Γύρω στο 530 μ. Χ. ο Ιουστινιανός κάλεσε τον μοναχό Διονύσιο τον Μικρό ή Βραχύ, Έλληνα από τη σημερινή Δοβρουτσά (τότε μικρή Σκυθία) της Ρουμανίας του Εύξεινου Πόντου, να καθορίσει ως νέα αρχή αρίθμησης των ετών, τη χρονιά της Γέννησης του Ιησού. Ο Διονύσιος γεννήθηκε γύρω στο 470. Το 497 πήγε στη Ρώμη για να υποστηρίξει τις απόψεις των Ορθοδόξων στο εκκλησιαστικό συνέδριο που είχε συνέλθει εκεί. Από τότε ως το 540 παρέμεινε στη Ρώμη ως ηγούμενος μοναστηρίου. Ασχολήθηκε με την ταξινόμηση και έκδοση στα ελληνικά και λατινικά αποστολικών κανόνων και παπικών διαταγμάτων, τη μετάφραση στα λατινικά έργων Ελλήνων εκκλησιαστικών Πατέρων και τη συγγραφή πρωτοτύπων έργων για το Πάσχα. Άλλοι αποδίδουν το νέο αυτό Χρονολόγιο στον Βικτώριο ή Βικτωρίνο τον Ακουιτανό, αστρονόμο του 5ου αιώνα, ο οποίος το 465 μετά από εντολή του Πάπα Ιλάριου ανέλαβε να καθορίσει τον ακριβή χρόνο εορτασμού του Πάσχα. Ισχυρίζονται μάλιστα ότι το μόνο που έκανε ο Διονύσιος ήταν να μεταθέσει την αρχή της μέτρησης των ετών από το έτος της Σταύρωσης του Ιησού στο έτος της Γέννησης. Πάντως ο Διονύσιος θεωρείται ως εισηγητής του ισχύοντος χριστιανικού ημερολογίου.
Τα λάθη του «Διονυσιακού Χρονολογίου»
Ο Διονύσιος όρισε ως αρχή του χρονολογίου του το έτος 754 από κτίσεως Ρώμης (α.κ.Ρ.), το οποίο σύμφωνα με την άποψή του ήταν το έτος της Γέννησης του Ιησού. Το 754, κατά τον Διονύσιο, είναι το έτος Ενσάρκωσης (incarantio) του Ιησού. Στις 25 Μαρτίου του έτους αυτού συνέβη η Άμωμος σύλληψη της Θεοτόκου και στις 25 Δεκεμβρίου η γέννηση του Ιησού.
Το έτος 754 ο Διονύσιος το ονόμασε έτος 1 μ. Χ., ενώ το έτος που άρχισε οκτώ μέρες αργότερα, την 1 Ιανουαρίου, το υπολόγισε ως 2 μ. Χ. Για τον καθορισμό του έτους Γέννησης του Ιησού ο Διονύσιος έλαβε υπόψη τα χρονικά όρια της αυτοκρατορίας του Οκταβιανού και θεώρησε ως 28ο έτος της βασιλείας του το 754 αντί για το σωστό 750. Ο Διονύσιος αγνόησε τα 4 έτη (723 – 727) κατά τα οποία ο Οκταβιανός ήταν στην πραγματικότητα αυτοκράτορας, άσχετα αν δεν είχε ονομαστεί Αύγουστος και θεώρησε ως πρώτο έτος της βασιλείας του το 727 αντί για το 723. Έτσι οι χρονολογίες μετατέθηκαν κατά 4 έτη αργότερα. Ένα ακόμα λάθος του Διονυσίου είναι ότι στο ημερολόγιό του δεν υπάρχει έτος μηδέν. Αυτό βέβαια θα ήταν αδύνατο, καθώς η σημασία του αριθμού μηδέν και η χρήση των αραβικών αριθμών και του μηδέν στην Ευρώπη ξεκινούν μόλις το 1134, εξακόσια χρόνια δηλαδή μετά τη σύνταξη του Διονυσιακού χρονολογίου.
