«Το άγχος και η στενοχώρια σκοτώνουν τον άνθρωπο». Αυτά είναι τα λόγια του ομογενούς Σπύρου Παπαεμμανουήλ, ο οποίος πριν από λίγες ημέρες έσβησε τα 100 κεράκια στην τούρτα του περιτριγυρισμένος από την οικογένειά του, που αποτελείται από τα τέσσερα παιδιά του και τις νύφες του, τα 14 εγγόνια του και ακόμα τέσσερα δισέγγονα.
Ο κύριος Σπύρος γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1921 στο Ασκληπιό, ένα γραφικό χωριουδάκι της Ρόδου, τη δύσκολη περίοδο της Ιταλικής κατοχής, όπου επικρατούσε η πείνα, η φτώχεια και η ανέχεια, μέσα σε μια πολυμελή οικογένεια μ’ έναν άρρωστο πατέρα και μια ταλαίπωρη μάνα που πάσχιζε να μεγαλώσει μόνη της τα έξι παιδιά της.
«Ο πατέρας μου, το δεύτερο παιδί της οικογένειας μπήκε από μικρό παιδί στον αγώνα της ζωής για να μπορέσει να βοηθήσει τη μητέρα του να σηκώσει τα αβάσταχτα βάρη της οικογένειας.
Ήταν δραστήριος και δυναμικός και δε λογάριαζε κανέναν και τίποτα προκειμένου να δώσει τα προς το ζην στους δικούς του» λέει στον «Νέο Κόσμο» ο 72χρονος γιος του κ. Σπύρου, Ιωάννης, ο οποίος θυμάται τον πατέρα του να του διηγείται ιστορίες από εκείνη την εποχή όταν ο ίδιος νέο παλικάρι πήγαινε τα μεσάνυχτα στο δάσος έστηνε παγίδες στα ελάφια -τότε υπήρχαν άφθονα στη Ρόδο και προστατευόμενο είδος- και με κίνδυνο ακόμα και της ζωής του τα κουβαλούσε στους ώμους του μέχρι το σπίτι για να θρέψει την οικογένειά του.
«Ήταν τόσο ριψοκίνδυνος και γενναίος που δε δίσταζε να «κλέβει» αλεύρι, κότες και ψωμί από τους πιο ευκατάστατους του χωριού για να ταΐσει τα αδέλφια του και τον άρρωστο πατέρα του», λέει ο Ιωάννης.
Η μητέρα του Σπύρου, δούλευε μέρα-νύχτα για να μπορέσει να ζήσει τα παιδιά της. Μάζευε αλάτι από τα βραχάκια της παραλίας του χωριού της και το πούλαγε στα γειτονικά χωριά. Παρ’ ότι ο νεαρός τότε Σπύρος δούλευε σκληρά και είχε ν’ αντιμετωπίσει δύσκολες καταστάσεις ήταν ένας άνθρωπος ευχάριστος, με χιούμορ που του άρεσε να κάνει τους άλλους να γελούν και να περνούν καλά.
Αν και φτωχόπαιδο, ήταν περιζήτητος γαμπρός με πολλά κορίτσια του χωριού να είναι ερωτευμένα μαζί του. Ο ίδιος επέλεξε για σύντροφο της ζωής του τη νεαρή Δέσποινα, μια κοπέλα από καλή οικογένεια, με πατέρα μετανάστη στην Αμερική με λίγα χρήματα παραπάνω από τις άλλες υποψήφιες νύφες του χωριού.
«Ο πατέρας μου το θεώρησε μεγάλη του τιμή που τον επέλεξε και η μητέρα μου. Την θεωρούσε θεόσταλτο δώρο στη ζωή του, την σεβόταν, την εκτιμούσε και την αγαπούσε μέχρι που την χάσαμε πριν από περίπου 15 χρόνια».
