Ο Επίσκοπος Κερνίτσης Χρύσανθος και η αρχιεροσύνη ως χαρισματική διακονία

    Ημερομηνία:

    DIVICO

    Επιχειρώντας ο μέγας απόστολος των Εθνών Παύλος να περιγράψει στον μαθητή του, επίσης απόστολο και «πρώτο επίσκοπο Κρήτης», Τίτο τα θεμελιώδη γνωρίσματα της προσωπικότητας του προεστώτος της Ευχαριστιακής Συνάξεως και προεξάρχοντος της εν Χριστώ θυσιαστικής αγάπης, δηλαδή ότι «δεῖ  γὰρ  τὸν  ἐπίσκοπον  ἀνέγκλητον  εἶναι  ὡς  Θεοῦ  οἰκονόμον,  μὴ  αὐθάδη,  μὴ ὀργίλον,  μὴ πάροινον,  μὴ πλήκτην,  μὴ αἰσχροκερδῆ, ἀλλὰ φιλόξενον,  φιλάγαθον, σώφρονα,  δίκαιον,  ὅσιον,  ἐγκρατῆ, ἀντεχόμενον  τοῦ  κατὰ  τὴν  διδαχὴν  πιστοῦ  λόγου,  ἵνα  δυνατὸς  ᾖ  καὶ  παρακαλεῖν  ἐν  τῇ  διδασκαλίᾳ  τῇ ὑγιαινούσῃ καὶ  τοὺς  ἀντιλέγοντας  ἐλέγχειν» (Τίτ. 1, 8-9), ιχνογράφησε θεωρούμε με ακρίβεια, οριοθέτησε με περιεκτικότητα, αλλά και αποτύπωσε με ενάργεια την όλη πολιτεία του Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Κερνίτσης κ. Χρυσάνθου.

    Ο Επίσκοπος Κερνίτσης Χρύσανθος με την καθόλου βιωτή του ως αρχιερεύς, σαρκώνει πλήρως και υποστασιοποιεί στο σεπτό του πρόσωπο τα παραπάνω παύλεια αποστολικά χαρίσματα, που θα πρέπει να κοσμούν τον αληθινό επίσκοπο ως ευαγγελικό Ποιμένα και «τύπον» του Χριστού, αναδεικνύοντας με την ποιότητα του ήθους και την παραδοσιακότητα του φρονήματός του το ύψιστο θεσμικά εκκλησιαστικό αξίωμα που φέρει, σε χαρισματική διακονία ανιδιοτελούς θυσιαστικής προσφοράς προς τον συνάνθρωπο προς δόξαν Θεού, διανθισμένο έντονα και εμπλουτισμένο σύμμετρα με τη χαρά της προσδοκίας και την προσμονή της έλευσης και της επικράτησης της Βασιλείας Του.

    Το ιερό προνόμιο να συγκαταλέγει στον κλήρο της και να εμπεριέχει στους κόλπους της επίσκοπο με ευαγγελικό βίο, αποστολικό φρόνημα και ανεπίληπτο ήθος, έλαχε «θεία χάριτι, συνάρσει και οικονομία», ως λαμπρή κληρουχία, στην Αποστολική Εκκλησία των Πατρών, η οποία, εκτός από αυτήν με την ενθρόνιση του Ποιμενάρχου της κ. Χρυσοστόμου από την άνοιξη του 2005, δέχθηκε επίσης και την πολύ μεγάλη ευλογία από τον Θεό να αποκτήσει από τις αρχές Οκτωβρίου του 2014 έξοχο Βοηθό Επίσκοπο με την εκλογή του αγίου Κερνίτσης, ενός, κατά κοινή ομολογία, εκ των πλέον εγκρίτων, εναρέτων και επιφανών κληρικών της, γαλουχημένου και ανατεθραμμένου σχεδόν εξολοκλήρου στα πνευματικά της σπλάχνα.

    1. Η Καταγωγή, η Γέννηση και η Εγκατάσταση στην Πάτρα

    Παρόλο που ο Θεοφιλέστατος γεννήθηκε στα Καμπιτσάτα της νήσου Κεφαλληνίας το 1952  και έλαβε εκεί κατά το άγιο Βάπτισμα, προς τιμήν του προστάτου της νήσου της καταγωγής του Οσίου Γερασίμου του Νέου Ασκητού, το όνομα Γεράσιμος, αλλά και προσέλαβε στη γενέτειρά του σημαντικό μέρος της εγκυκλίου παιδείας του, σε αρκετά πρώιμη νεανική ηλικία εγκαταστάθηκε μόνιμα με την οικογένειά του στην πόλη των Πατρών, όπου, με σημείο αναφοράς κυρίως τον Ιερό Ναό της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας, στον οποίο επί σειρά ετών προσέφερε με πολύ αγάπη και σεβασμό τη διακονία του, συνδέθηκε στενότατα με το ευρύτερο και πνευματικά πλούσιο εκκλησιαστικό περιβάλλον της πόλεως του Αγίου Ανδρέου, με σκοπό να οικοδομήσει σταδιακά τη μέλλουσα ιερατική του προσωπικότητα, ώστε να υπογραμμίζει κατά την αρχιερατική του χειροτονία για τους πνευματικούς του αλείπτες στην πόλη των Πατρών, πως «αὐτήν τήν ὥραν …, ὠφειλετικῶς μνημονεύω πάντων ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἔγιναν τά ὄργανα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ δι’ ἐμέ καί καλλιέργησαν στήν ψυχή μου τήν μεγάλη ἀγάπη γιά τόν γλυκύτατον Ἰησοῦν». Στην πνευματικώς ανθούσα μεγαλούπολη του Πρωτοκλήτου, ο νεαρός Γεράσιμος σύναψε ακατάλυτο δια βίου πνευματικό σύνδεσμο, αλλά και κατέστησε ως πρότυπο κληρικού στην καρδιά του τον μακαριστό Αρχιμ. Ιάκωβο Λιαρομάτη, «τόν μεγάλο αὐτόν ἀχθοφόρο τῆς ἀγάπης», από τον οποίον μάλιστα έλαβε και την κανονική συμμαρτυρία αργότερα για την ένταξή του στον ιερό Κλήρο. Εκτός από τον Αρχιμ. Ιάκωβο όμως, στους πνευματικούς του πατέρες και οδηγούς συγκαταλέγει επίσης και τους τότε εφημερίους της Αγίας Βαρβάρας, «τόν πατέρα Ἀνδρέα Ἀνδρεόπουλο», αλλά και τον ενάρετο και σεμνό π. Γεώργιο Παπασταύρου, «πλησίον τοῦ ὁποίου», όπως αναφέρει, «ἐμαθήτευσα καί διδάχθηκα τό γνήσιο ἐκκλησιαστικό φρόνημα»,  γι’ αυτό και διατήρησε τον ισχυρό πνευματικό τους σύνδεσμο ακόμη και έπειτα από την μετάθεση του π. Γεωργίου στον Ιερό Ναό της Παντανάσσης, ύστερα από τα μέσα της δεκαετίας του 1970.

    2.  Η Προετοιμασία για την Ένταξη στον Ιερό Κλήρο και οι Σπουδές

    Έχοντας ο φέρελπις Γεράσιμος βαθιά επιθυμία να διακονήσει, αν ο Θεός θα το επέτρεπε, το Άγιο Θυσιαστήριο, συνδέθηκε παράλληλα πολύ στενά και εξαρχής με τον άρτι ενθρονισθέντα τότε μητροπολίτη Πατρών κυρό Νικόδημο (1974-2015), εκκλησιαστικό άνδρα υψηλού κύρους και διορθοδόξου βεληνεκούς, ιεροπρεπώς μεγαλοπρεπή και κόσμιο, κάτοχο σπάνιας θύραθεν και θεολογικοεκκλησιαστικής παιδείας, ευγενή και ευπροσήγορο, νουνεχή και φρόνιμο, ο οποίος τον περιέβαλε με ιδιαίτερη στοργή και πολλή πατρική αγάπη, τον υποστήριξε παντοιοτρόπως και τον ενίσχυσε ουσιαστικά στην πνευματική του πορεία προς την αγία Ιερωσύνη, αλλά και τον ευεργέτησε «πολυμερώς και πολυτρόπως» με την συγκατάθεσή του αρχικά για την συμπερίληψή του στην αδελφότητα της παλαιφάτου Μονής της Γηροκομιτίσσης με την μοναχική του απόκαρση στο Καθολικό της, αλλά και καθιστώντας τον κατόπιν και έπειτα από την ένταξη του το έτος 1975 στον ιερό Κλήρο της εν Πάτραις παροικούσης Εκκλησίας του Θεού, έναν από τους στενότερους συνεργάτες του, ώστε – κατά την ημέρα της χειροτονίας του ο νέος επίσκοπος – να αισθάνεται έντονα, πως ο πολιός και σοφός κεκοιμημένος ιεράρχης, «συναγάλλεται μεθ’ ἡμῶν ἀπό τά οὐράνια σκηνώματα», αλλά και ότι «οἱ θεοπειθεῖς εὐχές [του] μέ ἐστήριζαν ὅσο ζοῦσε καί τώρα μέ συνοδεύουν ἀπό τόν οὐρανό ὅπου εὑρίσκεται».

