Η Άλωση τής Κωνσταντινουπόλεως από τούς Οθωμανούς Τούρκους, στις 29 Μαΐου 1453, υπήρξε γεγονός αναμφισβήτητα πένθιμο και ίσως τόσο ανήκουστο, που δύσκολα κάποιος μη αυτόπτης μάρτυρας, θα μπορούσε να το πιστέψει. Η χιλιόχρονη αυτοκρατορία, λυγίζει πλέον οριστικά και αμετάκλητα. Μελετώντας τα γεγονότα γύρω από την Άλωση, πάντα ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα ερώτημα. Πώς συνέβη; Δεν μπορεί να συνέβη κάτι τέτοιο. Αποκλείεται. Κι όμως, η Αυτοκρατορία είχε ήδη προεξοφλήσει το τέλος της πολύ νωρίτερα, καθώς μετά την Δ’ Σταυροφορία και την άλωση από τούς Σταυροφόρους, την συρρίκνωση και την ίδρυση κρατιδίων, τα οποία έπαιξαν το ρόλο του κληρονόμου μίας ογκώδους και πολύτιμης ιστορίας, το Βυζάντιο ήταν ήδη στην επιθανάτια κλίνη.
Παρ’ όλ’ αυτά, μετά την άλωση τού 1453, διατηρήθηκε ζωντανή η ελπίδα πως κάποτε η Αυτοκρατορία θα αναστηθεί. Ήταν ο μόνος τρόπος για να μπορέσει να αντέξει το έθνος, μέσα στην Οθωμανική διοίκηση, προσδοκώντας την σωτηρία. Θεωρήθηκε πως η πτώση τής Πόλεως ήταν θέλημα Θεού και θαυματουργικά πάλι θα ζωντανέψει η Αυτοκρατορία κατά το πλήρωμα του χρόνου. Πώς να εξηγηθεί ότι αυτή η ίδια η Πόλη, υπέστη τέτοια ταπείνωση, έπεσε σε χέρια αλλόθρησκα και βάναυσα; Μόνο στον Θεό θα μπορούσε να αποδοθεί αυτή η κατάληξη, ως θέλημα δικό του, ως τιμωρία κιόλας, για τις αμαρτίες τού λαού και των αρχόντων. Για πολλούς, η πτώση τής Πόλεως, ήταν η τιμωρία για την ψευτοένωση των Εκκλησιών στην Σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας. Και ίσως τελικά ήταν… τιμωρία από το Θεό για την υπογραφή τής Ένωσης, ή τιμωρία από την Δύση για τη μη εφαρμογή τής Ένωσης εκείνης;;…
Όπως και αν το δούμε, το φρόνημα των Ελλήνων κρατήθηκε ζωντανό, μέσω πολλών μύθων και θρύλων που δημιουργήθηκαν γύρω από την Άλωση. Με την ευκαιρία τής θλιβερής αυτής επετείου, θα αναφερθούμε σε κάποιους από τους θρύλους αυτούς, μετριάζοντας έτσι, τον πόνο και το κενό που άφησε η χαμένη Πόλη μέσα μας, γεμίζοντας θάρρος τις καρδιές μας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο άλλως τε, πως μετά από τόσους αιώνες, μέσα στις ψυχές μας υπάρχει συντριβή για την Πόλη που χάθηκε και ελπίδα για την ανάκτησή της.
Από τους πιο γνωστούς θρύλους, είναι εκείνος που σχετίζεται με τον μαρμαρωμένο βασιλιά. Λέγεται, πως μόλις οι Οθωμανοί μπήκαν στην Πόλη, ένας Άγγελος άρπαξε τον αυτοκράτορα και τον οδήγησε στην Αγία Σοφία, όπου εκείνος ‘’μαρμάρωσε’’. Στη διάδοση αυτή, συνέτεινε το γεγονός πως το πτώμα τού τελευταίου αυτοκράτορα δεν βρέθηκε. Ωστόσο, υπάρχει και μία άλλη εκδοχή πως ο μαρμαρωμένος βασιλιάς δεν είναι ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος, αλλά ο Ιωάννης Βατάτζης.
