Με έναν καθαρό «οδικό χάρτη» προσέρχεται η κυβέρνηση στην επιχείρηση υλοποίησης του σχεδιασμού της που αφορά στα κρίσιμα πεδία της πολιτικής και έχει ορίζοντα τις εθνικές εκλογές του 2027.
Στο διάστημα των περίπου δυόμισι χρόνων από τώρα ο Κυριάκος Μητσοτάκης βάζει στόχο να έχει «ανοίξει» όλες τις δυνατότητες που βελτιώνουν την ποιότητα ζωής των Ελλήνων, να έχει καταστήσει σαφές το αυστηρό πλαίσιο – «χωρίς υποχωρήσεις»- του διαλόγου που ξεκινά με την Τουρκία και να έχει δρομολογήσει πρωτοβουλίες για την περαιτέρω αναπτυξιακή προοπτική της χώρας. «Πράξεις και όχι υποσχέσεις», είναι η προτροπή του Μεγάρου Μαξίμου προς τους υπουργούς και δη προς αυτούς που έχουν αναλάβει να ολοκληρώσουν εντός συγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος σημαντικό μέρος του κυβερνητικού σχεδίου. «Ένα άδειο ποτήρι έχει αρχίσει και γεμίζει, δεν έχει γεμίσει πλήρως, αλλά εμείς το βλέπουμε μισογεμάτο», τονίζει ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ, Παύλος Μαρινάκης θέλοντας να περιγράψει τη «φιλοσοφία» του εγχειρήματος κατά τη δεύτερη κυβερνητική θητεία και τη βάση αναμέτρησης της κυβερνητικής παράταξης με τους βασικούς πολιτικούς της αντιπάλους στις εθνικές εκλογές. Ο κ. Μαρινάκης αναγνωρίζει ότι «προφανώς και χρειάζονται περισσότερα από όσα έχουν ήδη γίνει» και χαρακτηρίζει «δικαιολογημένη την αγωνία του κόσμου», όπως αυτή καταγράφεται και μετά από τις ευρωεκλογές στις δημοσκοπήσεις.
Η αίσθηση που δίνεται από τα κυβερνητικά στελέχη είναι ότι το Μέγαρο Μαξίμου έχει αποφασίσει να επιταχύνει ρυθμούς και να ανεβάσει ταχύτητα ως προς την προώθηση δράσεων που έχουν να κάνουν με την καθημερινότητα των πολιτών. Τονίζουν για παράδειγμα ότι μέσα σε πέντε χρόνια η Ελλάδα έχει ρυθμό αύξησης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ 7,7%, τη στιγμή που στην Ευρώπη είναι το μισό και ταυτόχρονα κατάφερε να δημιουργηθούν 500.000 θέσεις εργασίας, σε μια χώρα που η ανεργία των νέων ήταν 37% και τώρα είναι 19%.
Το πλαίσιο δεν αλλάζει και ορίζεται από την «παραδοχή» ότι: «πάντα ο εχθρός του καλού είναι το καλύτερο, αλλά και το καλύτερο πρέπει να είναι κοστολογημένο», που σημαίνει ότι η κυβέρνηση θα συνεχίσει να αναπτύσσει πρωτοβουλίες στο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής υπολογίζοντας πάντα τη δημοσιονομική συνθήκη. Εντός αυτής της συνθήκης για παράδειγμα η κυβέρνηση προώθησε τέσσερις πολιτικές που στηρίζουν τις εργαζόμενες γυναίκες στους πολλαπλούς ρόλους. Η πρώτη αφορά στις προληπτικές εξετάσεις, με το πρόγραμμα Φώφη Γεννηματά για τον καρκίνο τραχήλου Δεύτερη περίπτωση: Μια νέα μητέρα μέχρι το 2019 έπαιρνε εφάπαξ επίδομα όταν έκανε παιδί ούτε 1.000 ευρώ. Παίρνει πλέον ένα επίδομα παιδιού 2.400 ευρώ, το οποίο προσαυξάνεται και τον κατώτατο μισθό επί εννέα μήνες. Τρίτη περίπτωση: Μια γυναίκα που απειλείται έχει πλέον το panic button- κάθε εβδομάδα μέσω αυτού προστατεύονται 200 γυναίκες. Τέταρτον: Η ανεργία των γυναικών ήταν το 2019 στο 22%, τώρα είναι στο 12%.