    Η πολυετής και εύορκη διακονία του εχέμυθου, υπάκουου και εργατικού π. Χρυσάνθου ως αρχιδιακόνου κοντά στον αοίδιμο Νικόδημο, αλλά και η στενότατη συνεργασία τους στη συνέχεια σε πολλούς τομείς του μητροπολιτικού έργου, προσέφερε την ευκαιρία στο νεαρό προσοντούχο και ενάρετο ιερομόναχο να μαθητεύσει καρποφόρα «παρά τους πόδας» του έμπειρου και διακριτικού ιεράρχου, με αποτέλεσμα να κληρονομήσει και να εφαρμόσει ως κληρικός, πρεσβύτερος και ιδιαιτέρως ως επίσκοπος αργότερα, πολλά από τα πλούσια χαρίσματα του νουνεχούς Ποιμένος των Πατρών, ο οποίος λειτούργησε μάλλον, καθώς φαίνεται, ως πρότυπο επισκοπικού ήθους και αρχιερατικής πολιτείας για τον νέο ενθουσιώδη και καλόκαρδο κληρικό, γεγονός που προβάλλει έντονα και σημειώνεται με έμφαση από πολλούς από τους παλαιότερους κυρίως κληρικούς της Μητροπόλεώς μας, οι οποίοι είχαν την ευκαιρία να συναναστραφούν τον μακαριστό Νικόδημο ως καθημερινό άνθρωπο και οπωσδήποτε ως αρχιερατική προσωπικότητα στον ακραιφνώς ιδιωτικό του βίο, ώστε στην πολιτεία του Θεοφιλεστάτου να ανιχνεύονται αρκετά από τα πολλά χαρίσματα του γεραρού ιεράρχου, όπως η φυσική ευγένεια, η στοργική συμπεριφορά προς τους κληρικούς, η μετρημένη σοβαρότητα και η ενδεδειγμένη παιδαγωγικού χαρακτήρα απόσταση, όχι όμως και η περιφρόνηση, η υποβάθμιση ή η αποδοκιμασία των συλλειτουργών του πρεσβυτέρων και διακόνων, η αγαθή ευφυΐα, δηλαδή η αποστολική «σοφία», η πολλή διακριτικότητα, η μεγάλη υπομονή, η κρυφή φιλανθρωπία, η συγχωρητικότητα προς όλους, το αδιακρίτως ακατάκριτον, η εύγλωττη και ποικιλοτρόπως βοώσα σιωπή, η λεπτότητα των τρόπων, καθώς και η διαρκής μέριμνα άμβλυνσης των παρεκκλίσεων και θεραπείας των πτώσεων των αδελφών συμπρεσβυτέρων και συνδιακόνων χωρίς τον σκανδαλισμό του λαού του Θεού με τη δημοσιοποίηση των αδυναμιών τους σε λαϊκούς αδελφούς, γεγονός που αναδεικνύει και προβάλλει την αρχιερατική πορεία του επισκόπου Κερνίτσης ως ένα επίπονο ανηφορικό πνευματικό άθλημα χαρισματικής διακονίας, αποφορτισμένο, αλλά όχι παντελώς απαλλαγμένο από τα θεσμικά του χαρακτηριστικά, τα οποία ωστόσο υποχωρούν ενίοτε ή και παρακάμπτονται διακριτικά και κατά περίπτωση προς όφελος της σωτηρίου αγάπης και, όπως συνηθίζει να αναφέρει στα κηρύγματά του, «προς σωτηρίαν ψυχών αθανάτων περί ών Χριστός απέθανε».

    Έτσι, με πρότυπα τους πνευματικούς του πατέρες στην Πάτρα, αλλά και έπειτα από την ευλογητή αρωγή και προτροπή του διορατικού μητροπολίτου Νικοδήμου, ο νεαρός κληρικός ολοκλήρωσε την πρόσληψη της ανώτερης και ανώτατης παιδείας του, με σκοπό να διευρύνει περισσότερο τους πνευματικούς του ορίζοντες και να προετοιμαστεί αρτιότερα για το ιερατικό στάδιο της ζωής του, με την φοίτησή του αρχικά στην Ανωτέρα Ιερατική Σχολή Θεσσαλονίκης και κατόπιν στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου σπούδασε με ζήλο και επιμέλεια την ιερά επιστήμη, αλλά και ευτύχησε να γνωριστεί με τον τότε διάκονο και σήμερα Σεβασμιώτατο Ποιμενάρχη μας κ. Χρυσόστομο, με τον οποίο μάλιστα συνδέθηκε στενά και σφυρηλάτησε αδελφική φιλία, γεγονός που αποτέλεσε τη βάση για την μετέπειτα και μέχρι σήμερα υποδειγματική και άψογη συνεργασία τους ως συνεπισκόπων στην Εκκλησία του Πρωτοκλήτου.

    3.  Η Είσοδος στον Μοναχισμό, η Αρχιδιακονία και η Ιερατική Διακονία

    Έχοντας αποφασίσει την ένταξή του στον άγαμο μοναχικό κλήρο, ο νεαρός Γεράσιμος εκάρη, κατά τη διάρκεια των σπουδών του,  μοναχός στην Ιερά Μονή Παναγίας της Γηροκομητίσσης στις 8 Νοεμβρίου του 1975 σε ηλικία εικοσιτριών ετών, λαμβάνοντας κατ’ επιθυμίαν του μακαριστού Νικοδήμου το όνομα Χρύσανθος, προς τιμήν του από Τραπεζούντος, αοιδίμου και διαπρεπούς αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσάνθου, κατά την σχετικά σύντομη πρωθιεραρχική διακονία του οποίου, ο τότε μητροπολίτης Πατρών είχε διατελέσει αρχιδιάκονος και ιδιαίτερος Γραμματέας του. Την επομένη της μοναχικής του κουράς, στις 9 Νοεμβρίου, κατά τη θεία Λειτουργία της εορτής του σκληρά και άδικα συκοφαντηθέντος Αγίου επισκόπου της υπομονής, της σιωπής και της ταπεινώσεως, Νεκταρίου του Πενταπόλεως, στο Ναό του οποίου μάλιστα επρόκειτο κατόπιν να διακονήσει καλλίκαρπα ως ιερομόναχος, χειροτονήθηκε διάκονος από τον Πατρών Νικόδημο, ο οποίος, εκτιμώντας το ήθος και τα πολλά χαρίσματα του νέου κληρικού, τον κατέστησε, όπως ήδη αναφέρθηκε, αρχιδιάκονό του για επτά συναπτά έτη, τοποθετώντας τον για τον σκοπό αυτό, αλλά και κατά το συνήθως επικρατούν περί των αρχιδιακόνων των Ποιμένων των Πατρών έθος, στον μεγαλώνυμο Ιερό Ναό του Αγίου Πρωτοκλήτου Ανδρέου.

    Στις 12 Σεπτεμβρίου του 1982 και έπειτα από μια μακρά και επίπονη, αλλά καρποφόρα και πολύ διδακτική για τον επιμελή και σεμνό π. Χρύσανθο διακονία, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον ευεργέτη του μακαριστό Νικόδημο, από τον οποίο προχειρίστηκε κατόπιν Σύγκελλος στις 15 Μαΐου του 1983 και αρχιμανδρίτης στις 9 Νοεμβρίου του 1986. Παρόλο που θα είχε τη δυνατότητα να επιτύχει την τοποθέτησή του σε εφημεριακή θέση περίοπτης ενορίας των Πατρών, ο σεμνός και ολιγαρκής ιερομόναχος δέχθηκε ωστόσο με πολλή προθυμία, δείγμα σαφές του ήθους του, να τοποθετηθεί και να διακονήσει ως εφημέριος και προϊστάμενος στον Ιερό Ναό του Αγίου Νεκταρίου, ευρισκόμενο στο κέντρο της συνοικίας των προσφυγικών στη νοτιοδυτική πλευρά της πόλεως, δηλαδή σε μια περιοχή υποβαθμισμένη οικονομικά και βιωτικά, εφόσον κατοικείται από λαό ευλογημένο και κοσμημένο με μεγάλη ευσέβεια, αλλά με πολλές υλικές και ποικίλες πνευματικές ανάγκες. Άνθρωπος εργατικός και ζηλωτής στο εκκλησιαστικό έργο ο π. Χρύσανθος, αλλά και χαρακτήρας ενθουσιώδης, συναρπαστικός, εξωστρεφής και προσηνής, ευπροσήγορος και οικοδομητικά ετοιμόλογος, κέρδισε αμέσως την αγάπη και την εμπιστοσύνη των ενοριτών του, ώστε στα τριάντα δύο χρόνια που εφημέρευσε εκεί, να καταφέρει να μεταμορφώσει κυριολεκτικά και να αναδείξει την υποβαθμισμένη ενορία του, την οποία μετέτρεψε σε φωτεινή πνευματική κυψέλη, με κορυφαίο γεγονός τη διασφάλιση και τη μόνιμη εναπόθεση εντός του Ναού αποτμήματος του ιερού Λειψάνου του Αγίου Νεκταρίου, μεταβάλλοντάς την ουσιαστικά με τον τρόπο αυτό σε παναχαϊκό προσκύνημα του θαυματουργού Μητροπολίτου της αιγυπτιακής Πενταπόλεως, αλλά και καθιστώντας την επίκεντρο της ζωής της συνοικίας των προσφυγικών, εφόσον, με τη συνδρομή των κατά καιρούς συνεφημερίων του, όπως και πολλών άλλων εθελοντών ή πνευματικών του τέκνων κληρικών, καθιέρωσε καθημερινό εντατικό λειτουργικό πρόγραμμα, φρόντισε για τον εμπλουτισμό, την ευπρέπεια και την επέκταση του Ναού με τη δημιουργία παρεκκλησίων και βοηθητικών χώρων, προσέλκυσε πολλούς και εξαιρετικούς συνεργάτες λαϊκούς ως εθελοντές στο ποιμαντικό του έργο, αλλά και κόσμησε την ενορία με το πολυδύναμο και πολυώροφο Πνευματικό της Κέντρο στη νοτιοανατολική πλευρά του Ναού, όπου φιλοξενούνται όλες οι ενοριακές εκδηλώσεις, καθώς και άλλες πολλές και ποικίλες πνευματικές δραστηριότητες. Στο πλαίσιο αυτό επίσης, καλλιέργησε με καταπληκτικά αποτελέσματα την κατήχηση των νέων παιδιών, διατηρώντας επιπλέον υποδειγματικές σχέσεις με το διδακτικό προσωπικό των σχολείων όλων των βαθμίδων της ενορίας του, αλλά και ανέπτυξε ευρύτατο δίκτυο κρυφής κατά το πλείστον φιλανθρωπίας, ευεργετώντας διακριτικά, αθόρυβα και αποτελεσματικά πληθώρα ενοριτών ή άλλων αναξιοπαθούντων Πατρέων με τρόφιμα, οργάνωση σισιτίου, προσφορά ειδών ρουχισμού, αλλά και σεβαστά χρηματικά ποσά.

