Καθώς φαίνεται ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο έχει φανατικούς… haters, ας δούμε αν όντως επρόκειτο για έναν εγκληματία ή για έναν παρεξηγημένο μεταρρυθμιστή.
Μια σύντομη ιστορία της Καμπότζης
Η Καμπότζη είναι χώρα της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Έχει έκταση 181.040 τ. χλμ. και πληθυσμό γύρω στα 17.300.000 (εκτίμηση για το 2024). Επίσημη ονομασία της χώρας είναι «Βασίλειο της Καμπότζης». Η ελληνική της ονομασία, Καμπότζη, αποτελεί εξελληνισμό του γαλλικού ονόματος (Cambodge), το οποίο προέρχεται από την ονομασία της χώρας στα Χμερ Cambuchea (Καμπούτσεα). Πρωτεύουσα της Καμπότζης είναι η πόλη Πνομ Πεν(χ).
Υπάρχουν ευρήματα που δείχνουν ότι στην Καμπότζη υπήρχαν κάτοικοι ήδη από το 6000 π.Χ., ενώ οι πρώτες ενδείξεις ανεπτυγμένου πολιτισμού σε αυτή τοποθετούνται γύρω στο 1000 π.Χ. Η Καμπότζη ήταν η κοιτίδα του πολιτισμού των Χμερ, οι οποίοι μεταξύ του 9ου και του 13ου αιώνα κατείχαν σημαντική θέση στη χερσόνησο της Ινδοκίνας και αναμόρφωσαν τους πολιτισμούς των αρχαίων βασιλείων που υπήρχαν σε αυτή. Από τα μέσα του 17ου ως τα μέσα του 19ου αιώνα τα εδάφη των άλλοτε πανίσχυρων Χμερ έγιναν θέατρο ανταγωνισμού ανάμεσα στους δύο ισχυρούς γείτονες της σημερινής Καμπότζης: το Σιάμ (νυν Ταϊλάνδη) και το Βιετνάμ (τότε Ανάμ). Το 1861 ο βασιλιάς της Καμπότζης Νοροντόμ, που απειλήθηκε από τον αδερφό του, ζήτησε βοήθεια από τη Γαλλία, η οποία κατείχε ήδη μεγάλο τμήμα της Ινδοκίνας. Η Γαλλία επενέβη και το 1863 επέβαλε καθεστώς προτεκτοράτου, το οποίο δεν κατόρθωσαν να ανατρέψουν οι επαναστάσεις που έγιναν το 1865-67 και το 1884-86. Με τη Συνθήκη του 1884 οι Γάλλοι ενίσχυσαν την εξουσία τους στην Καμπότζη και ανανέωσαν το καθεστώς του προτεκτοράτου.
Το 1941 στον θρόνο της Καμπότζης ανέβηκε ο 18χρονος τότε Νοροντόμ Σιχανούκ, δισέγγονος του Νοροντόμ που το 1861 είχε ζητήσει από τους Γάλλους να παρέμβουν. Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Ιάπωνες κατέλαβαν μεγάλες περιοχές της Καμπότζης και την παρότρυναν να κηρύξει την ανεξαρτησία της, κάτι που έγινε το 1944. Το 1945, όπως είναι γνωστό, η Ιαπωνία ηττήθηκε, οι Γάλλοι επανήλθαν στην Καμπότζη, αλλά ήταν πλέον εξασθενημένοι, λόγω του Β’ Π.Π., της ιαπωνικής επιρροής, αλλά και των επιτυχιών των τοπικών εθνικών απελευθερωτικών κινημάτων. Ο Νοροντόμ Σιχανούκ εκμεταλλεύτηκε αυτή την κατάσταση και το 1949 εξασφάλισε ένα βαθμό αυτονομίας για τη χώρα του και την πλήρη ανεξαρτησία της στις 9 Νοεμβρίου 1953.
Το 1955 ο Σιχανούκ, αφού εξασφάλισε με δημοψήφισμα την έγκριση της πολιτικής του, παραιτήθηκε από τον θρόνο για να αναμειχθεί στην πολιτική. Βασιλικά καθήκοντα ανέλαβε ο πατέρας του Σιχανούκ Νοροντόμ Σουραμαρίτ. Τον Απρίλιο του 1955 ο Σιχανούκ ίδρυσε τη Σοσιαλιστική Λαϊκή Κοινότητα, η οποία στις εκλογές της 11/09/1955 κατέλαβε όλες τις έδρες της Βουλής, κάτι που επαναλήφθηκε το 1958. Ο Σιχανούκ αποκατέστησε τις διπλωματικές σχέσεις με την ΕΣΣΔ (1956) και το 1958 με την Κίνα. Η εχθρότητα και οι εδαφικές αξιώσεις του Νοτίου Βιετνάμ και της Ταϊλάνδης προς την Καμπότζη, αύξησαν την καχυποψία του Σιχανούκ προς τις χώρες αυτές, την ίδια ώρα που ερχόταν πιο κοντά στο Πεκίνο και το Ανόι.
