Τον Απρίλιο του 2020, Αλβανός κακοποιός με ψευδώνυμο «Ricardo Muho» και εγκληματική δράση σε Ισπανία και Ελλάδα οδηγήθηκε ενώπιον της 6ης τακτικής ανακρίτριας Πειραιά προκειμένου να απολογηθεί για μεγάλη υπόθεση λαθρεμπορίας τσιγάρων. Ο «Muho» ήταν τότε ήδη κρατούμενος σε ελληνική φυλακή, κατηγορούμενος ως ο ηθικός αυτουργός στη δολοφονία του πρώην αξιωματικού της Αλβανικής Αστυνομίας, Artan Cuku, τρία χρόνια νωρίτερα στα Τίρανα. Ο τελευταίος είχε τη φήμη αδιάφθορου έχοντας σε 20 χρόνια υπηρεσίας οδηγήσει στη φυλακή περίπου 1.000 σκληρούς Αλβανούς κακοποιούς. Ενας από αυτούς ήταν και ο «Muho», ο οποίος κατηγορήθηκε από τις αλβανικές αρχές ότι παρήγγειλε την εξόντωση του διώκτη του αντί αμοιβής 20.000 ευρώ.
Μέχρι τη σύλληψή του, τον Δεκέμβριο του 2018, κρυβόταν στην Αθήνα χρησιμοποιώντας πλαστό δελτίο ταυτότητας και διαβατήριο υπό στοιχεία «Χρήστος Χαμκίδης». Τα πλαστά έγγραφα είχε προμηθευτεί αντί 35.000 ευρώ από το κύκλωμα πλαστογράφων που εξαρθρώθηκε μεσοβδόμαδα από την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ. με συμμετοχή σε αυτό ομογενών από την πρώην ΕΣΣΔ και επίορκων αστυνομικών.
Αν και επισήμως η έρευνα των «Αδιάφθορων» ξεκίνησε στις αρχές του 2021, από τις 8.000 σελίδες της δικογραφίας η «Κ» αποκαλύπτει ότι κρίσιμες πληροφορίες για τη δράση του κυκλώματος είχε αποκαλύψει, σχεδόν ένα χρόνο νωρίτερα, ο «Ricardo Muho».
Ενα σοβαρό σφάλμα του κυκλώματος, εξάλλου, ήταν αυτό που τον είχε οδηγήσει ενώπιον της 6ης τακτικής ανακρίτριας Πειραιά, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος είχε δώσει ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό για να σβήσει τα ίχνη του. Με τα ίδια στοιχεία που είχαν χρησιμοποιηθεί για την έκδοση των πλαστών εγγράφων του, τα μέλη της σπείρας είχαν εκδώσει ΑΦΜ εταιρείας που ενεπλάκη σε μεγάλη υπόθεση λαθρεμπορίας τσιγάρων.
Ενώπιον της ανακρίτριας Πειραιά, λοιπόν, που τον κάλεσε για εξηγήσεις, ο Αλβανός κακοποιός σε ρόλο δυσαρεστημένου πελάτη δεν δίστασε να κατονομάσει το ένα από τα ηγετικά μέλη του κυκλώματος, 62χρονο ομογενή από το Καζαχστάν, με εμπλοκή κατά το παρελθόν σε υποθέσεις trafficking.
«Κλήθηκε για απολογία την 29η Απριλίου 2020 και ανέφερε ότι ο Μ. παραδέχτηκε στον ίδιο πως τα στοιχεία ταυτότητας που του είχαν δώσει, τα είχαν χρησιμοποιήσει και σε άλλα δύο άτομα», αναφέρεται επί λέξει στα έγγραφα της δικογραφίας.
Τις εξελίξεις στην υπόθεση, πάντως, επιτάχυναν τρεις ανώνυμες επιστολές που έφτασαν στα γραφεία των Εσωτερικών Υποθέσεων καθώς και ο έλεγχος, αρχές του χρόνου, αστυνομικών της ΔΙ.ΑΣ. σε άτομο που εντοπίστηκε να κινείται κοντά στο σπίτι της αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μαρίας Λεπενιώτη, στο Χαλάνδρι. Ο ύποπτος είχε δείξει στους αστυνομικούς ταυτότητα με στοιχεία Αλεξέι Τσβέτκοβ από το Σουχούμι της Αμπχαζίας. Η συμπεριφορά του, ωστόσο, και κυρίως η προφορά του, κίνησε τις υποψίες των αστυνομικών, που τον προσήγαγαν στο τμήμα για έλεγχο των δακτυλικών αποτυπωμάτων του. Προέκυψε τότε ότι δεν ήταν ομογενής από την πρώην Σοβιετική Ενωση αλλά υπήκοος Αλβανίας, με εμπλοκή μάλιστα σε σοβαρή υπόθεση διακίνησης ναρκωτικών. Η πλαστή ταυτότητά του είχε εκδοθεί από το Τμήμα Ασφαλείας Ασπροπύργου, ο προϊστάμενος του οποίου συγκαταλέγεται στους βασικούς κατηγορουμένους για συμμετοχή στο κύκλωμα.