    Το ζωηρό ενδιαφέρον του π. Χρυσάνθου επίσης, αλλά και η σθεναρή του προσπάθεια για την υλική αρωγή και την πνευματική ενίσχυση, σε συνεργασία με άλλους κληρικούς της Μητροπόλεώς μας, των εμπεριστάτων και αναξιοπαθούντων αδελφών μας Σέρβων κατά τη δεκαετία του 1990, είχε ως αποτέλεσμα να τύχει της ευαρέσκειας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Σερβίας, με την απονομή στο πρόσωπό του, ως της πλέον υψηλότερης επιβραβεύσεως της μεγάλης του προσφοράς, της ανώτατης εκκλησιαστικής διακρίσεως από τον τότε οσιώτατο Πατριάρχη κυρό Παύλο, που είναι το παράσημο του τάγματος του Αγίου Σάββα, το οποίο μάλιστα του ενεχείρισε στην Πάτρα εκ προσώπου του Πατριάρχου του, ο τότε επίσκοπος Ερζεγοβίνης, καθηγητής και διαπρεπής σύγχρονος θεολόγος, μακαριστός πλέον Αθανάσιος Jevtić (Γιέβτιτς).

    Εκτός από την υλική υποστήριξη των ενοριτών του όμως, ο π. Χρύσανθος φρόντισε με πολλή επιμέλεια και για την πνευματική τους κατάρτιση και την εν Χριστώ οικοδομή, ασκώντας με μεγάλη σύνεση, διάκριση και αποτελεσματικότητα το έργο της πνευματικής πατρότητος, προσφέροντας με τον τρόπο αυτό και σε καθημερινή σχεδόν βάση μεγάλο επιστηριγμό, ανακούφιση και ορθή καθοδήγηση σε χιλιάδες ψυχές, ένα πολύμοχθο έργο που συνεχίζει με ζέση και προς ψυχική ωφέλεια των πνευματικών του τέκνων και ως επίσκοπος μέχρι σήμερα στον Άγ. Νεκτάριο, όπου όρθιος και παρά τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει, εξομολογεί επί ώρες πολλές όποιον επιζητήσει παρηγορία και αναψυχή στο πετραχήλι και το ωμοφόριό του, βιώνοντας έτσι εντονότερα κι εκείνος την αρχιερωσύνη του ως χαρισματική διακονία θεραπείας και ιάσεως των πεφορτισμένων ψυχών, αλλά και αποκαλύπτοντας το αληθές περιεχόμενο της αποστολής του ως «Καλού Ποιμένος» επισκόπου, ο οποίος φέρει επί των ώμων του το κάθε απολωλός πρόβατο, εφόσον, όπως όλοι γνωρίζουμε καλώς, ο Θεοφιλέστατος αισθάνεται ταγμένος να μεριμνά νυχθημερόν και ακατάπαυστα για τη σωτήρια επιστροφή στην Αγία Ποίμνη, την Μητέρα μας Εκκλησία, του κάθε διασωθέντος πρώην απολωλότος, ώστε να το παραδώσει καθαρό και αλώβητο στον Δεσπότη του και Αρχιποίμενα Χριστό.

    4. Η Αρωγή στο ευρύτερο Μητροπολιτικό Έργο

    Παράλληλα με τα πολλαπλά του ποιμαντικά καθήκοντα στην ενορία του Αγ. Νεκταρίου ωστόσο, ο π. Χρύσανθος διακόνησε επίσης με προθυμία και το ευρύτερο μητροπολιτικό έργο ως συναρπαστικός και εύγλωττος Ιεροκήρυξ, με πυκνές επισκέψεις και πνευματικές ομιλίες σε διάφορες ακολουθίες και πανηγύρεις ενοριών της πόλεως, των προαστίων, αλλά και της υπαίθρου – οπότε ευτύχησε να τον γνωρίσει, να τον εκτιμήσει βαθιά και να τον αγαπήσει δια βίου ο γράφων ως νεαρός διάκονος ακόμη και ανήκων στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών στην πανήγυρη του Αγ. Γεωργίου, της ενορίας του Ρίου Πατρών, το έτος 1992. Εκτός αυτού όμως, ο π. Χρύσανθος προσέφερε με πολλή διάθεση και αποτελεσματικότητα τις υπηρεσίες του και ως υπεύθυνος του Οικοτροφείου της Ιερατικής Σχολής της Μητροπόλεως Πατρών, αλλά και ως Γενικός Διευθυντής και βασικός παραγωγός εκπομπών των Μέσων Γενικής Ενημερώσεως, του ραδιοφωνικού «Αποστολική Εκκλησία των Πατρών» και του τηλεοπτικού σταθμού «Λύχνος», της Ιεράς μας Μητροπόλεως, καθώς και ως συμπαραστάτης πρόθυμος και ακούραστος σε πολλές άλλες πτυχές του ποικίλου ποιμαντικού έργου της εκκλησιαστικής μας επαρχίας. Έτσι, η αγάπη του προς τη νεότητα και η ευαισθησία του για την ορθόδοξη διάπλασή της, τον οδήγησε, έπειτα από ευλογία του μητροπολίτου Νικοδήμου, στο να διακονήσει με ιδιαίτερη επιτυχία και επί σειρά ετών ως Θεολόγος Καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση, σε σχολεία κυρίως του Νομού Αχαΐας, προσφέροντας υποδειγματικά τη διδακτέα ύλη στους μαθητές του, συνοδευόμενη πάντοτε από το προσωπικό του παράδειγμα ως επισφράγισμα των λόγων του, αλλά και ως υπόδειγμα δασκάλου που αγαπά και περιβάλλει με πολλή στοργή τα παιδιά, ασκώντας ουσιαστικά την εκπαιδευτική του ιδιότητα ως προέκταση του ποιμαντικού του έργου. Η πλούσια εκπαιδευτική του εμπειρία μάλιστα, οδήγησε επιπλέον και στην τοποθέτησή του ως υπευθύνου εφημερίου του ΑΤΕΙ Πατρών, όπου έδωσε, με έντονα εποπτικό τρόπο, τη μαρτυρία της ορθοδόξου πίστεως και του εκκλησιαστικού ήθους στους σπουδαστές και τις σπουδάστριες του Τεχνολογικού Ιδρύματος της πόλεώς μας.