Το 1958-59 και το 1963 το Κομμουνιστικό Κόμμα Πραχαχεόν δέχτηκε σοβαρό πλήγμα. Τα ριζοσπαστικότερα μέλη του υπό την ηγεσία του Τους Σαμούθ και αργότερα του διαδόχου του Σαλόθ Σαρ (του μετέπειτα Πολ Ποτ) και του Ιένγκ Σαρί ίδρυσαν, μαζί με μια μερίδα των εναπομεινάντων στελεχών του Λαϊκού Επαναστατικού Κόμματος, που είχε ιδρυθεί το 1951 μετά τη διάσπαση του Ινδοκινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος, το Κόμμα των Ερυθρών Χμερ (Κομμουνιστικό Κόμμα των Χμερ), στις 30 Σεπτεμβρίου 1960. Το κόμμα αυτό, δρώντας στην παρανομία, «βγήκε στα βουνά» το 1963 και από τον Ιανουάριο του 1968 άρχισε ένοπλο αγώνα. Φιλικά προσκείμενοι στο Πεκίνο, οι Ερυθροί Χμερ δεν διατηρούσαν σχέσεις με τους κομμουνιστές Χμερ που είχαν καταφύγει στο Ανόι μετά το 1959 και αποτελούσαν πονοκέφαλο για τον Σιχανούκ. Η επιδείνωση των σχέσεων της Καμπότζης με την Ταϊλάνδη και το Νότιο Βιετνάμ κατέληξε σε πλήρη ρήξη με τις δύο αυτές χώρες (το 1961 και το 1963 αντίστοιχα).
Από το 1960, όταν πέθανε ο πατέρας του, ο Σιχανούκ έγινε και αρχηγός του κράτους ενώ η μητέρα του, βασίλισσα Κοσαμάκ, εξακολουθούσε να συμβολίζει τον θρόνο. Οι Ερυθροί Χμερ στο μεταξύ είχαν αρχίσει να αυξάνουν την επιρροή τους. Το 1966, ο Σιχανούκ δεν εξέλεξε ο ίδιος τους υποψηφίους του κόμματος Σανγκ- Κουμ για τις βουλευτικές εκλογές, στις οποίες θριάμβευσε η Δεξιά. Πρωθυπουργός της Καμπότζης ανέλαβε ο Λον Νολ, ο οποίος ύστερα από την εξέγερση των αγροτών της Σαμλό που πνίγηκε στο αίμα, αντικαταστάθηκε από τον Σον Σαν. Ακολούθησε νέα κυβέρνηση υπό τον Σιχανούκ, η οποία έδωσε τη θέση της σε άλλη, υπό τον Πεν Νουθ, στενό συνεργάτη του (01/01/1968). Τον Νοέμβριο του 1968 ο Λον Νολ έγινε Υπουργός Άμυνας της κυβέρνησης αυτής.
Τον Μάρτιο του 1969 Νίξον και Κίσινγκερ διέταξαν βομβαρδισμό της Καμπότζης, όμως τον επόμενο μήνα αναγνώρισαν τα σύνορα του βασιλείου και οι διπλωματικές σχέσεις των δύο χωρών αποκαταστάθηκαν (Αύγουστος 1969). Τον ίδιο μήνα η κυβέρνηση Πεν Νουθ ανατράπηκε. Πρωθυπουργός ανέλαβε ο Λον Νολ, με τη στήριξη της CIA και του Σιρίκ Ματάκ, ξαδέλφου του Σιχανούκ, αλλά ορκισμένου εχθρού του. Τελικά στις 18 Μαρτίου 1978 ο Σιχανούκ ανατράπηκε από το Κοινοβούλιο, κάτω από τις πιέσεις της κυβέρνησης και του στρατού και αναχώρησε για το Πεκίνο. Αρχηγός του κράτους έγινε ο Τσενγκ Χενγκ.
