Σε αχαρτογράφητα νερά πλέει η Ευρώπη, λίγες εβδομάδες πριν από τον ενεργοβόρο χειμώνα και καθώς στη Γηραιά Ήπειρο, μαίνεται για πρώτη φορά μετά από πολλές δεκαετίες ένας διττός, διεθνής πόλεμος με τη συμμετοχή μεγάλων παγκοσμίων δυνάμεων και υπερδυνάμεων, οι κυβερνήσεις αγωνίζονται για να αποκαταστήσουν την όποια ισορροπία προλαβαίνουν.
Στον πόλεμο αυτό από τη μια πλευρά είναι η Ρωσία και από την άλλη η Ευρώπη και το ΝΑΤΟ. Σε ένα πρώτο επίπεδο, στο θέατρο των μαχών, η Ρωσία δεν έχει απέναντί της μόνο την Ουκρανία. Έχει και ολόκληρο το νατοϊκό οπλοστάσιο, καθώς οι χώρες μέλη της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας στέλνουν αφειδώς όπλα στο Κίεβο. Αυτό είναι ο βασικός λόγος για τον οποίον ο πόλεμος διαρκεί τόσους μήνες και προς το παρόν δεν διαφαίνεται να έχει τέλος. Θεωρητικά η Ρωσία θα μπορούσε να τον τερματίσει με μία επίδειξη ισχύος απέναντι στην λιγότερο ισχυρή Ουκρανία, αλλά αυτό θα είχε μεγάλο πολιτικό κόστος για την Μόσχα διεθνώς και θα μπορούσε ενδεχομένως να διευρύνει τη σύρραξη και να την θέσει εκτός ελέγχου.
Παράλληλα με τις συγκρούσεις στα πεδία των μαχών, μαίνεται και ο πολιτικός, οικονομικός πόλεμος μεταξύ των δύο πλευρών, αφού η Δύση προτίμησε να κλιμακώσει την εμπλοκή της όχι στρατιωτικά, αλλά με την επιβολή οικονομικών κυρώσεων στη Μόσχα. Οι κυρώσεις όπως ήταν αναμενόμενο προκάλεσαν ρωσικά αντίμετρα, με τη Μόσχα να περιορίζει τη ροή φυσικού αερίου προς την Ευρώπη και να χτυπά “έτσι” δύο μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, την Γερμανία και τη Γαλλία, οι οποίες φάνηκε ότι ήταν τελικώς πολύ εξαρτημένες από το ρωσικό φυσικό αέριο που πλέον έχει πάψει να ρέει στους αγωγούς που διατρέχουν την Ευρώπη.
Αυτός ο διττός πόλεμος που είναι σε εξέλιξη στην Ευρώπη, είναι η καλύτερη ευκαιρία για τον “λύκο που στην αναμπουμπούλα χαίρεται”. Και αυτός ο λύκος δεν είναι άλλος από την αισχροκέρδεια που προκύπτει στις ελεύθερες αγορές, όταν κάποια αγαθά λιγοστεύουν. Στην Ευρώπη πια το πλέον δυσεύρετα αγαθά είναι το φυσικό αέριο και τα γεωργικά προϊόντα της Ουκρανίας και της Ρωσίας.
Σε αυτό το περιβάλλον, πραγματικά άγνωστο επί δεκαετίες στην Γηραιά Ήπειρο, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις καλούνται να αντιμετωπίσουν την έλλειψη φυσικού αερίου, αλλά και το βάρος που προκαλεί η αύξηση στις τιμές και του αερίου και των καυσίμων και της ηλεκτρικής ενέργειας, μεγάλο τμήμα της οποίας παράγεται από φυσικό αέριο.
Παρά την προηγούμενη εμπειρία της Ευρώπης από την αντιμετώπιση του κορονοϊού, με την ομαδική αγορά εμβολίων κεντρικά από τις Βρυξέλλες, στο φυσικό αέριο και στην ενέργεια τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά, γιατί υπάρχουν πολλά και συγκρουόμενα συμφέροντα. Έτσι οι Βρυξέλλες, αλλά και τα κράτη μέλη, καθένα για λογαριασμό του, προσπαθούν να βρουν λύσεις, για να επιβαρυνθούν όσο γίνεται λιγότερο οι καταναλωτές στην Ευρώπη. Τουλάχιστον έτσι λένε όλοι.
«Όπως περιμέναμε, η Ρωσία χρησιμοποιεί το αέριο ως όπλο πολέμου…» παραδέχτηκε ο Υπουργός Ενέργειας Γαλλίας, Ανιές Πάνιε Ρινάσε. Και γράφω παραδέχτηκε, γιατί λέει ότι το περίμεναν. Άρα περίμεναν ότι θα αυξηθούν και οι τιμές στην ενέργεια, όταν αποφάσιζαν τις κυρώσεις. Όπως γνώριζαν ότι κάποιες χώρες ήταν περισσότερο ευάλωτες από άλλες στην Ευρώπη. Και ας σημειωθεί ότι η Ρωσία δεν αύξησε την τιμή στο φυσικό αέριο. Η έλλειψη φυσικού αερίου προκάλεσε την κερδοσκοπική αύξηση τιμών στην ενέργεια. Στην πραγματικότητα τώρα η Ευρώπη, πρέπει να τιθασεύσει τους κολοσσούς που θα βρουν τρόπο να την προμηθεύσουν με ενέργεια. Θα πρέπει να τιθασεύσει την ελεύθερη αγορά.