     5. Η Συνεργασία με τον Μητροπολίτη Πατρών κ. Χρυσόστομο και η Εκλογή σε Βοηθό Επίσκοπο

    Εργαζόμενος με εκκλησιαστικό φρόνημα ο π. Χρύσανθος και έχοντας καλλιεργήσει υγιές ορθόδοξο ιερατικό ήθος, συνέχισε απρόσκοπτα το πολύπλευρο αυτό έργο και έπειτα από την παραίτηση του πολιού και ασθενούς μητροπολίτου Νικοδήμου και την ενθρόνιση του διαδόχου του μητροπολίτου Πατρών κ. Χρυσοστόμου την άνοιξη του 2005, τον οποίο περιέβαλε επίσης με πολύ σεβασμό, αδιάκριτη υπακοή, πλήρη αφοσίωση και πολλή αγάπη. Γι’ αυτό και με την άδεια και την ευλογία του νέου Ποιμενάρχου του, εξακολούθησε, και μάλιστα με εντατικότερους ρυθμούς, να διευθύνει τον Ραδιοφωνικό και τον Τηλεοπτικό Σταθμό της Ιεράς μας Μητροπόλεως, αλλά και να αναλάβει επιπλέον την ευθύνη για την οργάνωση και τη λειτουργία του αρτισύστατου τότε Γραφείου Νεότητος, όπως και τα καθήκοντα του Αρχιερατικού Επιτρόπου Μεσσάτιδος. Η παροιμιώδης και υποδειγματική αφοσίωση του π. Χρυσάνθου στον νέο Ποιμένα των Πατρών, η εχεμύθειά του, η ακατάβλητη εργατικότητά του, ο αποστολικός του ζήλος, το λίαν επιτυχές και καρποφόρο μέχρι τότε ποιμαντικό του έργο, αλλά και το ανεπίληπτο του ήθους και της πολιτείας του συντέλεσαν, ώστε «οἱ φιλικοί δεσμοί ἀπό τά φοιτητικά μας χρόνια [όπως ό ίδιος ανέφερε, απευθυνόμενος στον Μητροπολίτη του, στον χειροτονητήριο λόγο του,] μέ τόν ἐρχομό σας στήν Πάτρα, ἔγιναν ἄρρηκτος πνευματικός σύνδεσμος πρός δόξαν Θεοῦ καί γιά τό καλό τῆς Ἐκκλησίας», με αποτέλεσμα δέκα έτη σχεδόν έπειτα από την ανάρρησή του στον θρόνο του Πρωτοκλήτου, ο διορατικός Ποιμενάρχης μας, εκτιμώντας το ήθος, τη φιλέργια, τον ιεραποστολικό του ζήλο, αλλά και διαβλέποντας τη μεγάλη πνευματική ωφέλεια που επρόκειτο να αποκομίσει η επαρχία του από την προαγωγή του ενάρετου και ικανού συνεργάτου του π. Χρυσάνθου, τον πρότεινε επάξια προς εκλογή ως Βοηθό Επίσκοπο της Ιεράς Μητροπόλεως Πατρών.

    Πράγματι, στις 10 Οκτωβρίου του 2014 ο π. Χρύσανθος εξελέγη πανηγυρικά από την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος βοηθός επίσκοπος του Μητροπολίτου Πατρών, υπό τον ψιλό τίτλο της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Επισκοπής Κερνίτσης (σημερινής περιοχής της παλαιάς επαρχίας Καλαβρύτων), λαμβάνοντας συνολικά 64 αρχιερατικές ψήφους. Στην εκλογή του π. Χρυσάνθου ωστόσο, εκτός από τη βαθιά επιθυμία, τον μεγάλο αγώνα που έδωσε και τις σύντονες προσπάθειες που κατέβαλε ο Μητροπολίτης μας κ. Χρυσοστόμος, συνέδραμε καταλυτικά και ο πνευματικός Πατέρας του σεπτού Ποιμενάρχου μας, μακαριστός Μητροπολίτης Μαντινείας και Κυνουρίας Αλέξανδρος, ο οποίος γνώριζε και εκτιμούσε ιδιαιτέρως τον ενάρετο κληρικό από την περίοδο της ποιμαντορίας του στην όμορη Μητρόπολη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου. Για τον λόγο αυτό και όχι μόνο συνηγόρησε στην επιλογή του Μητροπολίτου μας, αλλά ενίσχυσε αποφασιστικώς την υποψηφιότητά του, εισηγούμενος ενθέρμως την πρόκριση και την προαγωγή του στον Πρόεδρο της Ιεράς Συνόδου, Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμο, με τον οποίο ο μακαριστός Μαντινείας διατηρούσε στενό πνευματικό και βαθύ φιλικό σύνδεσμο από την περίοδο της κοινής τους διακονίας στην Ιερά Σύνοδο μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1970, αλλά και από την αγαστή τους συνεργασία και σταθερή συμπόρευση από την περίοδο που ο αρχιεπίσκοπος ποίμαινε τη μητρόπολη Θηβών και Λεβαδείας, ενώ ο αοίδιμος Αλέξανδρος αρχιεράτευε ακόμη στην όμορή της μητρόπολη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου (1984-1995). Αυτός είναι και ο λόγος άλλωστε, για τον οποίο ο νέος επίσκοπος, ανέφερε καθηκόντως και ευγνωμόνως κατά την εύσημο ημέρα της χειροτονίας του προς τον παριστάμενο εκεί μητροπολίτη Μαντινείας, πως «ἐν εὐχαριστίᾳ πολλῇ στρέφω τήν καρδία μου πρός τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Μαντινείας καί Κυνουρίας κ. Ἀλέξανδρον, γιά τήν ἀμέριστη ἀγάπη του στό πρόσωπόν μου ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἱερατικῆς μου πορείας, ὅταν ἐκεῖνος ὑπηρετοῦσε ὡς Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου. Ἰδιαιτέρως ὅμως διά τό ἐνδιαφέρον του κατά τά τελευταῖα ἔτη, ὅταν ἡ ἀγάπη ἔγινε πιό δυνατή, ἀφοῦ ὁ πνευματικός του ὑιός καί συνεργάτης του, Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πατρῶν κ.κ. Χρυσόστομος, ἀνέλαβε τήν πηδαλιουχίαν τῆς ἱερᾶς καί ἀποστολικῆς ὁλκάδος τῶν Πατρῶν».

    Η αρχιερατική χειροτονία του π. Χρυσάνθου έλαβε χώρα τη Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014 στον ασφυκτικά γεμάτο από πιστούς, κληρικούς και λαϊκούς, μεγαλοπρεπή Νέο Ιερό Ναό του Αγίου Ανδρέου, προεξάρχοντος του Σεβασμιωτάτου Ποιμενάρχου μας κ. Χρυσοστόμου, συμπαραστατουμένου από τους μητροπολίτες Μαντινείας κυρό Αλέξανδρο, Ναυπάκτου κ. Ιερόθεο, Βρεσθένης κ. Θεόκλητο, Σερρών κ. Θεολόγο, Καβάσων (νυν Διοσπόλεως) κ. Εμμανουήλ, Αιτωλίας κυρό Κοσμά, Λευκάδος κ. Θεόφιλο, Φωκίδος κ. Θεόκτιστο, Ιερισσού κ. Θεόκλητο, καθώς επίσης και τους Επισκόπους Ωλένης (νυν μητροπολίτη Ηλείας) κ. Αθανάσιο και Επιδαύρου (νυν μητροπολίτη Άρτης) κ. Καλλίνικο, ενώ την Τρίτη 18 Νοεμβρίου του 2014 ο νέος βοηθός επίσκοπος έδωσε ενώπιον του κυριάρχου Μητροπολίτου του τη νενομισμένη κανονική διαβεβαίωση.

    6. Η Αποστολή του Αρχιερέως σύμφωνα με τον Επίσκοπο Κερνίτσης και το πλαίσιο της Συνεργασίας με τον Ποιμενάρχη του
    DEAR SANTA – COFFEE ISLAND

    Κατανοώντας το ύψος και το μέγεθος του αρχιερατικού αξιώματος ο Θεοφιλέστατος και σε όλους μας αγαπητός και σεβαστός άγιος Κερνίτσης, υπογράμμισε με βαθιά τη συναίσθηση του χρέους έναντι της Εκκλησίας και απευθυνόμενος προς τους χειροτονούντες αυτόν επισκόπους, πως «Ἵσταμαι ἐνώπιόν σας μέ ταπείνωση καί βαθυτάτην ἐπίγνωση τῆς ἀναξιότητός μου, … καί προσέρχομαι μετά δέους πολλοῦ, φόβου καί ἱεροῦ συγκλονισμοῦ, ἀλλά καί ἐλπίδος ἐν Κυρίῳ», εκζητώντας για την ευόδωση της διακονίας του την άνωθεν αρωγή και την απαραίτητη πνευματική ενίσχυση, ώστε να αξιωθεί στην αγόγγυστη άρση του μεγάλου βάρους του σταυρού του επισκοπικού αξιώματος, δια των πρεσβειών «τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῆς Γηροκομητίσσης», αλλά και «τήν μεσιτείαν τοῦ Πρωτοκλήτου μαθητοῦ τοῦ Κυρίου μας, Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου», όπως επίσης «τίς ἱκεσίες καί δεήσεις τοῦ θαυματοβρύτου Ἱεράρχου Ἁγίου Νεκταρίου, Ἐπισκόπου Πενταπόλεως», καθώς «καί τάς λιτάς τοῦ Ὁσίου καί Θεοφόρου Πατρός ἡμῶν Γερασίμου τοῦ Νέου Ἀσκητοῦ».

    Εκφράζοντας επίσης ως αρχιερεύς με ορθόδοξο ήθος και εκκλησιαστικό φρόνημα τα ευγνώμονα αισθήματά του ιδιαιτέρως προς τον ποιμενάρχη και ευεργέτη του μητροπολίτη Πατρών κ. Χρυσόστομο, υπογράμμισε τα εξής χαρακτηριστικά : «καί νῦν Σεβασμιώτατε καί πεφιλημένε ποιμενάρχα μου Μητροπολῖτα τῆς Ἁγιωτάτης καί Ἀποστολικῆς Μητροπόλεως τῶν Πατρῶν, ἐν ἀπείρῳ εὐχαριστίᾳ στρέφομαι πρός ὑμᾶς καί εὐγνωμονῶ διά τήν πατρική σας ἀγάπη, τήν παντοιοτρόπως ἐκφρασθεῖσαν ὑπέρ ἐμοῦ κατά τήν δεκαετῆ μέχρι τώρα διαποίμανση ἀπό τήν Σεβασμιότητά σας τῆς Ἱερᾶς ταύτης Μητροπόλεως, διά τήν ἐμπιστοσύνη καί τό ἀμέριστο ἐνδιαφέρον, ἰδιαιτέρως δέ διά τήν βαθεῖαν ἐπιθυμίαν σας, τήν ἐκφρασθεῖσαν διά τῆς προτάσεώς σας εἰς τήν Ἱεραρχίαν, ὥστε νά καταστῶ βοηθός ἐπίσκοπός σας στό ἱερό γεώργιο καί τόν ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου μας».

