Το YouTube έκλεισε φέτος αισίως είκοσι χρόνια ύπαρξης. Χρόνια εικόνων, ήχων, ιστοριών που είπαν πολλά και προκάλεσαν προβληματισμούς. Το περιοδικό TIME, όπως κάνει κάθε χρόνο, ανακήρυξε τον «CEO της Χρονιάς» και ο φετινός εκλεκτός είναι ο Νιλ Μόχαν. Στο προσκήνιο δεν ήλθε μόνο η πλατφόρμα, αλλά και ο άνθρωπος που έχει την ευθύνη για όσα βλέπουμε, αλλά και όσα πρόκειται να έρθουν. Ο Μόχαν δεν είναι μια προσωπικότητα τύπου Ζάκερμπεργκ. Δεν διεκδικεί τα φώτα της δημοσιότητας με υπερβολές. Αντίθετα, μοιάζει πιο πολύ με κάποιον που ανέλαβε να φροντίσει ένα γεμάτο σπίτι που είναι συνεχώς ακατάστατο. Με ήρεμη αποφασιστικότητα, συνδυάζοντας τεχνογνωσία και όραμα, έχει ήδη σημαδέψει την πορεία της πλατφόρμας.

Ο Μόχαν ακολούθησε άλλο δρόμο σε σχέση με τους νεαρούς που ψάχνουν για ένα όνειρο. Γεννήθηκε το 1973 στις ΗΠΑ, σε οικογένεια ινδικής καταγωγής, την περίοδο που ο μηχανικός πατέρας του έκανε τις διδακτορικές του σπουδές. Το 1986, όμως, η οικογένεια επέστρεψε στην Ινδία, και ο έφηβος Νιλ βρέθηκε να φοιτά στην έβδομη τάξη στο κολέγιο Σεντ Φράνσις της πόλης Λάκναου. Η μετάβαση ήταν δύσκολη: παιδί που μεγάλωσε στις ΗΠΑ, δεν γνώριζε καλά τα τοπικά πολιτισμικά και γλωσσικά δεδομένα, δεν είχε εξασκήσει καλά τα χίντι του, και «ακουγόταν αστείος» όταν μιλούσε, όπως παραδέχτηκε.
Στα μαθητικά του χρόνια είχε φτιάξει ένα μικρό λογισμικό για συμμαθητές και καθηγητές κι έτσι έγινε δημοφιλής. Επέστρεψε στις ΗΠΑ, όπου φοίτησε στο φημισμένο Στάνφορντ της Καλιφόρνια, με bachelor στην Ηλεκτρολογική Μηχανική. Στη συνέχεια έκανε και μεταπτυχιακό στις Graduate School of Business. Αυτή η διπλή εκπαίδευση, τεχνική και επιχειρηματική, ήταν κομβική για την μετέπειτα πορεία του: του έδωσε και την αντίληψη πώς οι χρήστες, οι δημιουργοί και οι επιχειρήσεις μπορούν να συνυπάρχουν μέσα σε μια ψηφιακή πλατφόρμα αλλά και την τεχνογνωσία να μετατρέψει την ιδέα σε προϊόν.
Η σταδιοδρομία του ξεκίνησε στο χώρο των υπηρεσιών τεχνικής υποστήριξης. Το 1996 εντάχθηκε στην εταιρεία Accenture (τότε Andersen Consulting), και στη συνέχεια δούλεψε για τη νεοφυή εταιρεία NetGravity, η οποία εξαγοράστηκε από τη γνωστή εταιρεία διαδικτυακής διαφήμισης DoubleClick. Όταν το 2007 η Google εξαγόρασε τη DoubleClick ο Μόχαν εντάχθηκε στην Google και σχεδόν αμέσως ανέλαβε κορυφαίες θέσεις: ως Senior Vice President Display and Video Ads, συνεισέφερε καθοριστικά στην ανάπτυξη διαφημιστικών προϊόντων, που ήταν τα θεμέλια για το οικονομικό μοντέλο του YouTube. Το 2015, μετακινήθηκε επίσημα στην ομάδα του YouTube, ως Chief Product Officer (CPO). Από αυτό το πόστο, άρχισε να σχεδιάζει και να λανσάρει προϊόντα που μετέτρεψαν το YouTube από απλό «site με video» σε παγκόσμια πλατφόρμα ψυχαγωγίας, μουσικής, τηλεόρασης και δημιουργίας περιεχομένου.
Ως CPO, ο Μόχαν επέβλεψε την κυκλοφορία πολλών νέων υπηρεσιών που σήμερα θεωρούνται θεμελιώδεις για τη λειτουργία του YouTube: YouTube Shorts, YouTube Music, YouTube TV και YouTube Premium. Με την έλευση των Shorts, το YouTube αντιμετώπισε την πρόκληση των σύντομων videos, εμπνευσμένων από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κυρίως από ανταγωνιστές όπως το TikTok. Το Youtube όχι μόνο δεν έμεινε πίσω, αλλά άνοιξε νέους δρόμους: Η πλατφόρμα κατάφερε να κρατήσει και την παλιά της ταυτότητα, ενώ ταυτόχρονα ανανεώθηκε για νέες γενιές χρηστών. Παράλληλα, υπό την εποπτεία του Μόχαν, το YouTube αναβάθμισε την εμπειρία χρήστη, επένδυσε σε πολιτικές προστασίας της κοινότητας (μέσω του τμήματος Trust & Safety), και ανέπτυξε εργαλεία που βοηθούν τους δημιουργούς (σε σχέση με μουσική, εικόνα, podcasts ή video).

Μετατροπή του YouTube σε ένα «οικοσύστημα ψυχαγωγίας»
Η σταθερή προσήλωσή του Mόχαν είναι να διαφοροποιήσει το YouTube. Να μην είναι απλώς ένα μέρος για να βλέπεις video, αλλά μια ομπρέλα που καλύπτει μουσική, τηλεόραση, δημιουργία και κοινότητα. Στις 16 Φεβρουαρίου 2023, ο Mohan ανέλαβε επισήμως θέση CEO του YouTube, διαδεχόμενος την Σούζαν Βοϊτσίτσκι. Ως CPO, βέβαια, ήδη είχε τα ηνία αρκετών σημαντικών προϊόντων και λειτουργιών. Με άλλα λόγια, ήταν μια απολύτως «ομαλή» μετάβαση. Μετά απ’ αυτό, πάντως, έφερε μαζί του το όραμα ενός YouTube που δεν απευθύνεται μόνο σε έναν τύπο χρήστη, ούτε μόνο σε μεγάλα κανάλια ούτε μόνο σε influencers με εκατοντάδες χιλιάδες ακόλουθους. Στόχος του φαίνεται να είναι μια πλατφόρμα όπου «ο καθένας μπορεί να έχει φωνή», κάποιος χωρίς εμπειρία να μπορέσει να κάνει το πρώτο του βήμα.




