Τα φώτα έσβησαν, η σκηνή του Ηρωδείου σκοτείνιασε, άρχισε να ακούγεται άμπιεντ μουσική. Ηταν οι πρώτοι ήχοι της παράστασης σύγχρονου χορού του Ακραμ Καν «Οutwitting the Devil», ανακατεμένοι με ομίχλη. Η υποβλητική ατμόσφαιρα, όμως, δεν κράτησε για πολύ. Μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά, η συναυλία στο Καλλιμάρμαρο για τη στήριξη των πυροπαθών της Εύβοιας είχε επίσης μόλις ξεκινήσει και τα τραγούδια ακούγονταν έως το δικό μας κοίλον. Τρίτη βράδυ, το ρωμαϊκό ωδείο ήταν όσο κατάμεστο επιτρέπουν τα μέτρα κατά της πανδημίας και οι προσδοκίες για τη βραδιά μεγάλες. Λογικό, καθώς ο Καν είναι γνώριμος του ελληνικού κοινού, ως χορευτής με εμβληματικές εμφανίσεις –όπως εκείνη μαζί με τη Σιλβί Γκιλέμ, αλλά και στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση– που έχουν αφήσει τη σφραγίδα τους. Αυτή τη φορά επέστρεψε ως χορογράφος, εμπνευσμένος από αποσπάσματα του Επους του Γκιλγκαμές, κειμένου αρχαιότερου από τα Ομηρικά Επη. Στο επίκεντρο της έμπνευσής του η κλιματική αλλαγή, η αλαζονεία του ανθρώπου έναντι της φύσης, ο πόνος της απώλειας, τα μαθήματα που πρέπει να πάρουμε.
Ο Βρετανός με καταγωγή από το Μπανγκλαντές, που κατάφερε να ανανεώσει τον σύγχρονο χορό ενσωματώνοντας στοιχεία από την παράδοση της πατρίδας του, επέλεξε έξι χορευτές διαφόρων ηλικιών και εθνικοτήτων για να ενσαρκώσουν τον οικουμενικό και άχρονο χαρακτήρα που ήθελε να δώσει στην παράστασή του. Το σκεπτικό του φαίνεται και από τον τίτλο: «Ξεγελώντας τον Διάβολο». Στη θέση του κακού τοποθετεί τον χρόνο και θεωρεί πως μόνο αν γυρίσουμε στο παρελθόν θα βρούμε τις ρίζες της έπαρσής μας, ώστε να μπορέσουμε να αναζητήσουμε σωτηρία στο μέλλον – εξ ου και η αναδρομή στο Επος του Γκιλγκαμές.
Οι χορευτές του, αέρινοι και γήινοι, σύγχρονοι και παραδοσιακοί, μυστηριώδεις και διάφανοι, προσπάθησαν να μεταφέρουν το κοινό στην αλληγορία του Καν, ο οποίος είχε ανακοινώσει ότι θα εγκατέλειπε τη σκηνή μετά το «Xenos», το οποίο είχαμε δει στην Αθήνα το 2018. Στο «Outwitting the Devil», με το τόσο επίκαιρο θέμα, έμφαση δόθηκε περισσότερο στη χορογραφική και λιγότερο στην αφηγηματική διάσταση του μύθου.
Στο τέλος, το κοινό καταχειροκρότησε τους χορευτές για την πραγματική υπερπροσπάθεια, που διήρκεσε μία ώρα και είκοσι λεπτά. Ωστόσο, υπήρχε μια ελαφριά απογοήτευση σε όσους συνέκριναν την παράσταση με τις εμφανίσεις του ίδιου του χορευτή/χορογράφου. Κάτι σαν μούδιασμα, απορίες ως προς την προσέγγισή του που έμειναν σε εκκρεμότητα. Μετά την έξοδο των θεατών στήθηκαν πηγαδάκια, κυρίως από τους πολλούς νεότερης ηλικίας που είχαν σπεύσει να απολαύσουν τη χορευτική παράσταση. Αν όλοι μας δεν φορούσαμε μάσκες, θα είχαμε την ψευδαίσθηση ότι η πανδημία έχει περάσει.