Μία άλλη παράδοση, λέει πως όταν μπήκαν οι Οθωμανοί στην Πόλη, γινόταν λειτουργία στο Ναό τής Αγίας Σοφίας. Ο ιερέας, ενώ κρατούσε τα Άγια, εισήλθε σε μία πόρτα η οποία έκλεισε και ποτέ δεν ξανάνοιξε από τότε. Έγινε τοίχος, που κανένας μάστορας δεν μπόρεσε να ανοίξει. Όταν η Αγία Σοφία θα ξαναγίνει ελληνική εκκλησία, τότε ο ιερέας θα βγει και θα συνεχίσει την λειτουργία.
Η ανακάλυψη ενός μυστικού δωματίου, στο οποίο ίσως κρύφτηκε ο ιερέας κρατώντας τα Άγια, οφείλεται στον καθηγητή Πολυχρόνη Ενεπεκίδη. Η κρύπτη αυτή, εντοπίστηκε όταν η διευθύντρια τού μουσείου τής Αγίας Σοφίας, Ζαλέ Ντεντέογλου, ζήτησε να παραβιαστεί ο χώρος, εφ’ όσον δεν υπήρχε κλειδί. Αποκαλύφθηκε τότε, πως το δωμάτιο υπήρξε εργαστήριο του Γκάσπαρο Φοσάτι (1809-1883), ο οποίος με εντολή τού Σουλτάνου, αναστήλωσε το μνημείο. Η έρευνα του καθηγητή Ενεπεκίδη, φαίνεται να ταυτίζει την κρύπτη αυτή, με εκείνη στην οποία εισήλθε ο ιερέας και θα ξαναβγεί όταν η Πόλη και η Μεγάλη Εκκλησία, γίνουν ελληνικές και ορθόδοξες.
Το μήνυμα τής Άλωσης, μεταφέρθηκε στην Αυτοκρατορία τής Τραπεζούντας από ένα πουλί, το οποίο άφησε το χαρτί με τα θλιβερά μαντάτα στην Αγία Τράπεζα τού μητροπολιτικού ναού. Κανείς δεν τολμούσε να διαβάσει το χαρτί. Τότε ο γυιός μιας χήρας, το πήρε και το διάβασε: ‘’Πάρθεν η Πόλη. Πάρθεν η Ρωμανία’’. Ο Πατριάρχης και ο λαός άρχισαν να θρηνούν, όμως ο νέος απάντησε: ‘’Κι αν η Πόλη έπεσεν, κι αν πάρθεν η Ρωμανία, πάλι με χρόνους και καιρούς, πάλι δικά μας θα ‘ναι’’.
Η Αγία Τράπεζα τής Αγιά-Σοφιάς, ήταν κατασκευασμένη από χρυσό. Πάνω της κρέμονταν τριάντα στέμματα αυτοκρατόρων, ανάμεσά τους κι εκείνο τού Μ. Κωνσταντίνου. Αυτό προς ανάμνησιν των τριάκοντα αργυρίων για τα οποία πρόδωσε ο Ιούδας τον Χριστό. Σύμφωνα με την παράδοση, πριν μπουν οι Οθωμανοί στην Πόλη, ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος, διέταξε να μεταφέρουν την Αγία Τράπεζα και όλα τα κειμήλια τής Εκκλησίας, μακρυά στην Δύση. Τρία ενετικά καράβια ξεκίνησαν, όμως το τελευταίο που μετέφερε την Αγία Τράπεζα, ξαφνικά άνοιξε στη μέση και η Αγία Τράπεζα βρέθηκε στον βυθό, στην περιοχή τού Μαρμαρά. Από τότε, στο σημείο εκείνο, τα νερά είναι πάντα γαλήνια, γεγονός που έχει προκαλέσει έντονο ενδιαφέρον. Εκτός μάλιστα από την ηρεμία των νερών, υπάρχει και θαυμάσια μυρωδιά.
