podcast και τώρα αποτυπώνονται στο χαρτί. Το «Renegades: Born in the USA by Barack Obama and Bruce Springsteen» είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα κοινό βιβλίο. Αποτελεί μια συγκλονιστική εξομολόγηση δύο σημαντικών αλλά διαφορετικών προσωπικοτήτων και μια βαθιά ψυχαναλυτική λεκτική επικοινωνία ανάμεσα σε δύο φίλους που, με τον τρόπο του ο καθένας, έχουν αφήσει το αποτύπωμά τους στην πρόσφατη ιστορία της χώρας τους. Πάνω και πέρα απ’ όλα όμως είναι δύο άνδρες, δύο Αμερικανοί πολίτες που κουβαλούν τα ψυχολογικά βάρη τού όχι και τόσο εύκολου παρελθόντος τους και ανησυχούν για το αβέβαιο μέλλον της πατρίδας τους.
«Οι καλύτερες συζητήσεις έχουν μια διαχρονική ποιότητα, σε πηγαίνουν πίσω στο βασίλειο της μνήμης, οδηγώντας σε προς τις ελπίδες και τα όνειρά σου. Το να μοιράζεται ιστορίες σού υπενθυμίζει πως δεν είσαι μόνος – και ίσως σε βοηθάει να καταλάβεις τον εαυτό σου λίγο καλύτερα», εκτιμά ο Μπαράκ Ομπάμα εκφράζοντας την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι πολύς κόσμος ταυτίστηκε μαζί τους μέσα από τις συζητήσεις τους: «Πολλοί μάς είπαν πως ακούγοντάς μας να συζητάμε σκέφτηκαν τα δικά τους παιδικά χρόνια. Τους δικούς τους μπαμπάδες. Τις πόλεις που μεγάλωσαν». Και πράγματι οι ιστορίες τους είναι τόσο ανθρώπινες και αληθινές και ο τρόπος που τις μοιράζονται μεταξύ τους τόσο ειλικρινής που σίγουρα ο καθένας θα ανακαλύψει ένα κομμάτι του εαυτού σε κάποιο σημείο τους. Πιθανόν μάλιστα να πάρει και κάποιες χρήσιμες απαντήσεις σχετικά με ουσιώδη ζητήματα της ζωής.
Γιατί, όπως πολύ εύστοχα υπογραμμίζει ο Μπρους Σπρίνγκστιν, «είναι από αυτό το είδος των συζητήσεων που μιλάς μέσα από την καρδιά σου και από τις οποίες φεύγεις έχοντας πλήρη κατανόηση σχετικά με το πώς σκέφτεται και νιώθει ο φίλος σου. Εχεις μια εικόνα του τρόπου με τον οποίο βλέπει τον εαυτό του και τον κόσμο». Παραδέχεται δε πως οι δυο τους αντιλήφθηκαν πως έχουν πολλά κοινά: «Στο τέλος της ημέρας ανακαλύψαμε τις ομοιότητες στο ηθικό σχήμα της ζωής μας. Ηταν η παρουσία μιας υπόσχεσης, ένας κώδικας μέσω του οποίου αγωνιζόμαστε να επιβιώσουμε».
Ποιος είναι αυτός ο μυστικός κώδικας; Ο καθοριστικός ρόλος που διαδραμάτισε στη ζωή και των δύο η απουσία, άλλοτε φυσική και άλλοτε μεταφορική, της υγιούς πατρικής φιγούρας. Μια απουσία που τους στιγμάτισε, τους στοίχειωνε για χρόνια ολόκληρα και χρειάστηκε να παλέψουν σκληρά, με τον ίδιο τους τον εαυτό πρωτίστως, για να καταφέρουν να απαλλαγούν άλλοτε από τις άδικες ενοχές και τις αυτοκαταστροφικές τάσεις κι άλλοτε πάλι από το διαρκές άγχος της κατάκτησης της πολυπόθητης πατρικής αποδοχής και της σύγκρισης με το καταξιωμένο γονεϊκό πρότυπο.
