Ο «Ηπειρώτικος» του Νίκου Σκαλκώτα θεωρείται σήμερα το πιο χαρακτηριστικό και αναγνωρίσιμο παράδειγμα κλασικής μουσικής που πατάει πάνω σε μοτίβα της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής. Και όμως ο συνθέτης του συνάντησε πολλά εμπόδια και δεν είχε την αναγνώριση που του αναλογούσε, επειδή θεωρήθηκε ότι η μουσική του ήταν υπερβολικά νεωτεριστική και όχι αρκούντως «εθνική».
Ταλαντούχος στο βιολί από μικρή ηλικία, ο γεννημένος το 1904 Σκαλκώτας θα βρεθεί στη δεκαετία του 1920 στο Βερολίνο την ώρα που εξελισσόταν η επανάσταση του μουσικού μοντερνισμού και θα επηρεαστεί ιδιαίτερα από τον Σένμπεργκ τον εισηγητή του δωδεκαφθογγικού συστήματος.
Ο Σκαλκώτας θα επιστρέψει στην Ελλάδα το 1933, έχοντας ήδη σημαντικό συνθετικό έργο. Όμως, στην Ελλάδα κυριαρχεί η «Εθνική Σχολή» με πιο χαρακτηριστικό εκπρόσωπο τον Μανώλη Καλομοίρη. Οι εκπρόσωποι της «Εθνική Σχολής» αντιμετωπίζουν τη μουσική του Σκαλκώτα ιδιαίτερα αρνητικό, εξαιτίας της νεωτεριστικής γραφής της.
Ο Σκαλκώτα για να ζήσει θα εργάζεται ως βιολονίστας σε ελληνικές ορχήστρες, «στα τελευταία αναλόγια», αλλά θα συνεχίζει να συνθέτει. Το 1944 θα περάσει ένα διάστημα κρατούμενος των Γερμανών στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου. Θα πεθάνει το 1949 πάνω στην κορύφωση των δημιουργικών δυνατοτήτων του, επί της ουσίας άγνωστος.
Μόνο μετά τον θάνατό του το 1949 θα αρχίσει να υπάρχει ενδιαφέρον για το έργο του και σήμερα θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς συνθέτες λόγιας μουσικής του 20ου αιώνα παγκοσμίως.
Μεγάλο μέρος του έργου του είναι γραμμένο σε ατονικά συστήματα, όμως ένα μέρος του είναι γραμμένο σε πιο «κλασική» γραφή, άλλωστε ο Σκαλκώτας θεωρείται και τμήμα της τάσης του «νεοκλασικισμού» εντός της λόγιας μουσικής του 20ου αιώνα.
Οι 36 Ελληνικοί χοροί είναι από τα πιο «κλασικά» έργα του. Όμως, ο ακροατής θα διαπιστώσει την εντυπωσιακή πρωτοτυπία, των πρωτότυπη ενορχήστρωση τη συνθετική τόλμη και ως προς την αρμονία και ως προς τους ρυθμούς και τη σύγχρονη ματιά στην ελληνική μουσική παράδοση έξω και πέρα από κάθε μουσειακή νοοτροπία.
Εδώ σε μια πλήρη έκδοση: