Από τους 40 ναυτοτόπους του Ιονίου και του Αιγαίου πελάγους, που είχαν αναδειχθεί τον 18ο αιώνα σε εύρωστες κοινότητες μέσα από το εμπόριο και τη ναυτιλία στη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα, οι 25 ναυτότοποι κηρύσσουν την Επανάσταση. Εκτός από την Yδρα, τις Σπέτσες και τα Ψαρά, που έχουν συνδεθεί άρρηκτα με τον ναυτικό αγώνα, στην Επανάσταση συμμετέχουν με τα πλοία τους και άλλα νησιά και παραθαλάσσιες πόλεις, όπως για παράδειγμα το Γαλαξίδι, το Μεσολόγγι, το Αιτωλικό στον Πατραϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο, ο Πόρος, το Κρανίδι, η Σκόπελος και το Τρίκερι στο δυτικό Αιγαίο, η Τήνος, η Σαντορίνη, η Μύκονος, η Aνδρος, η Κύμη, η Κίμωλος, η Νάξος, η Μήλος και η Κρήτη στο κεντρικό Αιγαίο, η Πάτμος, η Σύμη και το Καστελλόριζο νότια, η Αίνος, η Λήμνος, η Λέρος και η Σάμος στο βορειοανατολικό Αιγαίο, μαζί με τις Κυδωνίες και τον Τσεσμέ στα μικρασιατικά παράλια. Συνολικά οι επαναστατημένοι ναυτότοποι του Ιονίου και του Αιγαίου συγκεντρώνουν 700 μεγάλα εμπορικά πλοία, κατά μέσον όρο άνω των 150 τόνων, που υψώνουν την «δίχροον εθνικήν του πολέμου σημαία». Σε αυτόν τον μεγάλο στόλο θα πρέπει φυσικά να συνυπολογιστούν και τα μικρότερα σκάφη που εκτελούσαν βοηθητικές υπηρεσίες και αξιοποιήθηκαν ως μεταγωγά, ακταιωροί και αγγελιαφόροι, διασφαλίζοντας τη ροή των προμηθειών και της επικοινωνίας στα μέτωπα του πολέμου.
Oπως ανέδειξε η έρευνα των τελευταίων χρόνων, που διεξήχθη με αφορμή την επέτειο των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση, τα πλοία κατά την επαναστατική δεκαετία έλαβαν πολλαπλούς και εναλλασσόμενους ρόλους: ως πολεμικά, καταδρομικά, μεταγωγά και φυσικά ως εμπορικά. Το πλοίο λειτούργησε ακόμη και ως προσωρινή έδρα της κυβέρνησης κατά την κρίση του εμφυλίου πολέμου, όταν το ιστιοφόρο «Κίμων» φιλοξένησε το Εκτελεστικό και το ιστιοφόρο «Διομήδης» το Βουλευτικό κατά τη μεταφορά της έδρας της διοίκησης από το Κρανίδι στο Ναύπλιο το 1824.
Ο ελληνικός στόλος παρενοχλούσε αδιάκοπα τους Οθωμανούς και διατάρασσε το ευρωπαϊκό εμπόριο στην ανατολική Μεσόγειο, κερδίζοντας χρόνο εν αναμονή μιας ξένης παρέμβασης.
Η ναυτιλία αποδείχθηκε ένας από τους σημαντικούς πυλώνες για τους Ελληνες όχι μόνο σε στρατιωτικό αλλά και σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο. Το πολεμικό και το εμπορικό ναυτικό εξάπλωσαν την Επανάσταση στο Αιγαίο μέχρι τα πιο απομακρυσμένα νησιά και παράλια· ήλεγχαν και απέκλειαν τους θαλάσσιους δρόμους· εμπόδιζαν τη μεταφορά και τον ανεφοδιασμό οθωμανικών στρατευμάτων· συμμετείχαν από θαλάσσης στον αποκλεισμό των κάστρων που ήλεγχαν οι Οθωμανοί· συνέδεαν τη νησιωτική και την ηπειρωτική επικράτεια με την εθνική διοίκηση· συγκέντρωναν οικονομικούς πόρους, κυρίως από το εμπόριο και την καταδρομή, εξασφαλίζοντας την επιβίωση των ναυτικών κοινοτήτων και τη χρηματοδότηση του Αγώνα. Παράλληλα, η ναυτιλία αποτελεί ένα πεδίο σχεδιασμού και ωρίμανσης της πολιτικής συγκρότησης και της εθνικής συνοχής. Καθώς είναι η Προσωρινή Διοίκηση, και όχι τα ναυτικά νησιά, που αναλαμβάνει το μεγάλο κόστος της διεξαγωγής του πολέμου στη θάλασσα, από το τοπικό και το ιδιωτικό γεννιέται το εθνικό και το δημόσιο.
Τα εθνικά δάνεια
Οι επαναστατημένοι Ελληνες, ως υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, προφανώς δεν διέθεταν συντεταγμένο πολεμικό στόλο, αλλά όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Κολοκοτρώνης πολέμησαν με τα «σιταροκάραβα», δηλαδή με τα εμπορικά πλοία που έως τότε ειδικεύονταν στη μεταφορά σιταριού. Αυτά τα πλοία, ήδη κατά την προεπαναστική περίοδο, ήταν εφοδιασμένα με κανόνια, πιστόλια και μαχαίρια για την προστασία τους από τους κινδύνους στη θάλασσα και λειτούργησαν ως πολεμικά πλοία κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Ο ιδιότυπος επαναστατικός στόλος συγκροτήθηκε από ιδιόκτητα πλοία των ναυτοτόπων, που καλούνταν από την Προσωρινή Διοίκηση να συμμετάσχουν για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα σε μια συγκεκριμένη αποστολή, π.χ. στην πολιορκία ενός κάστρου, την περιπολία ακτών ή τη συμμετοχή σε ναυμαχία, επιστρέφοντας μετά την ολοκλήρωσή της στις άλλες δραστηριότητές τους.
Η πορεία προς έναν εθνικό στόλο συνδέεται άρρηκτα με την ιστορία των εθνικών δανείων. Το παράδοξο είναι ότι τα δύο εθνικά δάνεια, που χορηγήθηκαν το 1824 και το 1825 από τη χρηματαγορά του Λονδίνου, δόθηκαν σε ένα κράτος που δεν υπήρχε, σε μια επαναστατική Προσωρινή Κυβέρνηση που μαστιζόταν από εμφύλιο και ήττες στα πολεμικά μέτωπα, με υποθήκη εθνικές γαίες μιας επικράτειας που δεν είχε οριστεί. Αποτελούν όμως την de facto αναγνώριση των Ελλήνων ως εμπόλεμου έθνους και δεσμεύουν αμετάκλητα τη βρετανική πλευρά στην εξεύρεση πολιτικής λύσης για την ελληνική ανεξαρτησία. Παρά τη δεινή οικονομική κατάσταση και την πολιτική αστάθεια, η Προσωρινή Διοίκηση οραματίστηκε και δρομολόγησε έναν σύγχρονο στόλο υιοθετώντας την τεχνολογική πρωτοπορία της εποχής. Οπως τα πρώτα ελληνικά Συντάγματα αφομοίωσαν τα πιο προοδευτικά στοιχεία της εποχής τους, κατ’ αντιστοιχία ο σχεδιασμός για τον πρώτο εθνικό στόλο στράφηκε προς τις πιο νεωτεριστικές και προοδευτικές λύσεις, υιοθετώντας τη νέα τεχνολογία του ατμού. Η συμμετοχή του «Καρτερία» υπό τη διοίκηση του Φρανκ Αμπνεϊ Χάστινγκς στη ναυμαχία στον Πειραιά τον Ιανουάριο του 1827 ήταν η πρώτη παγκοσμίως συμμετοχή ατμοπλοίου σε ναυμαχία.
Παρά τις αντιξοότητες, ο ελληνικός στόλος δήλωνε σταθερά την παρουσία του σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης σημειώνοντας μικρότερες ή μεγαλύτερες επιτυχίες. Είτε μέσα από τις πολεμικές επιχειρήσεις είτε χάρη στις καταδρομές, ο Αγώνας στη θάλασσα παρέμεινε ενεργός κρατώντας στην ουσία την Επανάσταση ζωντανή όταν η μάχη στην ξηρά φαινόταν χαμένη. Ο στόλος παρενοχλούσε αδιάκοπα τους Οθωμανούς και διατάρασσε το ευρωπαϊκό εμπόριο στην ανατολική Μεσόγειο, κερδίζοντας χρόνο εν αναμονή μιας ξένης παρέμβασης και μιας πολιτικής λύσης στο ελληνικό ζήτημα. Παράλληλα, η συντήρηση του τοπικού και του περιφερειακού εμπορίου, η αδιάκοπη ναυτιλιακή δραστηριότητα των ελληνικών πλοίων, καθώς και τα κέρδη που δημιουργούσε η οικονομία του πολέμου με τις μεταγωγές και την εκποίηση των λειών συντηρούσαν οικονομικά την Επανάσταση. Η επιμονή και η αντοχή του στόλου αποτελούν ίσως την πιο σημαντική συμβολή του ναυτικού αγώνα στην Επανάσταση, που φαίνεται πως τελικά κρίθηκε στη θάλασσα. Αλλωστε, η καθοριστική παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων έγινε πάλι στη θάλασσα με τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, όπου η καταστροφή του οθωμανικού στόλου σφράγισε την τύχη της Επανάστασης και δρομολόγησε τις πολιτικές εξελίξεις.