Τα μεταπολεμικά χρόνια κι όταν η Ρόδος ενσωματώθηκε με την Ελλάδα η οικονομική κατάσταση στο νησί, ήταν ίδια με αυτήν του πολέμου. Δουλειές δεν υπήρχαν ενώ οι αγροτικές εργασίες ήταν κοπιαστικές χωρίς μηχανήματα και με φτηνά αγροτικά προϊόντα.
Την εποχή εκείνη πολλοί Ροδίτες έστρεψαν το βλέμμα τους στην Αμερική, τη Γερμανία και την Αυστραλία, αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον στην ξενιτιά.
Ο Σπύρος μετανάστευσε στην Αυστραλία το 1959 με το πλοίο “Begona” και ακολούθησαν η Δέσποινα και τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας.
Τα πρώτα χρόνια στην Αδελαΐδα ήταν πολύ δύσκολα για την οικογένεια Παπαεμμανουήλ που εγκαταστάθηκε στην ελληνική συνοικία του Mile End.
Ανεπάγγελτος, χωρίς χρήματα, κουρασμένος από τις άκαρπες εργασίες του χωριού, με τέσσερα αγόρια, ο νεαρός πατέρας βρέθηκε σ’ ένα ξένο περιβάλλον αλλά για καλή του τύχη βρέθηκαν φίλοι και συγχωριανοί του που τον βοήθησαν στο ξεκίνημα της νέας ζωής του.
«Προσπάθησε να μας μάθει μία τέχνη για να μπορούμε να σταθούμε στα πόδια μας και μαθημένος και ο ίδιος να δουλεύει από μικρό παιδί, δε μας εμπόδισε να δουλεύουμε και εμείς σε περιστασιακές δουλειές, συνεισφέροντας έτσι στην οικογένεια» θυμάται ο Ιωάννης.
Η Δέσποινα κρατούσε τα ηνία του σπιτιού και ο Σπύρος της άφηνε πλήρη ελευθερία σε ό,τι αφορούσε την ανατροφή των παιδιών χωρίς να επεμβαίνει.
Εκείνος εργαζόταν σκληρά, αλλά νοσταλγούσε το χωριό του, τη μητέρα και τα αδέλφια του τους οποίους μετά από λίγα χρόνια κατάφερε να προσκαλέσει στην Αυστραλία. Ο ίδιος στερήθηκε τον τόπο του για πολλά χρόνια γιατί το ταξίδι στην Ελλάδα ήταν δαπανηρό και οι οικογενειακές υποχρεώσεις πολλές. Τελικά κατάφερε να επισκεφθεί το χωριό του το 1973 ενώ στα χρόνια που ακολούθησαν πραγματοποιούσε συχνότερα ταξίδια στο νησί του.
Σήμερα, ο 100χρονος κ. Σπύρος σε οίκο ευγηρίας της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας ΝΑ, τα «έχει 400», περνά πολύτιμο χρόνο με την οικογένειά του, ασχολείται με τον κήπο του, παίζει χαρτιά με τους γιους του και διαρκώς τους υπενθυμίζει να αποφεύγουν τη στενοχώρια και το άγχος, να αποδέχονται όσα έρχονται και να κοιτούν μόνο μπροστά, αντικρίζοντας τη ζωή σαν ένα όμορφο ταξίδι, γεμάτο υπέροχες αλλά και δύσκολες στιγμές που όμως περνούν.
«Τον ευχαριστούμε όλοι πολλοί για όλα αυτά τα χρόνια που είναι παρών στη ζωή μας και παρά τις δυσκολίες και τα βάσανα, εκείνος παραμένει ευχάριστος, ευδιάθετος και αισιόδοξος.
«Αυτή η θετική του στάση τον βοήθησε να ζήσει και να φτάσει σήμερα να γιορτάσει τα εκατό του χρόνια. Του ευχόμαστε να ζήσει ακόμη όσα χρόνια του χαρίσει ο Θεός, να τον βλέπουμε, να τον καμαρώνουμε και να μιμούμαστε τον τρόπο της ζωής του» καταλήγουν οι τέσσερις γιοί του.