Ο 35χρονος αξιωματικός υπηρετούσε στο παρελθόν στην Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία απ’ όπου πήρε δυσμενή μετάθεση για το Τ.Α. Φυλής πριν καθίσει στη «χρυσή», όπως αποδεικνύεται, καρέκλα του επικεφαλής του Τ.Α. Ασπροπύργου. Πώς αλλιώς να εξηγηθεί ότι στο χρηματοκιβώτιο του γραφείου του βρέθηκαν 320.000 ευρώ σε μετρητά. Ακόμη 285.000 ευρώ βρέθηκαν σε σπίτια που χρησιμοποιούσε Αλβανός, σεσημασμένος για ναρκωτικά, ο οποίος συνελήφθη στην Ολλανδία έχοντας και αυτός στην κατοχή του ταυτότητα που είχε προμηθευτεί από το κύκλωμα.
Είχε κατονομάσει το ένα από τα ηγετικά μέλη του κυκλώματος, στο οποίο συμμετείχαν και επίορκοι αστυνομικοί.
Για εμπλοκή στην υπόθεση συνελήφθησαν με την αυτόφωρη διαδικασία 20 άτομα. Πρόκειται για εννέα εν ενεργεία αστυνομικούς, έναν πολιτικό υπάλληλο του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, ένα δικηγόρο, μία υπάλληλο ληξιαρχείου και ακόμη 8 ομογενείς από χώρες της πρώην Σοβιετικής Ενωσης.
Ως αρχηγικά μέλη του κυκλώματος περιγράφονται δύο ξαδέλφια με καταγωγή από το Καζαχστάν, που σύμφωνα με το κατηγορητήριο είχαν ξεκινήσει τη δράση τους ήδη από το 2013. Οι αστυνομικοί-χειριστές της υπόθεσης μάλιστα εκτιμούν ότι η οργάνωση αποτελεί συνέχεια παρόμοιου κυκλώματος που είχε εξαρθρωθεί από τις Εσωτερικές Υποθέσεις, το διάστημα 2013-2014. Δεν εξηγούν ωστόσο, ποιο είναι το «σημείο επαφής» των δύο υποθέσεων, ούτε με ποιον τρόπο οι ομογενείς από το Καζαχστάν είχαν αποκτήσει ισχυρά ερείσματα στο εσωτερικό της ΕΛ.ΑΣ.
Για συμμετοχή στο δίκτυο, εξάλλου, κατηγορούνται ακόμη 24 αστυνομικοί και μερικές δεκάδες άτομα που χρησιμοποιήθηκαν ως μάρτυρες ταυτοπροσωπίας κατά τη διαδικασία έκδοσης των ταυτοτήτων. Η σχέση τους πάντως με τον πυρήνα της οργάνωσης είναι μάλλον αδύναμη και δεν παραπέμπει σε δομή κλειστής εγκληματικής οργάνωσης. Κάτι που επισήμαναν στην «Κ» οι νομικοί εκπρόσωποι δύο εκ των κατηγορουμένων, Μιχάλης Νταλαμπίρας και Φίλιππος Σκαμπαρδώνης.
Η μεθοδολογία
Σε ό,τι αφορά τη μεθοδολογία δράσης της σπείρας, οι φερόμενοι ως αρχηγοί έβρισκαν υποψήφιους πελάτες, σε πολλές περιπτώσεις Αλβανούς και Ρώσους κακοποιούς σεσημασμένους ή διωκόμενους για ανθρωποκτονίες και διακίνηση ναρκωτικών.
Τους κατηύθυναν σε «συνεργαζόμενα» Τμήματα Ασφαλείας της Αττικής, όπου μαζί με ένα μάρτυρα ταυτοπροσωπίας κατέθεταν αίτημα έκδοσης νέας ταυτότητας. Για τις νέες πλαστές ταυτότητες και διαβατήρια χρησιμοποιούσαν κυρίως τα στοιχεία Ελλήνων ομογενών από χώρες της πρώην Σοβιετικής Ενωσης που είτε δεν είχαν εκδώσει ποτέ ταυτότητες ή είχαν παλαιού τύπου δελτία. Εντόπιζαν τις περιπτώσεις αυτές με τη συνδρομή γυναίκας υπαλλήλου σε ληξιαρχείο της Δυτικής Αττικής.
Στις περιπτώσεις των σκληρών κακοποιών, τα πλαστά έγγραφα πωλούνταν προς 30.000-35.000 ευρώ, όπως άλλωστε προκύπτει από συνομιλίες μεταξύ των κατηγορουμένων που καταγράφηκαν στο πλαίσιο της μυστικής έρευνας. «Τώρα ζητάνε για ένα φίλο του. Λέω “συγγνώμη, αδελφέ, με είκοσι πέντε δεν βγαίνω, τουλάχιστον τριάντα”. Πρέπει να μας δώσει 15.000 και στην αστυνομία ακόμα 15.000 να πάει», ακούγεται να λέει ο φερόμενος ως αρχηγός της οργάνωσης.
Μία από τις χαρακτηριστικές περιπτώσεις κακοποιών που απέκτησαν πλαστή ταυτότητα μέσω του κυκλώματος είναι αυτή του 37χρονου Αλβανού Μάριους Νταμάντι, σεσημασμένου για ναρκωτικά, ο οποίος τη 16η Νοεμβρίου, εν μέσω της μυστικής έρευνας, δολοφονήθηκε σε βενζινάδικο που διατηρούσε στη λεωφόρο Θηβών στη Νίκαια. Από τη δικογραφία προκύπτει ότι είχε προ αρκετών ετών αποκτήσει πλαστά έγγραφα υπό στοιχεία «Στέργιος Μαζνεβίδης». Βρισκόταν σε επαφή με τον αρχηγό της σπείρας μέχρι δύο μήνες πριν από την εν ψυχρώ δολοφονία του από πληρωμένους δολοφόνους.