Οι περισσότεροι θρύλοι όπως βλέπουμε, φαίνεται πως σταματούν στο σημείο τής Άλωσης, καταδεικνύοντας πως ο χρόνος ουσιαστικά σταμάτησε εκεί. Και μένει παγωμένος, ενώ θ’ αρχίσει να κυλά, από το σημείο όπου σταμάτησε, μόλις η Πόλη επιστρέψει στα χέρια μας. Αναλόγως, στην Ήπειρο υπάρχει ένας θρύλος, που λέει, πως ένα πουλί φέρνει το μήνυμα τής πτώσης σε κάποιους βοσκούς που ποτίζουν τα ζώα τους σε ένα ποτάμι. Το ποτάμι, στο άκουσμα του φοβερού μαντάτου, σταμάτησε να κυλά. Θα συνεχίσει, λέει ο θρύλος, όταν η Πόλη απελευθερωθεί.
Γνωστή παράδοση είναι και αυτή, που αναφέρει ότι ένας καλόγερος τηγάνιζε ψάρια, δίπλα στο Ναό τής Ζωοδόχου Πηγής, στο Μπαλουκλί, όταν έμαθε ότι η Πόλη αλώθηκε. Ο καλόγερος, είπε πως για να πιστέψει κάτι τέτοιο, τα μισοτηγανισμένα ψάρια θα έπρεπε να πηδήξουν μέσα στο αγίασμα, όπερ και εγένετο. Όταν η Πόλη απελευθερωθεί, θα επιστρέψουν στο τηγάνι για να τηγανιστούν κι από την άλλη πλευρά.
Σε έναν πύργο, βρισκόταν μία βασιλοπούλα, η οποία περίμενε τον πατέρα της να γυρίσει από το κυνήγι. Όταν τον ειδοποίησαν ότι έρχονται οι Οθωμανοί, εκείνος είπε γεμάτος εμπιστοσύνη: ‘’αν σηκωθεί ο κόκκορας από την χύτρα και λαλήσει, τότε θα πιστέψω πως κυριεύτηκε η Πόλη’’. Οι εχθροί, πήγαν όμως στο πύργο κι έδειξαν στην βασιλοπούλα το μαντήλι τού πατέρα της, για να πιστέψει ότι εκείνος πιάστηκε αιχμάλωτος. Εκείνη παρέδωσε τα κλειδιά τού κάστρου. Όταν κατάλαβε τον δόλο, μην αντέχοντας την ντροπή, έπεσε από τον πύργο του κάστρου.
Στα τείχη τής Κωνσταντινούπολης, πολεμούσαν τρία αδέρφια από την Κρήτη. Ακόμη και μετά την Άλωση, τα αδέρφια υπεράσπιζαν τον πύργο που είχαν αναλάβει. Ο Σουλτάνος εντυπωσιασμένος, τούς επέτρεψε να φύγουν με ασφάλεια για την Κρήτη. Οι Κρητικοί το δέχτηκαν, με το σκεπτικό να μαζέψουν δυνάμεις για να ανακαταλάβουν την Πόλη. Το καράβι τους όμως, ποτέ δεν έφτασε στην Κρήτη. Περιπλανιούνται αιώνια έως ότου αρχίσει η μάχη για την ανακατάληψη τής Πόλης. Τότε θα επιστρέψουν για να δώσουν την μάχη τους.
Τέλος, όταν η Κωνσταντινούπολη είχε ήδη πέσει, ο Μωάμεθ ο Πορθητής, είδε μία παλάμη με πέντε δάκτυλα ανοιχτά προς το μέρος του. Ο τρόμος, τον έκανε να ρωτήσει τί μπορεί να σημαίνει αυτό. Ο Γεννάδιος Σχολάριος, του οποίου ζήτησε την γνώμη, απάντησε πως αυτό ήταν σημάδι εκ Θεού, πως αν βρίσκονταν πέντε αληθινοί χριστιανοί μέσα στην Πόλη, ο Μωάμεθ δεν θα την καταλάμβανε ποτέ.
«Ουκ εάλω η Πόλις. Ουκ εάλω η ρίζα.
Ουκ εάλω το φως! Ουκ εάλω η Βασιλεύουσα
ψυχή των Ελλήνων»
Νικηφόρος Βρεττάκος