Για τον Σπρίνγκστιν ήταν τα σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας τα οποία αντιμετώπιζε ο πατέρας του και η συνακόλουθη έλλειψη επικοινωνίας που λάβωσαν τα παιδικά του χρόνια. «Από μικρός ζούσα με έναν άνθρωπο ο οποίος υπέφερε από την απώλεια της κοινωνικής αποδοχής του και το έβλεπα αυτό κάθε μέρα. Ολο αυτό ήταν συνδεδεμένο με την έλλειψη εργασίας και εγώ απλά παρακολουθούσα τη χαμηλή του αυτοεκτίμηση. Αυτό ήταν ένα κομμάτι της καθημερινότητάς μου με τον πατέρα μου. Μού δίδαξε ένα πράγμα: Πώς η δουλειά είναι ουσιώδης. Γι’ αυτό αν δεν μπορέσουμε να παρέχουμε εργασία στους πολίτες αυτής της χώρας θα ζήσουμε τρομερά δύσκολες στιγμές» αναφέρει με νόημα το «Αφεντικό» της παγκόσμιας μουσικής σκηνής, αποψη με την οποία συντάσσεται απολύτως και ο πρώην Αμερικανός πρόεδρος επισημαίνοντας: «Είναι βασικό το πώς οι άνθρωποι προσδιορίζονται από την έννοια της αυτοεκτίμησης».
Δυστυχώς, η ασθένεια του πατέρα του, τις διαστάσεις της οποίας ο ίδιος θα κατανοήσει πολλά χρόνια αργότερα, τον ωθούσε στην πλήρη αποξένωση από τα μέλη της οικογένειάς του: «Υπήρχε κάτι στην αρρώστια του ή σε αυτό που ήταν, που περιείχε μια τρομακτική άρνηση των οικογενειακών δεσμών. Τον θυμάμαι να παραπονιέται πάντα πως αν δεν έκανε οικογένεια θα μπορούσε να βρει μια δουλειά και να πάει μπροστά. Ηταν μια χαμένη ευκαιρία. Και καθόταν εκεί, με τις εξάδες από μπίρες, τη μία νύχτα μετά την άλλη, δίνοντας έτσι απάντησή του σε ότι τού συνέβαινε. Και νιώθαμε ένοχοι. Και αυτή ήταν η μοναδική εικόνα αρρενωπότητας που είχα μέχρι τα 30 μου σχεδόν, όταν άρχισα να αντιλαμβάνομαι τι ακριβώς συμβαίνει, αφού δεν μπορούσα να συνάψω και να διατηρήσω μια σχέση. Απλώς ντρεπόμουν να έχω μια γυναίκα στο πλευρό μου. Δεν μπορούσα να βρω μια ζωή με την πληροφορία που μου είχε αφήσει ο πατέρας μου – και το προσπαθούσα ξανά και ξανά. Τα πρώτα χρόνια που ήμουν με την Πάτι, όταν βρισκόμασταν σε δημόσιους χώρους αισθανόμουν πολύ, πολύ αγχωμένος. Δεν μπορούσα να διαχειριστώ αυτή τη σκέψη, και συνειδητοποίησα: “Λοιπόν, ναι αυτά είναι τα μηνύματα που πήρα όταν ήμουν πολύ μικρός: ότι μια οικογένεια δεν σε δυναμώνει, σε κάνει πιο αδύναμο. Σού κλέβει την ευκαιρία σου, σού στερεί τον ανδρισμό σου”», εξομολογείται ο ίδιος.
