Δυνατότητα να λάβουν επιδότηση ύψους έως 300.000 ευρώ κατ’ ανώτατο όριο (ή 50% περισσότερα απ’ όσο γνώριζαν ως τώρα ότι τους προσφέρονται μέσω του ΕΣΠΑ) θα έχουν για πρώτη φορά από το 2024 περισσότερες από 700.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
«Παράθυρο» ανοίγει όμως και για 300.000 επιχειρήσεις οι οποίες έλαβαν κρατική ενίσχυση κατά την τελευταία τριετία προκειμένου να διεκδικήσουν εκ νέου επιδότηση φέτος, ύψους 100.000 ευρώ (ή και μεγαλύτερη), παρότι με τα σημερινά δεδομένα θα αποκλείονταν από όλα τα νέα προγράμματα του 2024 λόγω υπέρβασης των ορίων χρηματοδότησης.
Επειτα από 17 ολόκληρα χρόνια αλλάζει το πιο βασικό κριτήριο χορήγησης ευρωπαϊκών και κρατικών επιδοτήσεων. Ο περιβόητος κανόνας De Minimis (που αποτελεί φόβο και τρόμο για τις επιχειρήσεις επειδή βάζει κόφτη στα αιτήματά τους για ενισχύσεις) γίνεται πιο γενναιόδωρος πλέον και το 2024 κάνει ποδαρικό με νέο πρόγραμμα ΕΣΠΑ έως το 2027, ενώ φέρνει και περισσότερα χρήματα για παλαιούς και νέους δικαιούχους.
Η μεγάλη ανατροπή στην κρατική χρηματοδότηση έρχεται μέσω Βρυξελλών μετά την απόφαση της Κομισιόν που αυξάνει από φέτος και μέχρι το 2030 το όριο στα 300.000 ευρώ – αντί 200.000 ευρώ που ίσχυε λόγω του κανόνα De Minimis από το 2006 μέχρι σήμερα.
Ο κανόνας De Minimis αφορά «ενισχύσεις ήσσονος σημασίας» που δίνονται κατά βάση στους μικρομεσαίου και επιβλήθηκε πρώτη φορά το 1992 προς αποφυγή νόθευσης του ανταγωνισμού μέσω κρατικών χρηματοδοτήσεων. Εκτοτε καθορίζει τις ενισχύσεις που δίνονται στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, καθώς και στις επιχειρήσεις του τομέα της μεταποίησης.
Ο κανονισμός αυτός ελέγχει και θέτει ανώτατα όρια στα ποσά που μπορεί να λάβει κάθε μικρομεσαία επιχείρηση. Με βάση αυτόν, μικρομεσαίες που λαμβάνουν σωρευτικά ενισχύσεις μεγαλύτερες από το επιτρεπόμενο όριο (200.000 ευρώ ως τώρα) μέσα σε διάστημα τριών ετών πρέπει να ανακοινώνονται στην Επιτροπή για λόγους ελέγχου τήρησης των κανόνων του ανταγωνισμού. Με τον τρόπο αυτό κάθε επιχείρηση που ζητά επιδότηση ελέγχεται αν έχει καλύψει μέρος ή ολόκληρο το επιτρεπόμενο όριο ενίσχυσης. Αν μια επιχείρηση ζητά να υπερβεί το πλαφόν που ισχύει αθροιστικά (πλέον 300.000 ευρώ ανά τριετία) η ενίσχυση απορρίπτεται και η επιχείρηση είτε τη χάνει, είτε ζητά μικρότερο ποσό ώστε να μην παραβιάσει τα όρια. Ακόμα χειρότερα, όμως, αν λάβει την επιδότηση καθ’ υπέρβασιν του ορίου, τότε η ενίσχυση απεντάσσεται και η επιχείρηση πρέπει να την επιστρέψει.
Για παράδειγμα, αν με τον γενικό κανονισμό De Minimis μια επιχείρηση δικαιούνταν ως τώρα ενίσχυση 200.000 ευρώ αλλά είχε λάβει ήδη 194.000 ευρώ στη διετία 2022-2023, φέτος θα δικαιούνταν μόλις 6.000 ευρώ και πιθανότατα να μην έκανε χρήση κανενός νέου προγράμματος, όπως το «Ερευνώ – Καινοτομώ» που θα ανακοινωθεί σε λίγες εβδομάδες. Με το νέο όριο όμως στα 300.000 ευρώ εντός μιας κυλιόμενης τριετίας, η ίδια επιχείρηση μπορεί να συμμετάσχει διεκδικώντας έως και 106.000 ευρώ – εφόσον φυσικά δεν τεθεί κάποιο πιο περιοριστικό όριο ή προϋπόθεση ανά πρόγραμμα ή επένδυση.
Το όριο των 300.000 ευρώ ισχύει μεν αθροιστικά για τις ενισχύσεις που λαμβάνονται από πολλά και διαφορετικά προγράμματα εντός τριετίας, δεν υποχρεώνει όμως τα κράτη-μέλη και το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας να θέσουν στο ίδιο ύψος (300.000 ευρώ) το ανώτατο ποσό ενίσχυσης ανά μεμονωμένο πρόγραμμα. Για παράδειγμα, σε προγράμματα που ήδη τρέχουν φέτος για νέες επιχειρήσεις, μπορεί το όριο χρηματοδότησης να μην αλλάξει και να παραμείνει μέχρι τα 200.000 ευρώ ανά επένδυση.