    Προδιαγράφοντας επιπλέον την αρχιερατική του βιωτή και πολιτεία ως χαρισματική εν ταπεινώσει πορεία και διακονία, αλλά και περιγράφοντας το πλαίσιο της συνδιακονίας του ως Βοηθός Επίσκοπος με τον προϊστάμενό του Μητροπολίτη Πατρών, διαβεβαίωσε και υποσχέθηκε «εν Εκκλησία», ότι θα προσπαθήσει να καταστεί συγκυρηναίος του, τονίζοντας πως «θά εἶμαι πάντοτε μαζί σας, βοηθός καί συμπαραστάτης στούς ἀόκνους ἀγῶνας σας, καί συγκυρηναῖος στήν θερμουργό καί κοπιώδη πνευματικῶς καί σωματικῶς προσπάθειά σας, ὥστε νά ὁδηγηθοῦν ψυχές ἀθάνατες ὑπέρ ὧν Χριστός ἀπέθανε καί ἀνέστη, εἰς νομάς σωτηρίους», υπογραμμίζοντας ακόμη, ότι ο σκοπός της αποστολής του ως φέροντος την σταυρώσιμη αρχιερατική χάρη επισκόπου, θα είναι η διακονία της σωτηρίας του λαού του Θεού, ως αρωγός του Ποιμενάρχου του. Ως εχέγγυο μάλιστα για την ευόδωση της αποστολής του ως βοηθός συνεπίσκοπος του Μητροπολίτου του, προέβαλε επιπλέον τον αδιατάρακτο πολυετή και άριστο διαπροσωπικό αδελφικό τους σύνδεσμο, εφόσον, όπως ανέφερε, «η θαυμασία πνευματική μας σχέση καί συνεργασία σᾶς διαβεβαιῶ ὅτι θά συνεχιστεῖ, θά ἔλεγα δέ ὅτι εἰς τό ἔπακρον θά αὐξηθεῖ, ὥστε ἐν πνευματικῇ χαρᾷ νά πορευώμεθα μετά τῶν ἐν Χριστῷ ἀδελφῶν μας, τῶν κληρικῶν, τῶν μοναστικῶν ἀδελφοτήτων καί τοῦ φιλαγίου καί φιλοθέου λαοῦ τοῦ Θεοῦ, πρός τήν θέωση. Ἐπιτρέψατέ μοί νά προσθέσω μετά συνειδήσεως εὐθύνης ὅτι εἶμαι πεπεισμένος ὅτι αὐτή ἡ συνεργασία καί ἡ σχέση, θά ἀποτελέσουν ἀφορμή περαιτέρω δοξολογίας τοῦ Θεοῦ καί χαρᾶς τῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ θά ἀκτινοβολεῖ τάς ἀκτίνας τῆς ἀγάπης».

     7. Ο Επίσκοπος Κερνίτσης και η Αρχιεροσύνη ως Χαρισματική Διακονία

    Τις παραπάνω υποσχέσεις και διαβεβαιώσεις που έδωσε ο Θεοφιλέστατος ενώπιον του Θεού, του Μητροπολίτου του, των παρισταμένων αρχιερέων και του περιεστώτος κλήρου και λαού κατά την εύσημη και ιερή ώρα της εις επίσκοπον χειροτονίας του, όχι μόνο τήρησε στο έπακρο και εξακολουθεί να τηρεί απαρέγκλιτα τα δέκα έτη που θυσιαστικώς αρχιερατεύει, αλλά, με την υποδειγματική του πολιτεία, αυξάνει και πλατύνει την άριστη πνευματική του εργασία με απόλυτη αφοσίωση και σε αγαστή συνεργασία με τον Ποιμενάρχη μας, του οποίου δεν τιμά μόνο και σέβεται κατά τρόπο ανυπόκριτο το σεπτό πρόσωπο, δεν διακονεί μόνο ακάματα, ως αληθινός αδελφός και σε απόλυτη σύμπνοια και αρμονία μαζί του, το εντυπωσιακά πολύπλευρο έργο του στην Ιερά μας Μητρόπολη, αλλά καταφέρνει να αναδεικνύεται καθημερινώς με την όλη του βιωτή και υποδειγματική συμπεριφορά για όλους εμάς τους λοιπούς αδελφούς του συλλειτουργούς, πρεσβυτέρους και διακόνους, πρότυπο αρχιερατικού ήθους και ορθής εκκλησιαστικής και πρέπουσας ευγενούς και ενδεδειγμένης στάσεως απέναντι στον Μητροπολίτη μας, γεγονότος του οποίου δεν παύουμε να γινόμαστε καθημερινά αυτόπτες, αυτήκοοι και αψευδείς μάρτυρες.

    7.1  Η άψογη συνεργασία και ομόνοια, ο βαθύτατος σεβασμός, η αδιάκριτη υπακοή και η παντοειδής συμπαράσταση του Θεοφιλεστάτου στο πολυσχιδές έργο του αεικίνητου Ποιμενάρχου μας, προσλαμβάνει όμως μοναδική αξία και ιδιάζουσα σημασία επιπλέον, διότι δεν επιτελείται εκ μέρους του με θεσμικό, αλλά με υϊικά χαρισματικό τρόπο, δεν ασκείται «καθ’ υπόκρισιν» και τυπικά, διεκπεραιωτικά ή επιφανειακά, αλλά με αυθεντικότητα, καθαρότητα, ενσυναίσθηση και βάθος πνευματικό. Γι’ αυτό και η μεγάλη αγάπη που τρέφει προς το σεπτό του πρόσωπο, τον ωθεί συχνά πυκνά να τον αποκαλεί «Άγγελο της Τοπικής μας Εκκλησίας», καταδεικνύοντας εμφατικά πως η αδελφική φιλία που τρέφει και η αφοσίωσή που επιδεικνύει προς τον Μητροπολίτη του είναι αυθεντική, ανυπόκριτη, καθαρή, ανιδιοτελής και αταλάντευτη, χωρίς ίχνος οιασδήποτε φύσεως προσωπικού συμφέροντος, δεδομένου μάλιστα ότι ο άγιος Κερνίτσης ως επίσκοπος της Εκκλησίας, δεν εκλαμβάνει το αξίωμά του ως μέσον αυτοπροβολής ή κοσμικής καταξιώσεως, αλλά βιώνει καθημερινά και εν ταπεινώσει την αρχιερωσύνη του χαρισματικά και ως μυστήριο, εντός του οποίου και δια του οποίου αγωνίζεται να ωριμάζει μεθηλικιούμενος και να προκόπτει πνευματικά, ασκώντας την ως κατ’ εξοχήν διακονική προσφορά και αέναο θυσιαστικό αγώνισμα για τη σωτηρία του λαού του Θεού, εν υπακοή και ως αρωγός στο πλευρό του κυριάρχου Μητροπολίτου του.

    Έτσι, όχι μόνον δεν εφησύχασε μετά την εκλογή και την εις επίσκοπο χειροτονία του, αλλά θέτοντας εκ νέου και δυναμικότερα «τὴν χεῖρα ἐπ’ ἄροτρον» (Λουκ. 9, 62), ανέλαβε, οικειοθελώς και με αδιάκριτη αφοσίωση προς τον Ποιμενάρχη μας, περισσότερα μάλλον και ευρύτερα καθήκοντα από εκείνα που ασκούσε πρωτύτερα ως ιερομόναχος, δεδομένου ότι, εκτός από τις πολλαπλές αρχιερατικές του υποχρεώσεις, εξακολουθεί να διακονεί σε καθημερινή βάση επίσης το ενοριακό και το ευρύτερο πνευματικό έργο στην αγαπημένη του ενορία του Αγ. Νεκταρίου, ενώ ευρίσκεται ευκαίρως ακαίρως σε διαρκή εγρήγορση και επιφυλακή, προκειμένου να αναλάβει και να φέρει εις πέρας όλες τις προγραμματισμένες, αλλά και τις έκτακτες αποστολές που θα του ανατεθούν από τον Μητροπολίτη μας. Γι’ αυτό και εκτός από τα σύνθετα, καθημερινά σχεδόν, λειτουργικά του καθήκοντα σε όλο το εύρος της απέραντης Μητροπόλεως των Πατρών, εκτός από τις τακτικές και έκτακτες κηρυκτικές του υποχρεώσεις, τις συμμετοχές του μαζί με τον Σεβασμιώτατο σε όλες ανεξαιρέτως τις εκδηλώσεως της Ιεράς μας Μητροπόλεως, τις ευθυνοφόρες εκπροσωπήσεις και τις συνεχείς παραστάσεις σε εκδηλώσεις φορέων της μητροπολιτικής μας περιφέρειας, συνεχίζει να διατηρεί παράλληλα τη διεύθυνση των Μέσων Γενικής Ενημερώσεως, στα οποία εξακολουθεί να διακονεί και ως ένας από τους πλέον βασικούς και επιτυχημένους παραγωγούς, με προεξάρχουσα την πολυετή εβδομαδιαία και υψηλής ακροαματικότητας τηλεοπτική εκπομπή «Λυχνοστάτης».