Ο πόλεμος της Καμπότζης- Οι Ερυθροί Χμερ στην εξουσία
Οι πραξικοπηματίες τάχθηκαν υπέρ των Η.Π.Α. και της Σαϊγκόν, του Νότιου Βιετνάμ τότε δηλαδή. Ο Σιχανούκ εξασφάλισε την υποστήριξη του Πεκίνου και των Ερυθρών Χμερ, στην προσπάθειά του να ανατρέψει τον Λον Νολ. Ο στρατός της Καμπότζης, στις αρχές Απριλίου άρχισε τις μαζικές σφαγές των Βιετναμέζων που ζούσαν στη χώρα (ήταν περίπου 450.000). Όσοι από αυτούς γλίτωσαν, περίπου 300.000, κατέφυγαν στο Νότιο Βιετνάμ.
Ο πόλεμος μεταξύ του Σιχανούκ, των Ερυθρών Χμερ και των Βιετναμέζων από τη μια πλευρά και της κυβέρνησης Λον Νολ, με τη στήριξη των Η.Π.Α., από την άλλη, άρχισε στο εσωτερικό της Καμπότζης. Στις 30/4/1970 αμερικανικά στρατεύματα μπήκαν στην Καμπότζη, μετά τη διεθνή κατακραυγή όμως αποχώρησαν στα τέλη Ιουνίου. Έσωσαν όμως την κυβέρνηση του Λον Νολ, προσωρινά. Παρά τους αμερικανικούς βομβαρδισμούς, οι Ερυθροί Χμερ άρχισαν να κερδίζουν την πρωτοκαθεδρία μεταξύ των αντιπάλων του Λον Νολ. Τον Αύγουστο του 1973 οι Η.Π.Α. σταμάτησαν τους βομβαρδισμούς στην Καμπότζη (έριξαν συνολικά 540.000 τόνους εκρηκτικών). Οι Ερυθροί Χμερ ήταν εξασθενημένοι. Αλλά και ο Λον Νολ έπασχε από ημιπληγία και περιστοιχιζόταν από διεφθαρμένους συμβούλους.
Όταν ο Σιχανούκ επέστρεψε στην Καμπότζη διαπίστωσε ότι δεν είχε καμία, ουσιαστικά, δύναμη. Οι Ερυθροί Χμερ, με τη στήριξη του Βορείου Βιετνάμ ανασυγκροτήθηκαν και την 1η Ιανουαρίου 1975 ξεκίνησαν την τελική επίθεσή τους κατά της Πνομ Πεν. Στις 17 Απριλίου 1975, αφού είχαν φύγει από την πρωτεύουσα οι Αμερικανοί και ο Λον Νολ (πέθανε στο Φούλερτον, στην Καλιφόρνια το 1985), οι Ερυθροί Χμερ μπήκαν στην Πνομ Πεν. Ισχυρός άνδρας τους ήταν ο διαβόητος πλέον σήμερα Πολ Ποτ.
Ποιος ήταν ο Πολ Ποτ;
Ο Πολ Ποτ γεννήθηκε το 1925 (υπάρχουν και αναφορές ότι γεννήθηκε το 1928) στο χωριό Prek Sbauv, στην επαρχία Kampong Thom στην Κεντρική Καμπότζη. Το πραγματικό του ονοματεπώνυμο ήταν Σαλόθ Σαρ. Γιος κτηματία, ήταν μέτριος μαθητής. Τελικά σπούδασε ξυλουργική για έναν χρόνο σε τεχνική σχολή στην Πνομ Πεν. Το 1949 πήγε με υποτροφία στο Παρίσι για να σπουδάσει ηλεκτρονικός του ραδιοφώνου. Προσχώρησε στο Κ.Κ. της Γαλλίας και συνδέθηκε με μια ομάδα Καμποτζιανών αριστερών με τους οποίους συνεργάστηκε αργότερα στην ηγεσία των Ερυθρών Χμερ. Η υποτροφία του διακόπηκε το 1953, όταν απέτυχε στις εξετάσεις, οπότε και επέστρεψε στην Πνομ Πεν. Δίδαξε σε μια ιδιωτική σχολή της πρωτεύουσας από το 1956 ως το 1963. Υποχρεώθηκε όμως να την εγκαταλείψει, επειδή η Αστυνομία τον παρακολουθούσε ως ύποπτο για κομμουνιστική δράση.
Το 1963 ο Σαλόθ Σαρ υιοθέτησε το «κομμουνιστικό ψευδώνυμο» Πολ Ποτ. Στη συνέχεια έγινε Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος της χώρας του και ήταν επικεφαλής των Ερυθρών Χμερ που ανέτρεψαν τον Λον Νολ. Το Κ.Κ. της Καμπότζης ιδρύθηκε αρχικά το 1951 ως μέρος του Κ.Κ. