

Η εισαγγελέας στη δίκη Πισπιρίγκου είπε ότι «η κατηγορουμένη βρήκε πρόσφορο έδαφος για να καλύψει τα εγκλήματά της στους ιατροδικαστές». Η «Βαβέλ» μιας υπηρεσίας που δέχεται, αλλά και ανταλλάσσει «εμφύλια» πυρά
Οι ιατροδικαστές ήταν νέα προσθήκη στο μιντιακό τοπίο. Ακολουθώντας το πρότυπο της τηλεδίκης, διενεργούσαν αντίπαλες «νεκροψίες» από απέναντι «παράθυρα», σε πολύκροτες υποθέσεις, που προσφέρονταν ως ριάλιτι τρόμου. Οι «επιστημονικές» κρίσεις συχνά διατυπώνονταν με μόνο τεκμήριο φωτογραφίες ή προφορικές «πληροφορίες» από τρίτους, ενώ κατέληγαν και ως κανονική αντιδικία στα ποινικά δικαστήρια.
Σε καμία άλλη υπόθεση δεν ήταν τόσο θορυβώδης και επεισοδιακή η «Βαβέλ» των ιατροδικαστών όσο στη δίκη της Ρούλας Πισπιρίγκου για τους θανάτους των δύο παιδιών της, Ιριδας και Μαλένας Δασκαλάκη. Δύο ιατροδικαστές (Καρακούκης – Καλόγρηας) βρέθηκαν απέναντι σε άλλους πέντε (Τσάκωνα, Τσαντίρη, Μεσογίτη, Κραββαρίτη, Τσιώλα) με την εισαγγελέα της έδρας να αφιερώνει περισσότερες από τρεις ώρες της αγόρευσής της στις διαφωνίες τους.
Τα «καρφιά» της εισαγγελικής λειτουργού για «αντιεπιστημονικές, ατεκμηρίωτες, αβάσιμες και παντελώς άστοχες διαγνώσεις» είχαν βρει έρεισμα στη φράση του ιατροδικαστή Νίκου Καλόγρηα περί «επιστημονικού ιλίγγου», όταν κλήθηκε να σχολιάσει τον συλλογισμό μέσω του οποίου η συνάδελφός του Χριστίνα Τσάκωνα κατέληξε στο συμπέρασμα της ηπατικής ανεπάρκειας ως αιτίας θανάτου της Μαλένας Δασκαλάκη.
Αντιφάσεις και «κατά φαντασίαν σενάρια» οδήγησαν ακόμη και σε διάγνωση αγενεσίας φλεβοκόμβου, πάθησης που εντοπίστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα και μετράει ελάχιστα περιστατικά στον κόσμο! «Αν η ιατροδικαστής, μόλις παρέλαβε την ιστοπαθολογική που απέδιδε σε άγνωστη πάθηση τον θάνατο, είχε αναζητήσει βιβλιογραφία και είχε απευθυνθεί σε καρδιολόγο, πιθανόν σήμερα η Τζωρτζίνα (το μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας Δασκαλάκη) θα ζούσε και θα πήγαινε γυμνάσιο», σχολίασε η εισαγγελέας.
Πειθαρχικό παράπτωμα. Με έγγραφό του προς το υπουργείο Δικαιοσύνης πριν από ένα χρόνο, ο προϊστάμενος της Ιατροδικαστικής, Νίκος Καρακούκης, είχε υπενθυμίσει πως η παρουσία ιατροδικαστών του Δημοσίου σε μέσα μαζικής ενημέρωσης αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα.
Υπόθεση Τεμπών
Οι ενέργειες και οι παραλείψεις των ιατροδικαστών μπήκαν στο μικροσκόπιο και στην υπόθεση του σιδηροδρομικού δυστυχήματος των Τεμπών, με τον ΕΟΔΑΣΑΑΜ στο πόρισμά του να «φωτίζει» λάθη που έγιναν κατά τη διερεύνηση. Στα δύο χρόνια από την ημέρα του δυστυχήματος το ζήτημα έχει απασχολήσει ουκ ολίγες τηλεοπτικές εκπομπές, με ιατροδικαστές να λαμβάνουν θέση στα «τηλεπαράθυρα» άλλοτε υποστηρίζοντας και άλλοτε καταγγέλλοντας τους συναδέλφους τους.
Οπως εξηγούν οι εμπειρογνώμονες του Οργανισμού, η λύση στο πρόβλημα ήταν απλή, αφού αρκούσε ένα συγκεκριμένο τυπικό τεστ για ανίχνευση της καρβοξυαιμοσφαιρίνης, που γίνεται «σε κάθε ατύχημα όπου εμπλέκεται πυρκαγιά και παρείχε κρίσιμες πληροφορίες για την πραγματική αιτία θανάτου, ακόμη και για πολύ εκτεταμένα καμένα σώματα (2 cc αίματος θα ήταν αρκετά γι’ αυτή τη δοκιμή)».
«Η μετέπειτα εξέταση ήταν αδύνατη, καθώς όλα τα δείγματα αίματος και ιστών καταστράφηκαν στις 10 Απριλίου, μόλις 40 ημέρες μετά το ατύχημα», επισημαίνεται στο πόρισμα.
«Εκπληξη» προκάλεσε στους εμπειρογνώμονες του ΕΟΔΑΣΑΑΜ η παράλειψη εξέτασης αίματος για αλκοόλ στον μηχανοδηγό της επιβατικής αμαξοστοιχίας IC-62. «Ο λόγος γι’ αυτό, όπως δηλώθηκε επίσημα σε καταθέσεις μαρτύρων, ήταν ότι τα λείψανα δεν περιείχαν αρκετό αίμα γι’ αυτήν την εξέταση», αναφέρεται στο πόρισμα. Μάλιστα, στις εξηγήσεις του ο ιατροδικαστής Κραββαρίτης φέρεται να υποστήριξε πως δεν απαιτήθηκε η διενέργεια τοξικολογικών εξετάσεων, καθώς «ακόμη και αν ένας επιβάτης βρισκόταν υπό την επήρεια αλκοόλ ή και ουσιών, η επήρεια αυτή ουδόλως συνδεόταν ή συνεχόταν με τον θάνατό του και την αιτία πρόκλησης αυτού».
Υπόθεση Καλογήρου
Η κ. Λεονταρή βρέθηκε ξανά στο επίκεντρο επικρίσεων όταν κλήθηκε να αναλάβει την υπόθεση του 39χρονου Βασίλη Καλογήρου. Μια ανάρτηση της Μαρίας Καρυστιανού, που αμφισβήτησε την κ. Λεονταρή λέγοντας πως είναι «η ίδια ιατροδικαστής που τη στιγμή του μεγάλου πόνου μου μού είπε ότι δήθεν το παιδί μου πέθανε ακαριαία», οδήγησε την τελευταία σε δήλωση αποχής, που απορρίφθηκε στη συνέχεια.
Από τα τέλη Ιανουαρίου είναι νόμος του κράτους το νέο πλαίσιο λειτουργίας των Ιατροδικαστικών Υπηρεσιών της χώρας σε μια προσπάθεια του υπουργείου Δικαιοσύνης να βελτιώσει διαδικασίες και να κλείσει σημαντικά κενά. Ενα από αυτά ήταν και η ανυπαρξία συγκεκριμένης υπηρεσιακής διάρθρωσης, που είχε ως συνέπεια αν κάποιος ιατροδικαστής υποπέσει σε πειθαρχικό παράπτωμα, να μην υπάρχει ανώτερός του να το ερευνήσει και να του επιβάλει πειθαρχική ποινή, παρά μόνον ο υπουργός Δικαιοσύνης και αυτό με διασταλτική ερμηνεία του νόμου.
Το ζήτημα του πειθαρχικού ελέγχου, πάντως, φαίνεται πως απασχόλησε ιδιαίτερα τους ιατροδικαστές, με δύο από τους «πρωταγωνιστές» της υπόθεσης Πισπιρίγκου να σχολιάζουν κάτω από τα άρθρα της διαβούλευσης του νομοσχεδίου ότι το πενταμελές Πειθαρχικό Συμβούλιο Ιατροδικαστών πρέπει να περιλαμβάνει και ιατροδικαστή, πρόταση που τελικά εισακούστηκε.
Πέντε σχόλια άφησε κάτω από τη διαβούλευση του νομοσχεδίου και ο ιατροδικαστής Πειραιά Σωκράτης Τσαντίρης, ο οποίος μεταξύ άλλων πρότεινε τη σύσταση επιτροπής που θα εξετάζει τη σύνταξη κατευθυντηρίων οδηγιών για τη διαχείριση ιατροδικαστικών περιστατικών με βάση και τα διεθνή πρωτόκολλα. Το νομοσχέδιο σχολίασε πλήθος ιατροδικαστών ανυνύμως και επωνύμως, αλλά και καθηγητές Ιατροδικαστικής, όπως ο κ. Φώτης Χατζηνικολάου, αναπληρωτής καθηγητής στο ΑΠΘ, ο οποίος επεσήμανε την ανάγκη για μείωση του χρόνου παροχής αποτελεσμάτων τοξικολογικών και ιστολογικών εξετάσεων.
«Θα πρέπει να οριστεί σε κάθε πόλη στην οποία υπάρχει ιατροδικαστική υπηρεσία, εργαστήριο ιατροδικαστικής, και ιατροδικαστής σε νοσοκομείο, ένα εργαστήριο που δύναται να ανταποκριθεί στη συνέπεια του χρόνου για τις ιατρικές εξετάσεις. (…) Για παράδειγμα στη Θεσσαλονίκη εγώ προσωπικά χρωστούσα ιατροδικαστικές εκθέσεις (τουλάχιστον 2 ετών), στις οποίες είχα ζητήσει μόνο τοξικολογικές εξετάσεις και το τοξικολογικό εργαστήριο του ΑΠΘ δεν μου είχε παραδώσει αποτελέσματα στον σωστό χρόνο ή και ιστολογικές εξετάσεις που από το 2022 ακόμη δεν έχουν διεκπεραιωθεί», αναφέρει ο κ. Χατζηνικολάου.