    7.2  Στην ατέρμονα αυτή και ακατάβλητη διακονία, αλλά και στην άσκηση με φόβο Θεού, σύνεση και πολλή σεμνότητα του αρχιερατικού του αξιώματος ως χαρίσματος διακονικού και αθλήματος θυσιαστικού, ο Θεοφιλέστατος ενδυναμώνεται πνευματικά από την προτροπή του Θεού προς τον Ιησού του Ναυή, δηλαδή το «Ἴσχυε καὶ ἀνδρίζου, μὴ δειλιάσῃς, μηδὲ φοβηθῇς, ὅτι μετὰ σοῦ Κύριος ὁ Θεός σου εἰς πάντα, οὗ ἐὰν πορεύῃ» (1, 9), εφόσον, όπως πιστεύει ακράδαντα, «σέ αὐτό τό ῥῆμα τοῦ Θεοῦ, πρός τόν πιστόν θεράποντά του Ἰησοῦν τοῦ Ναυῆ, βρῆκαν διαχρονικά στήριξη καί παρηγορία ὅλοι ὅσοι ἀγάπησαν τόν Κύριον, οἱ ὁποῖοι ὑπακούοντες στό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐδέχθησαν μετά δέους ἱεροῦ τόν σταυρόν τῆς Ἀρχιερατικῆς διακονίας». Με θεμέλιο και ασφαλή βάση τη θεία αυτή επιστήριξη και παρηγορία, ο άγιος Κερνίτσης συμπληρώνει αυτές τις ημέρες δέκα συναπτά έτη αγλαοκάρπου και ευχύμου αρχιερατικής διακονίας, επιβεβαιώνοντας καθ’ όλο το παριππεύσαν μακρό διάστημα με τρόπο απολύτως εμφατικό, ότι εξακολουθεί να παραμένει για τον κλήρο και τον λαό των Πατρών μια προσωπικότητα σπουδαίου ιεράρχου, με σεμνό και υποδειγματικά ενάρετο βίο, ο οποίος, παρά το ευάλωτον και εύθραυστον της πολλαπλώς δοκιμαζομένης υγείας του, αγωνίζεται νυχθημερόν και επιτελεί αθόρυβα πολυσχιδές και πολυσήμαντο εκκλησιαστικό έργο προς δόξαν Θεού και σωτηρία «ψυχών αθανάτων», αίροντας άοκνα και αγόγγυστα τον Σταυρό της αρχιερατικής διακονίας από κοινού και ως «βοηθός» του Ποιμενάρχου μας κ. Χρυσοστόμου, του οποίου αποτελεί πολύτιμη «βακτηρία» και ισχυρό επιστηριγμό, καθώς συμπορεύεται μαζί του σταθερά και αταλάντευτα, αγωνιζόμενος ακατάπαυστα επί των πνευματικών επάλξεων της Μητροπόλεώς μας τον καλό αγώνα για την εδραίωση της ορθοδόξου πίστεως, αλλά και για την πνευματική προκοπή και την υλική πρόοδο του λαού της θεοσώστου επαρχίας μας, όπου ο Κύριος τον έταξε να αναλωθεί δια βίου ως διακονών επίσκοπος, αντλώντας δύναμη ακατάβλητη ως επί το πλείστον από την συχνότατη τέλεση της θείας Ευχαριστίας. Επιτελώντας ο Θεοφιλέστατος το κορυφαίο αυτό μυστήριο των μυστηρίων του Θεού – όπως έχουμε αισθανθεί συχνά κάποιοι από εμάς τους κατά καιρούς συλλειτουργούς του -, μας φανερώνει μυστικά και ανεπαίσθητα, ότι ιερουργώντας κατανυκτικά τη Λειτουργία της Εκκλησίας του Θεού ως λυτρωτική θυσία, συνειδητοποιεί εντονότερα και ζει όλο και βαθύτερα το γεγονός, πως, ως Αρχιθύτης, οφείλει και επιδιώκει να προσκομίζει κάθε φορά μπροστά στην Αγία Τράπεζα μαζί με τα Τίμια Δώρα και τον φθαρτό τούτο πτωτικό κόσμο με την βαριά κόπωση και την ανιαρή επανάληψη που τον διακρίνει, προσπαθώντας, με τη βίωση της αίσθησης της αιωνιότητας που παρίσταται ζωντανή ενώπιον του δια του Αγίου Σώματος και του Τιμίου Αίματος του Κυρίου, να τον ανακουφίσει και να τον μεταμορφώσει νικηφόρα σε Βασιλεία του Θεού, με την επικράτηση της μυστικής παραδείσιας ομορφιάς, της αυθεντικότητας και της αφθαρσίας, απέναντι στο ψεύδος, την παλαιότητα και την φθαρτότητα.

    Από την έντονη αυτή αίσθηση νομίζουμε ότι πηγάζει επίσης και η μεγάλη προθυμία με την οποία ο επίσκοπος Κερνίτσης επιτελεί επαξίως το όλο αρχιερατικό του έργο με αυτοθυσία, αλλά και μη φειδόμενος κόπου, μόχθου και χρόνου, προσπαθώντας να ανταποκρίνεται με νεανικό σφρίγος και παρά τον φυσικό κάματο στις πολύμορφες ανάγκες του γεωργίου του Θεού στους δύστηνους καιρούς που διανύουμε, γεγονός που τον αναδεικνύει στις συνειδήσεις του πιστού λαού του Θεού αληθινό επίσκοπο και χαρισματικό διάκονο των μυστηρίων Του, δεδομένου μάλιστα ότι, παρόλο που κατέχει το ύπατο εκκλησιαστικό αξίωμα, εξακολουθεί να είναι πολύ ταπεινός και διακριτικός, απόλυτα εχέμυθος, απροσποίητα απλός, ανεπιτήδευτα πατρικός και κόσμια ιεροπρεπής, χωρίς κομπασμό και επίδειξη, συνεσταλμένος και γλυκύς, με σύμμετρο πάντοτε και πηγαίο χαμόγελο, ικανό να ελκύσει κοντά του τον κάθε άνθρωπο, χωρίς ωστόσο να τον εξοικειώσει αδιάκριτα μαζί του, αλλά να τον κάνει να αισθάνεται ασφάλεια και πατρική ζεστασιά δίπλα του εν αγάπη και ελευθερία.

    7.3 Λιτανεύοντας ταπεινά αυτήν την υψηλή πνευματική πολιτεία ο Θεοφιλέστατος, αλλά και διατηρώντας ως επίσκοπος το αυθεντικό αυτό φρόνημα, νομίζουμε ότι βιώνει καθημερινά και μυστικά εντονότερα την αρχιερωσύνη του ως χαρισματική διακονία θυσίας και προσφοράς, γι’ αυτό και εξακολουθεί να είναι προσηλωμένος αταλάντευτα σε μια διαρκή πορεία προς Εμμαούς, όπως και σε έναν τρόπο σταυροαναστάσιμου βίου χαρμολύπης, που τρέφεται πνευματικά από τη βαθιά του πίστη στον Θεό, αλλά και εκδηλώνεται με την χωρίς όρια και προϋποθέσεις αγάπη προς τον κάθε άνθρωπο, ώστε με την όλη του παρουσία ως αρχιερεύς να αναδεικνύεται με φυσικότητα όχι αχθοφόρος, αλλά φορέας μιας καθαρής και αυθεντικής, μιας αποστολικής και με χαρισματικό χαρακτήρα αρχιερωσύνης, απαλλαγμένης από κάθε ίχνος εγωιστικού κομπασμού, δυναστικής νοοτροπίας, δεοντολογικής ηθικολογίας και ανερμάτιστου διδακτισμού, εφόσον δεν έχει αφεθεί, δόξα τω Θεώ, να υποκύψει σε ματαιοδοξίες, ναρκισσισμούς, ανταγωνισμούς και μικρότητες, ώστε να φαντάζει μερικές φορές σα να είναι βγαλμένος από έναν άλλο κόσμο, πνευματικό και ανώτερο, το ήθος και το ύφος του οποίου διασώζεται ακόμη μόνο σε συναξάρια και τοιχογραφίες αγίων ιεραρχών.

    Κινούμενος στο πνευματικό αυτό πλαίσιο επίσης, ο άγιος Κερνίτσης διδάσκει με την αρχιερατική του διακονία ανυπόκριτα, ότι ο επίσκοπος δεν μπορεί να γίνει αληθινός Ποιμένας επιβάλλοντας τη θέλησή του, αλλά μόνο όταν και όσο βλέπει το πλήρωμα της Εκκλησίας, τον κλήρο και το λαό που διακονεί, όχι ως φορείς αδυναμίας κατά το σύνηθες, αλλά ως φορείς ύψιστης δύναμης, ώστε να θεωρεί πως μπορεί να αναδεικνύεται, όπως νομίζουμε, καθημερινά αληθινός και χαρισματικός Ποιμένας, μόνο όταν διαθέτει την πνευματική ωριμότητα να διακρίνει πίσω και μέσα από την αδυναμία και τις πτώσεις του καθενός, κληρικού ή λαϊκού, την αξία και μάλιστα τη μοναδικότητα του προσώπου που έχει ανάγκη την πατρική και την αδελφική του αγάπη, πράγμα που ο Θεοφιλέστατος εφάρμοσε έμπρακτα επί σειρά ετών ως ιερομόναχος, αλλά και εξακολουθεί να εφαρμόζει ως αρχιερεύς με την φιλοξενία και την επιστήριξη πολλών κοπιώντων και πεφορτισμένων αδελφών στον Άγ. Νεκτάριο, όπου μεταλάμβαναν και μεταλαμβάνουν της αποδοχής και της πηγαίας του αρχοντικής αγάπης. Διότι, όπως μας διδάσκει με το καθημερινό του παράδειγμα, ο επίσκοπος καθίσταται εν τέλει Καλός Ποιμήν, μόνο όταν μπορεί να βλέπει καθαρά μέσα του και μπροστά του, πως η μεγαλύτερη αμαρτία του κάθε ανθρώπου δεν είναι ίσως άλλη, από την αδυναμία του να νιώσει την αγάπη του Θεού στην καρδιά του, όπως και η αδυναμία του να ζήσει έτσι όπως η αγάπη Του επιτρέπει και επιθυμεί. Για τον λόγο αυτό και όχι μόνο δεν συνηθίζει να κρίνει κανέναν, αλλά θεωρεί ως κύριο έργο του την αρπαγή της αμαρτίας από την ψυχή των άλλων και ως αποστολή του να φορτώνεται το φορτίο τους κάθε φορά, αφήνοντας στον Θεό τη μέριμνα για το πως θα αντέξει να βαστάξει το φορτίο αυτό ο ίδιος, αλλά και για το πώς οι άνθρωποι που υποβαστάζει και συγκρατεί θα βρουν ξανά τον ομαλό πνευματικό τους βηματισμό, ώστε να μην συνηθίζει επίσης να ομιλεί για τους άλλους, αλλά να φροντίζει κυρίως να συνομιλεί με τους άλλους. Προσπαθεί δηλαδή με τον καθημερινό του αγώνα να γίνεται διαρκώς ευπρόσδεκτα πατρικός και άμεσος μαζί τους, να τους αγαπά ανυπόκριτα, να δεξιώνεται πρόθυμα τον πόνο τους και να μην τους θέτει διαρκώς απέναντί του, αλλά να στέκεται δίπλα τους, να συμπορεύεται μαζί τους και να μεριμνά με την ενσυναίσθηση που τον διακρίνει, ώστε να εισχωρεί βαθιά στην συνήθως αλγούσα ή και αιμάσσουσα καρδία τους, αλλά και να παρακολουθεί ένα προς ένα τα κοπιώδη βήματά τους, προκειμένου να καταλάβει αυτό που οι ίδιοι ίσως δεν έχουν ακόμη συνειδητοποιήσει, να διαπιστώσει δηλαδή τι βαραίνει πραγματικά την ψυχή και τι τύπτει τη συνείδησή τους, ώστε να καταφέρει, μπαίνοντας στη θέση τους, να δει τον κόσμο του καθενός με τα δικά του μάτια, για να επιχειρήσει στη συνέχεια να τον θεραπεύσει αποτελεσματικά με πνευματικό τρόπο.

    Για να το επιτύχει αυτό ο Θεοφιλέστατος, όπως νομίζουμε, επιδιώκει να συνειδητοποιεί καθημερινά βαθύτερα και να εφαρμόζει διαρκώς στην αρχιερατική του πορεία, πως ο αληθινός επίσκοπος δεν έχει το δικαίωμα να βλέπει τον κόσμο στο σύνολό του μέσα από τα δικά του μάτια, αλλά μέσα από τα μάτια του Χριστού και της Παναγίας Μητέρας του, οι εικόνες των Οποίων αποτυπώνονται συνήθως στο εγκόλπιο που φέρει επί του στήθους του και μάλιστα κατά την παράδοση στο αριστερό, με τον σταυρό στο δεξιό, μέρος, πάνω δηλαδή από την αρχιερατική του καρδιά, αποσκοπώντας με τον τρόπο αυτό να μη χάσει ποτέ την επαφή με το αληθινό και το πραγματικό, αλλά να προσπαθεί διαρκώς να διακονεί τη σωτηρία των ανθρώπων ταπεινά, προσευχόμενος κάθε στιγμή και παρακαλώντας τον Κύριο να τον συνδράμει δια πρεσβειών της Θεοτόκου, ώστε να αξιώνεται να θεάται τον κόσμο γύρω του πάντοτε και καθαρά με οδηγό το άφθαρτο και ιλαρό φως της Αναστάσεώς Του και όχι με το γήινο και ισχνό φως του παλαιού κόσμου της αμαρτίας και της φθοράς. Από τον Κύριο μάλιστα θεωρούμε ότι ζητά ιδιαιτέρως ο άγιος Κερνίτσης, να τον ενισχύει και μάλιστα να μην του επιτρέπει να νιώσει ούτε μια στιγμή, ότι ως αρχιερεύς κατέχει κάποιο κοσμικής χροιάς αξίωμα, δηλαδή πως διαθέτει ανεξέλεγκτη δύναμη ή πως είναι ταγμένος να ασκεί εξουσιαστικώς μόνο καθήκοντα, εφόσον γνωρίζει καλώς και βιώνει σαφώς, όπως και ο Μέγας Παύλος, πως στην πραγματικότητα η «δύναμίς του ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται» (Β΄ Κορ. 12, 9). Κυρίως όμως θεωρούμε ότι ζητά από τον Κύριό του να μην εισέλθει ποτέ στον πειρασμό να αισθανθεί ότι εκπροσωπεί ή εκφράζει τον ιερό θεσμό της Εκκλησίας Του, γι’ αυτό και ικετεύει αρχιερατικώς τον Αρχιποίμενα Χριστό καθημερινά, ζητώντας Του επιμόνως να τον κρατά άξιο της μεγάλης Του δωρεάς προς το ταπεινό του πρόσωπο, αλλά και να τον καθιστά ικανό να πολιτεύεται εν Αυτώ και όχι εν θεσμώ, δηλαδή να πορεύεται ως διάκονος Του, άξιος «εις τόπον και τύπον Του» Νυμφίος της Εκκλησίας Του και αληθινός πνευματικός πατέρας των προσφιλών του Τέκνων.

    7.4 Με τρόπο απλό και διακριτικό, λεπτό και ευγενικό, με τη γλυκύτητα και τη βαθιά ταπείνωση που τον στολίζει, ο Θεοφιλέστατος αξιώνεται να σαρκώνει ανεπαίσθητα και χωρίς να το επιδιώκει το πρότυπο του αυθεντικού επισκόπου της Αγίας του Χριστού Εκκλησίας των Ορθοδόξων, ο οποίος, χωρίς να προσποιείται ή να προβάλλει μια φαινομενική καθαρότητα, μια επιφανειακή τελειότητα ή μια ευσεβιστικά επίπλαστη πολιτεία φαρισαϊκού τύπου, εξακολουθεί να αντέχει και να κρατά την αρχιερωσύνη του στο σωστό της πνευματικό και χαρισματικό ύψος, χωρίς να υποκύπτει στον πειρασμό της με ευκολία μεταχείρισής της ως εξουσιαστικού θεσμού επιβολής και αυτοπροβολής, ανάδειξης και απόκτησης επωνυμίας, φήμης ή δημοσιότητας, αφού γνωρίζει πολύ καλά, ότι το αξίωμα που φέρει δεν του ανήκει, αλλά του έχει χορηγηθεί κατ’ οικονομίαν ως δωρεά και χάρις από τον Θεό, από τον Οποίο το παρέλαβε κατά την αρχιερατική του χειροτονία ως χάρισμα θυσίας, για να το μεταβάλλει με τον καθημερινό του αγώνα ως Καλός Ποιμήν σε διακονική προσφορά προς τον κάθε αγωνιζόμενο συνάνθρωπο, με σκοπό να υπηρετήσει τη σωτηρία του μέσα στην Εκκλησία. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος, για τον οποίο η εικόνα που εκπέμπει ο άγιος Κερνίτσης στη δημόσια, είναι ταυτόσημη με εκείνην που παρουσιάζει στην ιδιωτική του ζωή, όπως καλά γνωρίζουν όσοι τον συναναστρέφονται καθημερινά, καθώς είναι εξαιρετικά απλός, ολιγαρκής και σεμνός, συγκαταβατικός και μειλίχιος, καταδεκτικός και ευπροσήγορος, εσωτερικά χαρούμενος και πηγαία χαμογελαστός, σύμμετρα αυθόρμητος και κεφαλληνιακά πληθωρικός, ενώ με το ευφυώς εύστοχο, διδακτικό και λεπτό κεφαλληνιακό του επίσης χιούμορ, δημιουργεί πάντοτε ευχάριστο, αλλά όχι φαιδρό, κλίμα στις συναναστροφές του, διανθίζοντας πάντοτε πνευματικά την όλη συζήτηση και δημιουργώντας συνήθως φιλική ατμόσφαιρα υπαρξιακού προβληματισμού, στοιχεία τα οποία χρησιμοποιεί με τρόπο αριστοτεχνικό με την ολοκλήρωση της συνάντησης για να ωφελήσει οικοδομητικά τους συνομιλητές του.