Το Κρεμλίνο εκβιάζει την Ευρώπη και ψάχνει στρατιώτες για να στείλει στην Ουκρανία. Με τον εκβιασμό επιδιώκει να φέρει τις δυτικές κυβερνήσεις αντιμέτωπες με ένα κύμα λαϊκής αγανάκτησης, για τις υψηλές τιμές ενέργειας. Και το κάνει εκ του ασφαλούς, (πολιτικά) λέγοντας ότι η Ρωσία παραμένει δεσμευμένη από τα συμβόλαια που έχει, πλην όμως οι κυρώσεις της Δύσης δεν επιτρέπουν την ομαλή ροή ανταλλακτικών και φυσικού αερίου ανάμεσα στις δύο πλευρές.
Η Ευρώπη μέχρι στιγμής αναζητεί εναγωνίως λύσεις απεξάρτησης από τη ρωσική ενέργεια, παράλληλα με την αντιμετώπιση της κρίσης τιμών και επάρκειας. Στην πραγματικότητα αυτή η “μεγάλη αναταραχή”, όπως είπε κάποτε ο Μάο Τσε Τουνγκ μπορεί να εκτονωθεί μόνο με διαπραγματεύσεις. Για να γίνουν χρειάζονται δύο πράγματα. Ο κατάλληλος μεσολαβητής που θα φέρει τις δύο πλευρές στο τραπέζι (μέχρι στιγμής ο Ερντογάν προσφέρεται σε κάθε ευκαιρία) και εκατέρωθεν διάθεση για συμβιβασμούς. Κι επειδή μέχρι στιγμής η ατμόσφαιρα στη Γηραιά Ήπειρο δεν έχει φτάσει σε αυτό το σημείο, το μόνο που μένει είναι πρακτικά μέτρα περιστολής και των ποσοτήτων ενέργειας που θα καταναλωθεί και των τιμών που θα πληρώσουν οι καταναλωτές.
Τα σενάρια
Ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς δήλωσε ότι θα ληφθούν αποφάσεις πιο σύντομα απ’ ότι συνήθως. Η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν έκανε μαραθώνιο επαφών με ηγέτες χωρών όπως της Δανίας, Ιρλανδίας, Πολωνίας αλλά και με χώρες της Βαλτικής που ήταν κάθετα αντίθετες για οποιαδήποτε συζήτηση σε πλαφόν ή παρέμβαση στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά πλέον φέρονται έτοιμες να ακούσουν ή ακόμα και να συναινέσουν στις αποφάσεις που ετοιμάζονται.
Η Ευρώπη έχει καταφέρει να γεμίσει τις δεξαμενές της με φυσικό αέριο σε ποσοστό 80%, αλλά αυτό μπορεί να μην είναι αρκετό. Μία προς μία η ευρωπαϊκές χώρες προτείνουν μέτρα για μείωση της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας. Σβηστά δημόσια φώτα και χαμηλότερα οι θερμοστάτες σε δημόσιους χώρους και σε σπίτια. Αλλά δεν φαίνεται ούτε αυτό να εξασφαλίζει την Ευρώπη.
Οι επόμενες επιλογές είναι το πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου. Είναι μια δυσεπίλυτη εξίσωση, με τρία μικρότερα σενάρια, το ελληνικό μοντέλο, το ιταλικό μοντέλο και το ισπανικό μοντέλο. Καθένα έχει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα, κυρίως έχει παράπλευρες απώλειες. Και αυτό γιατί η επιβολή μέτρων στην ελεύθερη καπιταλιστική οικονομία έχει και συναισθηματικού τύπου και νομικού τύπου επιπτώσεις και αντιδράσεις. Δεν είναι δηλαδή βέβαιο ότι θα οδηγήσουν στο λογικά αναμενόμενο.
Τα μέτρα που ακούγονται ή και λαμβάνονται (περιορισμός δημοσίων φωτισμών, μείωση της θερμοκρασίας στους κλειστούς χώρους τον χειμώνα, επιβολή πλαφόν στις τιμές της ενέργειας ή του φυσικού αερίου, μείωση του ΦΠΑ ή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιμα και στο ρεύμα, ειδικότερα μέτρα ελάφρυνσης για πιο ευάλωτα νοικοκυριά ή και φορολόγηση των υπερκερδών που αποκομίζουν οι μεγάλες ενεργειακές εταιρίες ή οι εταιρίες εισαγωγής κάθε μορφής καυσίμων) δεν αποκαθιστούν την ισορροπία. Επιτρέπουν απλώς στις κυβερνήσεις να ισχυρίζονται βάσιμα ότι κάνουν αυτό που μπορούν για να ελαφρύνουν το βάρος στους καταναλωτές. Επειδή ο χειμώνας δεν έχει αρχίσει ακόμα δεν είναι σαφές ποια θα είναι η αποτελεσματικότητα των μέτρων.
Δηλώσεις όπως του Γερμανού καγκελάριου ότι η κυβέρνηση θα κάνει το παν προκειμένου να υπάρξει «καλή εξέλιξη σε αυτή τη δύσκολη περίοδο» και ότι οι τιμές στην ενέργεια δεν θα υπερβούν τελικά το όριο, επειδή με ένα τεράστιο, «ακριβές και στοχευμένο» πακέτο ελαφρύνσεων η ομοσπονδιακή κυβέρνηση «σκοπεύει να στηρίξει πολίτες και επιχειρήσεις» είναι απλώς έπεα πτερόεντα, μετά από ένα διήμερο διαβουλεύσεων του υπουργικού συμβουλίου στο Κάστρο Μέζεμπεργκ του Βραδεμβούργου.
Στην πραγματικότητα κανένα μέτρο δεν μπορεί να αποκαταστήσει την ομαλότητα, όσο υπάρχει ο γενεσιουργός παράγων της ανωμαλίας, ο πόλεμος.