Αρχικά, Χριστούγεννα και Θεοφάνεια εορτάζονταν μαζί στις 6 Ιανουαρίου, όμως η επιλογή της 25ης Δεκεμβρίου έγινε από τον πάπα Ιούλιο (337 – 352), γιατί αυτός ήθελε να αντικαταστήσει με τα Χριστούγεννα τη σπουδαιότερη ειδωλολατρική εορτή, αυτή του Μίθρα, η οποία από το 275 μετά το διάταγμα του αυτοκράτορα Αυρηλιανού εορταζόταν και στη Ρώμη.
Οι Μιθραϊστές στις 25 Δεκεμβρίου πανηγύριζαν για τη «γέννηση του αήττητου ήλιου» (natalis in victim solis), γιατί τότε νόμιζαν ,εσφαλμένα, ότι αρχίζει να μεγαλώνει η ημέρα και να μικραίνει η νύχτα.
Αρχικά οι Ανατολικές Εκκλησίες κατηγορούσαν τις Δυτικές ότι γίνονται «συλλατρευταί» των ειδωλολατρών Μιθραϊστών. Σταδιακά όμως όλες ακολούθησαν το παράδειγμα των Δυτικών εκτός από τους Αρμένιους. Με την εισαγωγή του «Διονυσιακού χρονολογίου» όλες οι εκκλησίες διαχώρισαν τον εορτασμό Γέννησης και Βάπτισης.
Οι οπαδοί του γνωστικού αιρεσιάρχη Βασιλείδη(τέλη 1ου – αρχές 2ου αιώνα) τοποθετούσαν τη γέννηση του Χριστού σε δύο διαφορετικές ημερομηνίες: στις 20 Μαΐου και στις 19 ή 20 Απριλίου. Ο Κλήμης τοποθετεί τη Γέννηση του Χριστού στις 17 Νοεμβρίου.
Αργότερα, ο Επιφάνιος Κύπρου(367 – 403) τοποθετεί τη Γέννηση του Χριστού στις 6 Ιανουαρίου, ενώ ο ιερός Αυγουστίνος (354 – 430) δέχεται ότι ο Χριστός γεννήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου.
Ποια μέρα της εβδομάδας γεννήθηκε ο Χριστός;
Ο Ιππόλυτος ο Θηβαίος ισχυρίζεται ότι ο Ιησούς γεννήθηκε Κυριακή, ενώ ο Ευγένιος Βούλγαρις αναφέρει ότι σύμφωνα με τον ευρυμαθή μοναχό Antoine Augustin Calmet ο Χριστός γεννήθηκε Πέμπτη. Ο Γεώργιος Τραπεζούντιος (15ος αιώνας) και ο Αθηνών Μελέτιος ισχυρίζονται ότι ο Ιησούς γεννήθηκε Τετάρτη. Κανένας όμως από αυτούς δεν παραθέτει στοιχεία που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς του.
Το νέο χρονολογία του Διονύσιου εισήχθη επίσημα με το έργο του «Cyclus decem novennalis» (532). Στους πίνακες των πασχαλίων δεν αναφέρονται πλέον τα έτη «από κτίσεως Ρώμης», αλλά «από Χριστού».
Ωστόσο, η πρώτη αξιόλογη χρησιμοποίηση του νέου χρονολογίου έγινε πολύ αργότερα, τον 8ο αιώνα από τον Beda Venerabilis, ο οποίος το εισήγαγε στην εκκλησιαστική ιστορία του. Το 800 το χρησιμοποίησε ο Κάρολος ο Μέγας (Καρλομάγνος). Σε κοινή χρήση στην Ευρώπη τέθηκε τον 10ο αιώνα. Η Δυτική εκκλησία άρχισε να το χρησιμοποιεί στα χρόνια του Πάπα Λέοντα του Θ’, ενώ πολύ αργότερα (1623) το υιοθέτησε και η Ανατολική εκκλησία επί Κύριλλου Λούκαρη.