    7.5 Την εικόνα αυτή όμως φανερώνει επίσης και προβάλλει ο Θεοφιλέστατος μέσω των πολλών ομιλιών του, καταθέτοντας αγωνιωδώς την ατέρμονη μέριμνά του για τη σωτηρία του λαού του Θεού με τρόπο σοβαρό και ταυτόχρονα ιλαρό, εύχαρι και αισιόδοξο, φροντίζοντας ώστε ο λόγος του να είναι μεστός, αλλά ταυτόχρονα απλός και κατανοητός, με σκοπό να φωλιάζει εύκολα στις καρδιές του και να μπολιάζει πνευματικά το ακροατήριό του. Για το σκοπό αυτό και μεριμνά, ώστε τα κηρύγματά του να είναι μεν εύληπτα, αλλ’ όχι μειρακιώδη, εμπνευσμένα και βιωματικά, χριστοκεντρικά και πολύ διδακτικά, διανθισμένα με πληθώρα παραδειγμάτων από τους βίους των Αγίων μας και παραθέματα από τον αψευδή λόγο των Πατέρων μας, ενώ και η εκφορά του λόγου του φροντίζει να είναι ρέουσα και πηγαία, χωρίς να κουράζει, καθώς και η χροιά της φωνής του να είναι εκφραστικά κυματοειδώς εύηχη, αλλά και ο λόγος του να μην παρουσιάζει αδικαιολόγητες παύσεις ή αφηρημένα κενά. Εκτός αυτών όμως, κάθε φορά που ομιλεί ο Θεοφιλέστατος, το κήρυγμά του, παρά το σύνηθες πολυποίκιλον της θεματολογίας του, διαθέτει εσωτερική δομή, με αποτέλεσμα να καταλήγει με επαγωγικό τρόπο – για όσους τον παρακολουθούν – σε ένα σπουδαίο για την πνευματική ζωή μήνυμα, δεδομένου επιπλέον ότι είναι πάντοτε επίκαιρος και εύστοχος στις παρατηρήσεις του, αναφερόμενος υπό το πρίσμα του Ευαγγελίου επιτυχώς στα φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα, προσπαθώντας με τον τρόπο αυτό επίσης να μην υποτάσσεται στη συνήθεια και να μην παραμένει κλεισμένος μέσα στη φυλακή της επανάληψης και της ρουτίνας, διαδηλώνοντας, με τη συνήθως ελπιδοφόρα ολοκλήρωση της κάθε ομιλίας του, τον σκοπό της εν Χριστώ ζωής, που είναι η σωτηρία και η θέωση του ανθρώπου.

    7.6 Η θυσιαστική αυτή αρχιερατική πολιτεία ωστόσο, είναι βέβαιο ότι δεν αποτελεί για τον άγιο Κερνίτσης όαση αναψυχής και σκιερό τόπο ανακούφισης, αλλά μάλλον άθλημα μαρτυρικό, ενώ τις περισσότερες φορές συνιστά έρημο δοκιμασίας και τραγικής μοναξιάς τόσο, που να νιώθει συχνά μάλλον, πως το βάρος του σκότους των ποικίλων πειρασμών πέφτει αδυσώπητο επάνω του, αναζητώντας ανάψυξη πνευματική στην προσευχή και την ανάμνηση του προσώπου κάθε κοπιώντος που αξιώθηκε να αναπαύσει και κάθε πεφορτισμένου που κατάφερε να γαληνέψει στο ωμοφόριό του, προκειμένου να παραμένει πάντοτε χαρούμενη και φωτεινή η ανηφορική «Via Dolorosa» του, δηλαδή ο δύσβατος δρόμος του πόνου και του μαρτυρίου του ως επισκόπου, αλλά και να αναψύχεται, να ανακουφίζεται και να ενδυναμώνεται η ψυχή του στον καθημερινό της αγώνα απέναντι στα «στοιχεία» του κόσμου τούτου. Προικισμένος με τα φυσικά χαρίσματα της ευφυΐας, της ευγλωττίας και της ευθυκρισίας ο Θεοφιλέστατος, αλλά και επιστρατεύοντας τη σύνεση και τη μακρά εκκλησιαστική και πνευματική εμπειρία που διαθέτει, αντιμετωπίζει τα πάντα στην κοπιώδη αρχιερατική του πορεία γαλήνια και παιδαγωγικώς θεραπευτικά, ενισχυόμενος ουσιαστικά και από τα σπουδαία επίκτητα χαρίσματα που αξιώθηκε να καλλιεργήσει, όπως αυτά της διακριτικής σιωπής, της μεγάλης υπομονής και της ακράδαντης εμπιστοσύνης στον Θεό, όντας βέβαιος ότι ο Κύριος θα δώσει την τελική διέξοδο και την πλέον αποτελεσματική λύση σε κάθε πρόβλημα που ανακύπτει και πρέπει να αντιμετωπιστεί. Με αυτή την απροσποίητη απλότητα και την καθαρότητα της αρχιερατικής του πολιτείας ωστόσο, μας αποκαλύπτει διαρκώς επίσης μέσα από την ησυχία και την σιωπή, πως η αποστολή του ως επισκόπου της Εκκλησίας και μάλιστα ως πραγματικού αρχιερέως, – ο οποίος εργάζεται ουσιαστικά, διακριτικά και αθόρυβα, χωρίς διαφημιστικούς «απολογισμούς» κοινωνικού έργου, δημοσιογραφική προβολή, εκκοσμικευμένες «μωρίες», τιμητικές διακρίσεις και απρόσωπες θρησκευτικού τύπου ακτιβιστικές δράσεις -, είναι να καταστεί μυστικά το νόστιμον και σοφόν εκείνο «άλας», που θα προσφέρει επίγευση σωτηρίας και θα ομορφαίνει διαρκώς με τη βιωτή του ακόμη περισσότερο τη Νύμφη του Χριστού, Αγία μας Εκκλησία, αλλά και θα ευφραίνει με την παρουσία του πνευματικά τον πιστό λαό του Θεού.

    «Τοιούτος» λοιπόν, «εμπρέπει ημίν αρχιερεύς», ο οποίος, αν και έχουν διέλθει ήδη δέκα ολόκληρα έτη από την επάξια εκλογή και την χειροτονία του, εξακολουθεί να αποτελεί με τον βίο και τη διακονία του λαμπάδα καιόμενη, αλλά μη αναλισκόμενη ενώπιον του Τρισαγίου Θεού, αναδεικνυόμενος θερμός αλείπτης για τον λαό της Τοπικής μας Εκκλησίας, αλλά και «παράκλητος» αδελφός και πολύτιμος αρωγός για τον σεπτό μας Ποιμενάρχη κ. Χρυσόστομο, ώστε και εμείς, εν ταπεινώσει και ως ελάχιστο αντίδωρο στην τριακονταετή και πλέον πληθωρικά χαρισμένη στο πρόσωπό μας αρχοντική του αγάπη, να προσευχόμεθα αδιαλείπτως στον Κύριο της Δόξης να τον κρατύνει, να τον στηρίζει και να τον διατηρεί «σώον, έντιμον, υγιά, μακροημερεύοντα και ορθοτομούντα τον λόγον της … αληθείας» του Ευαγγελίου Του, αναφωνώντας εν κατακλείδι υϊικώς, γηθοσύνως και εκ μέσης καρδίας το : Χρυσάνθου, του θεοφιλεστάτου και θεοπροβλήτου επισκόπου, της αγιωτάτης επισκοπής Κερνίτσης, πολυσεβάστου και λίαν πεφιλημένου ημών πατρός και ιεράρχου, είησαν τα έτη πλείστα όσα, υγιεινά, πανευφρόσυνα και πλουσίως καρποφόρα προς δόξαν Θεού, επ’ αγαθώ της εν Πάτραις παροικούσης Εκκλησίας Του και σωτηρία του πιστού Λαού του, αμήν!

    * Πρώτη και πλήρης δημοσίευση στο «Ειδικό Ένθετο» της εφημερίδας «Ο ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΟΣ», 885/05-09-2024, σ. 1-8.

    ΑΝΔΡΙΚΟΠΟΥΛΟΣ

    Κοινοποίηση:

    Τελευταία Νέα

    Κοινοποίηση:

    Περισσότερα Άρθρα
    Σχετικα

    Ελεύθεροι επαγγελματίες – αγρότες: Οι ασφαλιστικές τους εισφορές αυξάνονται από το 2025

    Αυξάνονται από την 1η Ιανουαρίου 2025 οι ασφαλιστικές εισφορές...

    «Αποκεφάλισαν» άγαλμα της Παναγίας! Η Ευρώπη στο «έλεος» θρησκευτικών βανδάλων

    Ημέρες Χριστουγέννων και τα αντιχριστιανικά περιστατικά είναι πάντα έντονα. Η...

    «Φόροι λίπους»: ναι ή όχι – και γιατί;

    «Φόρος στη ζάχαρη», «φόρος λίπους», «φόροι αμαρτίας»… Οποια ονομασία...
    Best Shop