Η «παγίδα»
Παρότι το De Minimis (δηλ. ενισχύσεις ήσσονος σημασίας) χρησιμοποιείται συχνά στα ευρωπαϊκά προγράμματα χρηματοδότησης, δεν είναι γνωστό ή απόλυτα κατανοητό από τις επιχειρήσεις. Αυτό οδηγεί σε λάθη τις επιχειρήσεις και τους επενδυτικούς συμβούλους τους, τα οποία έχουν ως αποτέλεσμα την υπέρβαση των ορίων και την απώλεια ή επιστροφή επιδοτήσεων. Αυτό φάνηκε ιδιαίτερα την περίοδο της πανδημίας COVID-19, όπου πάνω από 350.000 επιχειρήσεις ζήτησαν και έλαβαν έκτακτη κρατική χρηματοδότηση με τη μορφή επιστρεπτέας προκαταβολής και αποζημίωσης ειδικού σκοπού. Κατά την αίτηση χορήγησης των εκτάκτων χρηματοδοτήσεων οι ενδιαφερόμενοι έπρεπε να δηλώσουν ότι ζητούν την επιδότηση είτε με βάση τους κανόνες De Minimis, είτε με βάση το Προσωρινό Πλαίσιο Στήριξης. Λόγω έλλειψης εξοικείωσης με τους όρους αυτούς, πάνω από το 85% ζήτησε τα χρήματα με βάση τον κανονισμό και όχι με βάση το έκτακτο πλαίσιο διάσωσης των επιχειρήσεων – που απαιτούσε πάντως και ειδικές μελέτες με κριτήρια βιωσιμότητας.
Λαμβάνοντας όμως ενισχύσεις, π.χ., μόλις 5.000 ευρώ, αν κάποιοι είχαν λάβει και άλλες άνω των 195.000 ευρώ, αυτομάτως υπερέβησαν το τότε επιτρεπόμενο όριο (200.000 ευρώ) και τους ζητήθηκε να επιστρέψουν όλα τα λεφτά πίσω! Ακόμα και αν έτρεξαν (απ’ όλη την Ελλάδα) στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους για να ακυρώσουν τις ενισχύσεις COVID δεν κατάφεραν να γλιτώσουν το κακό (ανάκτηση χρημάτων).
Ολοι αυτοί δεν διασώζονται ούτε με την αύξηση του γενικού ορίου στα 300.000 ευρώ. Ωστόσο απελευθερώνονται όσοι τυχόν έλαβαν τέτοιες ενισχύσεις μετά το 2021, εφόσον με τα χρήματα αυτά είχαν ήδη από πέρυσι «πλαφονάρει» πλέον κοντά στα 200.000 ευρώ. Τώρα, λοιπόν, θα μπορούν κι αυτοί να ενταχθούν άφοβα πάλι σε νέα προγράμματα που θα τρέξουν το 2024, χωρίς να περιμένουν αν και ποια από αυτά θα υπάρχουν διαθέσιμα γι’ αυτούς το 2025, καθώς τότε θα προσμετρώνται μόνο οι επιδοτήσεις της τριετίας 2023-2025.
1 Ο κλάδος (Κωδικός Αριθμός Δραστηριότητας) της επιχείρησης.
2 Το μέγεθος της επιχείρησης (μικρομεσαία κ.λπ.).
3 Το συνολικό ποσό ενισχύσεων ήσσονος σημασίας που έχει λάβει η επιχείρηση (έως 300.000 ευρώ σε χρονικό διάστημα τριών ετών).
4 Τα ποσά επιχορήγησης που τυχόν έλαβε κάθε συνδεδεμένη ή συνεργαζόμενη με αυτή την επιχείρηση, ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής (εξετάζονται ως μία ενιαία επιχείρηση).
5 Τα έτη χορήγησης των ενισχύσεων ανά τριετία. Αν μια επιχείρηση θέλει να ενταχθεί σε ένα πρόγραμμα το 2024, για να υπολογιστεί αν υπερβαίνεται το ανώτατο όριο θα ληφθούν υπόψη όλες οι De Minimis ενισχύσεις των ετών 2024, 2023 και 2022. Οι ενισχύσεις που τυχόν λαμβάνει μια επιχείρηση πέραν της τριετίας (το 2021 εν προκειμένω) δεν συνυπολογίζονται και δεν αποτελούν αιτία απόρριψης από επόμενες ενισχύσεις.
Για άλλους κλάδους και επιχειρήσεις ισχύουν διαφορετικά όρια κατά περίπτωση, τα οποία επίσης όμως αυξάνονται από φέτος (π.χ. από 30.000 σε 40.000 ευρώ για υδατοκαλλιέργειες κ.λπ.). Επιπλέον, με το νέο καθεστώς επιτρέπεται και σε περισσότερες επιχειρήσεις να εξαιρούνται από τα όρια που ισχύουν για τους κλάδους τους, εφόσον δραστηριοποιούνται σε απομακρυσμένες περιοχές, με στόχο να διευκολυνθούν ο εκσυγχρονισμός και η βιωσιμότητά τους.