Η γκρίζα ζώνη της «καταδρομής»
Παράλληλα µε τον πολεµικό στόλο, ένας δεύτερος επικουρικός στόλος διαµορφώθηκε κατά τον ναυτικό Αγώνα από τα καταδροµικά πλοία. Η καταδροµή είναι µια λιγότερο γνωστή πτυχή του πολέµου στη θάλασσα, όπου η πολεµική µε την οικονοµική λειτουργία του πλοίου ταυτίζονται. Τα όρια μεταξύ καταδρομής και πειρατείας συχνά συγχέονται στη βιβλιογραφία και στις πηγές, παραθεωρώντας έτσι τη συνεισφορά της καταδρομής στην Επανάσταση. Ως καταδρομικά ορίζονται τα πλοία που ανήκουν σε ιδιώτες και πλέουν με άδεια διεξαγωγής πολέμου, η οποία τους εξουσιοδοτεί να ασκήσουν οποιουδήποτε είδους βία μέσα στα επιτρεπόμενα όρια του πολέμου στη θάλασσα. «Η Καταδρομία είναι εν από τα ισχυρότερα όπλα κατά του εχθρού, αρκεί μόνο να ενεργήται μ’ όλην την απαιτουμένην τάξιν και να απέχη από παν είδος καταχρήσεως», έγραφε η προσωρινή κυβέρνηση προς τους προκρίτους των Σπετσών, τον Αύγουστο του 1827.
Η πρακτική της καταδρομής ήταν εξαιρετικά διαδεδομένη στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες, ενώ κατά τη διάρκεια των Αγγλογαλλικών και Ναπολεόντειων Πολέμων τα καταδρομικά έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην αποδυνάμωση των αντίπαλων στόλων. Η καταδρομή έχει εύστοχα θεωρηθεί ως «το τρίτο δάνειο ληφθέν διά της βίας από την Ευρώπη». Με την καταδρομή συλλαμβάνονται εκατοντάδες αυστριακών, γαλλικών, αγγλικών και ρωσικών πλοίων που προσπαθούν να σπάσουν τον ναυτικό αποκλεισμό των επαναστατημένων Ελλήνων και να τροφοδοτήσουν, με τους υψηλούς ναύλους της εποχής, τα οθωμανικά κάστρα και φρούρια που είναι σε πολιορκία. Οι Ελληνες καταδρομείς με τα πλοία-λείες και τα φορτία που κατάσχουν ενδυναμώνουν τον πολεμικό στόλο, γεμίζουν το εθνικό ταμείο, τις «κάσες» των ναυτικών κοινοτήτων και των δικών τους «οσπιτίων».
Υπήρχαν αρκετές περιπτώσεις όπου και τα πολεμικά πλοία ασκούσαν καταδρομική δραστηριότητα ενώ βρίσκονταν σε αποστολή ή επιφυλακή, με τα ανάλογα οφέλη για τα πληρώματα του στόλου που συμμετείχαν στη συγκεκριμένη εκστρατεία. Για παράδειγμα, το πολεμικό πλοίο «Τερψιχόρη» με καπετάνιο τον Αλέξανδρο Ραφαήλ ενώθηκε με τον πολεμικό στόλο στη Σαντορίνη στις 17 Αυγούστου 1824. Ο αρχηγός της εκστρατείας, Ανδρέας Μιαούλης, τον είχε στείλει «εις κατασκόπευσιν του Αιγυπτιακού στόλου». Ο Ραφαήλ επέστρεψε με νέα για τον αιγυπτιακό στόλο αλλά και ένα πλοίο-λεία «εν βρίκιον Αυστριακόν εμπορικόν, διοικούμενον υπό του Φιλίππου Ιβανίσκη, το οποίον συνέλαβεν όπισθεν του Αιγυπτιακού στόλου όστις ήραξεν εις την νήσον Ρόδον». Κατά διαταγήν του Μιαούλη εξετάστηκαν τα έγγραφα του πλοίου, όπου κατ’ αρχάς δηλωνόταν ότι το φορτίο προοριζόταν για Ευρωπαίο παραλήπτη. Σε μια δεύτερη, όμως, πιο εξονυχιστική έρευνα βρέθηκαν έγγραφα «μέσα εις εν ζεμπίλι με ορύζι» που αποδείκνυαν ότι το φορτίο ήταν τουρκικής ιδιοκτησίας. Αποφάσισαν, λοιπόν, «οι ναύαρχοι και οι πλοίαρχοι» του πολεμικού στόλου να σταλεί το πλοίο στην Υδρα, όπου η λεία θα αξιολογείτο και με την επιστροφή του στόλου θα μοιραζόταν σε όλα τα πληρώματα του στόλου. Για να εξασφαλισθεί η δίκαιη μοιρασιά, διόρισαν μια «επιτροπή παραλαβής», με «διευθυντή» της «επιτροπής» τον Αντώνιο Χ. Ανδρέου και έναν ναύτη από κάθε πλοίο.