Μέχρι που, κάποια στιγμή, αρχίζει να αποκωδικοποιεί τα κρυμμένα μηνύματα και αποφασίζει, συνειδητά, να αντιδράσει, να πάρει την κατάσταση στα χέρια του, να ανοίξει την καρδιά και το μυαλό του για να βιώσει την πραγματική αγάπη, να στήσει -επιτέλους- μια ζωή με φως και συναισθήματα, τη ζωή που είχε στερηθεί: «Στα 32 ξεκινώ σκληρή ψυχανάλυση. Δεν αποκτώ παιδιά μέχρι τα 40 οπότε αυτά τα οκτώ χρόνια τα ψάχνω πολύ όλα αυτά τα πράγματα, καθώς αυτό που ανακάλυψα σχετικά το αρχέτυπο που κουβαλούσα ήταν πως κατέστρεφε τη ζωή μου. Εδιωχνε τους ανθρώπους που νοιαζόμουν. Με εμπόδιζε να γνωρίσω τον αληθινό μου εαυτό. Και συνειδητοποίησα: “Αν θέλεις να ακολουθήσεις αυτόν τον δρόμο προχώρα. Αλλά θα καταλήξεις μόνος, φίλε μου. Και αν θες να προσκαλέσεις κάποιους ανθρώπους στη ζωή σου, θα πρέπει να μάθεις πώς να το κάνεις”». Τελικά διάλεξε τη δεύτερη διαδρομή και μάλιστα με επιτυχία, όπως αποδείχτηκε, μέσα από την όμορφη οικογένεια που κατάφερε να στήσει και τη θετική στάση του απέναντι στο κοινωνικό σύνολο.
Ο Ομπάμα, από την άλλη πλευρά, είχε έναν εξαιρετικά χαρισματικό και με αυτοπεποίθηση πατέρα, αν και συναισθηματικά ελλιπή, τον οποίο όμως δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να γνωρίσει. Όπως ο ίδιος διηγείται, γνωρίστηκε με τη μητέρα του όταν ήταν μαθητής και η εγκυμοσύνη που προέκυψε τούς οδήγησε στον γάμο. Λίγο καιρό αργότερα παίρνει υποτροφία για να σπουδάσει στο Χάρβαντ και αποφασίζει ότι δεν θέλει με τίποτα να χάσει αυτήν την ευκαιρία. Αν και αρχικά επιθυμεί να πάρει μαζί του τη σύζυγο και τον δύο ετών γιο του, αυτό δεν συμβαίνει τελικά, για οικονομικούς μάλλον λόγους. Οταν τελειώνει τις σπουδές του, επιστρέφει στην πατρίδα του, την Κένυα και δημιουργεί μια νέα οικογένεια. Την πρώτη δεκαετία της ζωής του ο πρωτότοκος γιος του δεν έχει την παραμικρή ανάμνηση από εκείνον: «Δεν τον βλέπω μέχρι τα 10 μου, όταν έρχεται να μας επισκεφθεί στη Χαβάη όπου μένει για έναν μήνα. Και δεν ξέρω τι να κάνω μαζί του. Γιατί είναι πολύ ξένος σε μένα, σωστά; Εχει μια βρετανική προφορά και αυτή την εκκωφαντική φωνή και πιάνει πολύ χώρο. Και όλοι τον σέβονται γιατί είναι μια σημαντική προσωπικότητα. Και προσπαθεί να μού πει τι να κάνω. Λέει στη μητέρα μου “Αννα, νομίζω ότι αυτό παιδί βλέπει πολύ τηλεόραση. Θα έπρεπε να κάνει τα μαθήματά του”. Οπότε δεν ήμουν χαρούμενος που με τον ερχομό του. Γιατί δεν είχα τρόπο να συνδεθώ με τον τύπο. Είναι ένας ξένος που ξαφνικά εισέβαλε στο σπίτι μας».
Οταν τελειώνει ο μήνας, ο πατέρας του πρώην Αμερικανού προέδρου φεύγει. Οι δυο τους, ωστόσο, διατηρούν μια γραπτή επικοινωνία μέχρι τη στιγμή που ο νεαρός Μπαράκ, σπουδαστής στο κολέγιο πλέον, αντιλαμβάνεται ότι για να μπορέσει να καταλάβει τον εαυτό του πρέπει να γνωρίσει τον πατέρα του καλύτερα. Του γράφει ένα γράμμα στο οποίο του ανακοινώνει πως πρόκειται να πάει στην Κένυα γιατί επιθυμεί να περάσει λίγο χρόνο μαζί του. «Α, ναι, πιστεύω πως αυτή είναι μια πολύ σοφή απόφαση, έλα εδώ», τού απαντά εκείνος. Αυτή η συνάντηση δεν θα γίνει ποτέ. Λίγους μήνες πριν το προγραμματισμένο ταξίδι του στην Κένυα ο Ομπάμα λαμβάνει ένα τηλεφώνημα από το οποίο ενημερώνεται πως ο πατέρας του πέθανε σε αυτοκινητιστικό!