Την ανακρίβεια του διονυσιακού ημερολογίου ως προς το έτος Γέννησης του Χριστού έλεγξε και απέδειξε πρώτος ο Mounter.
Το Άστρο της Βηθλεέμ
Για το Άστρο της Βηθλεέμ, έχουν διατυπωθεί πάρα πολλές απόψεις. Ας τις δούμε, όπως τις παρουσιάζει ο Κωνσταντίνος Χασάπης στο βιβλίο του «Ο Αστήρ της Βηθλεέμ» .Εάν επρόκειτο για φυσικό ουράνιο σώμα, θα ανήκε σε μία από τις γενικές κατηγορίες των αστέρων: α) απλανών β) πλανητών γ) κομητών και δ) μετεώρων. Αναλυτικότερα, αν το Άστρο της Βηθλεέμ ήταν μετέωρο, θα μπορούσε να είναι διάττων αστέρας, βροχή διαττόντων ή βολίδα. Διατυπώθηκε επίσης η άποψη, ότι επρόκειτο για κομήτη. Ανάμεσα σ’ αυτούς που την υποστήριξαν ήταν και ο σπουδαίος Εκκλησιαστικός Πατέρας Ωριγένης, ενώ στα νεότερα χρόνια (1913), ο A. Stenzel στο έργο του «Jesus Christus and sein Stern», ισχυρίστηκε ότι επρόκειτο για τον κομήτη του Χάλεϊ, που εμφανίστηκε το 12 π.Χ.
Όσο για τους πλανήτες, στην αρχαιότητα ήταν γνωστοί ο Δίας, ο Κρόνος, ο Ερμής, ο Άρης και η Αφροδίτη, ενώ ο Ήλιος και η Σελήνη, θεωρούνταν επίσης πλανήτες. Ακόμα, διατυπώθηκε η άποψη ότι το Άστρο της Βηθλεέμ, ήταν μεταβλητός αστέρας. Οι αρχαίοι αστρονόμοι, γνώριζαν μόνο ένα είδος μεταβλητών αστέρων, τους νόβα. Να σημειώσουμε ότι ο πρώτος μεταβλητός αστέρας ανακαλύφθηκε το 1596 από τον Fabricius. Πρόκειται για τον Mira Ceti.
Όσον αφορά τους «νέους» αστέρες (nova), ο τελευταίος που εμφανίστηκε κατά τα προχριστιανικά χρόνια, παρατηρήθηκε στον Σκορπιό το 134 π.Χ., ενώ ο επόμενος παρατηρήθηκε το 107 μ.Χ. στον αστερισμό των Διδύμων. Εκτός από τις καθαρά αστρονομικές ερμηνείες, διατυπώθηκε και η άποψη ότι το Άστρο των μάγων, ήταν μετεωρολογικό φαινόμενο. Φωτεινή ηλιακή ή και σεληνιακή άλως, στέμμα ή και ακτινωτός φωτεινός σταυρός που κάλυπτε τον Ήλιο, είναι φαινόμενα που πρέπει να εξεταστούν.
Όμως, όπως αποδεικνύει στο βιβλίο του ο σπουδαίος αστρονόμος Κ. Χασάπης, το Άστρο της Βηθλεέμ δεν θα μπορούσε να είναι τίποτα απ’ όλα αυτά. Περισσότερες λεπτομέρειες, δεν θα είχε νόημα να αναφέρουμε καθώς θα μπαίναμε σε αστρονομικούς όρους και θέματα, που θα ξέφευγαν από τα πλαίσια ενός άρθρου για το ευρύ κοινό.