Σύμφωνα με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο το Μέγαρο Μαξίμου περιμένουν από τους συνεργάτες του κ. Ανδρουλάκη να προταθούν συγκεκριμένες ημερομηνίες για τη συνάντηση. «Πρέπει να γίνει η συνάντηση και θα γίνει», δηλώνει υπογραμμίζοντας το σκεπτικό που λέει ότι έχουν παρέλθει οι εποχές με τους «γερμανοτσολιάδες και τους προδότες» και ότι συμπολίτευση και αντιπολίτευση μπορεί να διαφωνεί πολύ έντονα αλλά σίγουρα πρέπει να συνομιλεί για τα μείζονα που απασχολούν τη χώρα και τους πολίτες της. «Όλα στην ώρα τους» είναι η απάντηση της Χαριλάου Τρικούπη που συμφωνεί με την προοπτική θεσμικής ανταλλαγής απόψεων και διαφωνιών, τονίζοντας μέσω του νέου εκπροσώπου Τύπου, Κώστα Τσουκαλά ότι θα χρειαστεί και ενημέρωση για τα εθνικά ζητήματα. Έμπειρα κοινοβουλευτικά στελέχη διακρίνουν την αναζήτηση συνομιλητή για συναινέσεις σχετικά με τα μείζονα- όπως είναι στη συνέχεια και η συνταγματική αναθεώρηση αλλά και η επέκταση της επιστολιικής ψήφου και στις βουλευτικές εκλογές– από το Μέγαρο Μαξίμου στο ΠΑΣΟΚ. Δεν ήταν τυχαία η επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην πρόσφατη συζήτηση στη βουλή σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών, να καταστήσει κεντρικό συνομιλητή τον κ. Ανδρουλάκη, ασκώντας του όμως αυστηρή κριτική για το ότι, όπως είπε, το κόμμα του καταψηφίζει μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης πχ για το ΑΣΕΠ.
Όσον αφορά στα εθνικά μέτωπα το Μέγαρο Μαξίμου κρατά ψηλά τη «σημαία» των καθαρών θέσεων και για τον αναγκαίο, χωρίς υποχωρήσεις, διάλογο με την Τουρκία. Αν υπάρχει κάτι που έχει ενοχλήσει περισσότερο το τελευταίο χρονικό διάστημα το Μαξίμου είναι «η προσπάθεια να χτιστεί από ορισμένα ακροδεξιά κόμματα και φίλα σε αυτά Μέσα ένα αφήγημα ενδοτικότητας». Η απάντηση που δίνουν είναι ότι η Ελλάδα επί των ημερών του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι πιο ισχυρή διπλωματικά, αμυντικά και γεωπολιτικά κι ότι πιστεύουν στον διάλογο με την Τουρκία, που κάθε άλλο παρά κάνει πιο αδύναμη τη θέση της χώρας. Και επαναλαμβάνουν σε κάθε ευκαιρία, πριν και από τη συνάντηση Γεραπετρίτη- Φιντάν ότι: «Είναι μόνο μία η διαφορά που θέλουμε να λύσουμε με την Τουρκία, ο καθορισμός ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας και τίποτα άλλο. Δεν πρόκειται να μπει ποτέ τίποτα άλλο στο τραπέζι». Το δε μήνυμα που στέλνουν και προς τους «υπερπατριώτες» αλλά και προς την πλευρά Σαμαρά ενδεχομένως είναι ότι «η διαφορά μας λέει ότι είναι πολύ ευχάριστο πρόσκαιρα να παριστάνεις τον τσάμπα πατριώτη, είναι πολύ πιο ωφέλιμο όμως ισχυροποιώντας τη χώρα σου να προχωράς σε ενέργειες που την ενδυναμώνουν».