Διαβάζοντας κανείς αυτή την ιστορία θα μπορούσε να υποθέσει πως οι επιρροές που δέχτηκε ο Ομπάμα από τον πατέρα του είναι ελάχιστες, σχεδόν ανύπαρκτες. Κι όμως, ο ίδιος αποκαλύπτει, με συγκλονιστικό τρόπο, πόσο βαθιά και ουσιαστικά μπορεί να καθορίσει ένας πατέρας τη ζωή του παιδιού του ακόμη κι αν έχει ζήσει ελάχιστα κοντά του: «Δύο πράγματα ανακάλυψα ή αντιλήφθηκα αργότερα. Το πρώτο ήταν πόσο μεγάλη επιρροή άσκησε αυτός ο ένας μήνας πάνω μου, με τρόπους που δεν συνειδητοποίησα. Ηταν εκείνος που μου έδωσε την πρώτη μου μπάλα του μπάσκετ. Οπότε, ξαφνικά γίνομαι εμμονικός με το μπάσκετ. Πώς είναι δυνατόν να συνέβη αυτό, σωστά; Θυμάμαι όμως πως το άλλο που κάναμε μαζί ήταν όταν αποφάσισε να με πάει σε μια συναυλία του Ντέιβ Μπράμπεκ. Και αυτό είναι ένα παράδειγμα που εξηγεί για ποιον λόγο δεν θεωρούσα ιδιαίτερα χρήσιμο τον τύπο, γιατί, ξέρεις, είσαι ένας 10χρονο παιδί στην Αμερική και κάποιος θέλει να σε πάει σε μια τζαζ συναυλία…Οπότε κάθομαι και…δεν ξέρω πραγματικά τι κάνω εκεί. Αργότερα όμως θα κοιτάξω πίσω και θα πω: “Ω, έγινα ένα από τα λίγα παιδιά στο σχολείο μου που ενδιαφέρονται για την τζαζ”», εξομολογείται ο ίδιος για να παραδεχτεί αμέσως μετά με ωμή ειλικρίνεια: «Το δεύτερο που έμαθα παρακολουθώντας τους άλλους γιους του -τους οποίους συνάντησα και γνώρισα αργότερα όταν πήγα στην Κένυα- ήταν το ότι συνειδητοποίησα πως, κατά κάποιον τρόπο, ήταν ίσως καλό που δεν έζησα στο σπίτι του. Επειδή, με τον ίδιο τρόπο που πάλευε ο δικός σου πατέρας με ένα σωρό πράγματα, πάλευε -λίγο πολύ- και ο δικός μου. Αυτό δημιούργησε χάος και καταστροφή και οργή και πόνο και μακροχρόνιες πληγές που εγώ δεν χρειάστηκε να διαχειριστώ».
Κρατώντας ως εξαιρετικά ορθή τη διαπίστωση του Ομπάμα πως «κάθε άνδρας προσπαθεί να ανταποκριθεί στις προσδοκίες του πατέρα του ή να ξεφύγει από τα λάθη του» και την πολύτιμη συμβουλή του Μπρους Σπρίνγκστιν ότι «το μυστικό είναι να μετατρέψεις τα φαντάσματα που σε κυνηγούν, σε προγόνους που περπατούν παράλληλα με σένα προμηθεύοντάς σε με ενθάρρυνση και ένα όραμα ζωής το οποίο θα είναι δικό σου», οφείλουμε να παραδεχτούμε πως, ενίοτε, όσα λεν οι άνδρες μεταξύ τους μπορούν να αποτελέσουν χρήσιμα μαθήματα ζωής, επιβίωσης και επιτυχίας.