Πόσοι ήταν οι μάγοι της Βηθλεέμ;
Γνωρίζουμε από τα σχολικά χρόνια ότι οι μάγοι που προσκύνησαν και έφεραν δώρα στον νεογέννητο Χριστό, ήταν τρεις. Ο Γασπάρ, ο Μελχιώρ και ο Βαλτάσαρ. Το μόνο από τα τέσσερα κανονικά Ευαγγέλια που αναφέρει τους μάγους, είναι το Κατά Ματθαίον. Δεν αναφέρει όμως τον αριθμό τους αλλά μόνο τα δώρα που έφεραν: Χρυσό, λιβάνι και σμύρνα. Πίνακες των πρώτων αιώνων του Χριστιανισμού, απεικονίζουν δύο, τρεις ή και τέσσερις μάγους, ενώ ένας αναφέρει ότι ήταν οχτώ! Ο πρώτος που κάνει μνεία για τρεις μάγους, ήταν ο πάπας Λέων ο Μέγας (440-461): Όμως, ο αριθμός αυτός, όπως γράφει ο Ωριγένης, συνδέεται με τον αριθμό των δώρων και δεν προκύπτει από κάπου αλλού. Ο πρώτος που αναφέρει τα ονόματα των τριών Μάγων, ως Βιθισαρεά, Μελχιώρ και Γκαθασπά, ήταν ο Beda Venerabilis (672-735). Τα ονόματά τους όμως, υπάρχουν και σε χειρόγραφο («Liber pontificialis ecclesia Ravenatis»), που βρίσκεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού, που γράφτηκε μεταξύ 7ου και 8ου αιώνα, από τον ιστορικό Angellus της Ραβένας. Και οι δύο όμως, φαίνεται ότι άντλησαν τις πληροφορίες τους από το περίφημο ψηφιδωτό του ναού του αγίου Απολλιναρίου της Ραβέννας, που φιλοτεχνήθηκε το 560 μ.Χ. Ο άγνωστος αγιογράφος του ναού, φαίνεται ότι είναι ο «ονοματοδότης» των τριών Μάγων, τα ονόματα των οποίων έφτασαν ως τις μέρες μας παραλλαγμένα. Πολλά έχουν γραφτεί για την ιδιότητα των μάγων και την χώρα προέλευσής τους. Η μόνη εκδοχή που συνάδει με τη διήγηση του Ματθαίου, είναι πως επρόκειτο για ανατολίτες αστρολόγους, οι οποίοι μπορεί να ήταν ιερείς, μπορεί και όχι.
Η θεωρία του Kepler για τον «αστέρα των Μάγων»
Στα νεότερα χρόνια, η αστρονομία συνέχισε να αναζητά την πραγματικότητα για το Άστρο της Βηθλεέμ. Σταδιακά, άρχισε να διατυπώνεται η άποψη ότι η λέξη «αστήρ» του Ματθαίου, μπορεί να αφορά τη σύνοδο δύο πλανητών ή ενός πλανήτη και ενός απλανούς. Η σύνοδος των πλανητών Δία και Κρόνου στις 17 Δεκεμβρίου 1603 και ο σουπερνόβα της 10ης Οκτωβρίου 1604, οδήγησαν τον μεγάλο Γερμανό αστρονόμου J. Kepler (1571-1630), να διατυπώσει μία θεωρία για το Άστρο της Βηθλεέμ, που «επιβίωσε» για 350 χρόνια, αν και δεν καλύπτει πλήρως τα Ευαγγελικά δεδομένα.
Ο Kepler, είχε πολλούς ενδοιασμούς για την παρουσίαση της θεωρίας του. Στη μελέτη του «De stella nova in pede Serpentarii», αναφέρεται στον σουπερνόβα του 1604. Η μελέτη αυτή κυκλοφόρησε αυτή κυκλοφόρησε το 1606. Την επιστημονική του άποψη, την ολοκλήρωσε σε τρία βιβλία (1606, 1613, 1614).
Στο πρώτο μέρος της θεωρίας του, ο Kepler, αναφέρει ότι το 7 π.χ. συνέβηκε «τριπλή σύνοδος» Δία-Κρόνου και το 6 π.Χ. σχηματίστηκε τρίγωνο από τους πλανήτες Άρη-Δία και Κρόνου, που αποτέλεσε προανάκρουσμα της εμφάνισης του αστέρα των Μάγων. Επίσης, λέει ότι οι Μάγοι ήταν Χαλδαίοι αστρολόγοι, καθώς ο συγκεκριμένος λαός, είχε πολύ καλή σχέση με την αστρολογία.
Η ερμηνεία του Κ. Χασάπη για το Άστρο της Βηθλεέμ
Η θεωρία του Kepler, δεν ήταν απολύτως ορθή. Πολλοί αστρονόμοι, ανάμεσά τους και ο Κ. Χασάπης με λεπτομερείς υπολογισμούς διόρθωσαν κάποια σημεία της. Συγκεκριμένα, ο μεγάλος Έλληνας αστρονόμος, καταλήγει στα εξής συμπεράσματα. Ο Χριστός γεννήθηκε στις 6 Δεκεμβρίου του 5 π.Χ. Η προσκύνηση των Μάγων έγινε στις 19 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους. Πραγματικά, ο αστέρας φάνηκε δύο χρόνια πριν τη Γέννηση του Ιησού, η 19η Δεκεμβρίου συμπίπτει με τη 13η μέρα από τη Γέννηση του Ιησού, όπως αναφέρουν ο Αθηνών Μελέτιος, ο Calmet κ.ά. Επίσης, η θεωρία του Κ. Χασάπη, καλύπτει πλήρως όσα αναφέρονται στα Ευαγγέλια. Ο Ιησούς γεννήθηκε «εν ημέραις Ηρώδου του βασιλέως», ο οποίος πέθανε στις 13 Μαρτίου 4 π.Χ. Ήταν «ωσεί ετών τριάκοντα, εν έτει πέντεκαιδεκάτω (15ο) της ηγεμονίας Τιβερίου Καίσαρος», δηλαδή το 26-27 και ήταν «ωσεί ετών τριάκοντα», όταν είχαν συμπληρωθεί «τεσσαράκοντα και εξ έτη», από την έναρξη των εργασιών ανοικοδόμησης του ναού των Ιεροσολύμων, δηλαδή το 24 μ.Χ. Τέλος, το Αστέρι της Βηθλεέμ, ήταν ο Κρόνος, ηγετικός πλανήτης της μεγάλης συγκέντρωσης του 6 π.Χ. κατά τη στάση του της 19ης Δεκεμβρίου του 5 π.Χ.
Ποιος ήταν ο Κωνσταντίνος Χασάπης
Ο Κ. Χασάπης γεννήθηκε στη Βέροια το 1914. Από το 1946, ήταν αστρονόμος του «Αστρονομικού Σταθμού Πεντέλης», του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών. Το 1957, έγινε επιμελητής του Εργαστηρίου Αστρονομίας στο ΕΜΠ. Εκτέλεσε παρατηρήσεις της ηλιακής φωτόσφαιρας και συνεργάστηκε με τα Αστεροσκοπεία Χάρβαρντ, Ζυρίχης και Κωνσταντινούπολης.
Μελέτησε κομήτες και εκλείψεις, ενώ άφησε πλούσιο συγγραφικό έργο. Σε πολλές ιστοσελίδες (πηγή: Βικιπαίδεια), αναφέρεται ως μέλος της μυστικής, υποθετικής «Ομάδας Έψιλον».Πέθανε το 1972.
Βασική πηγή μας για το άρθρο, ήταν το βιβλίο του Κωνσταντίνου Σ. Χασάπη, «Ο ΑΣΤΗΡ ΤΗΣ ΒΗΘΛΕΕΜ», Εκδόσεις ΕΣΟΠΤΡΟΝ, 2005.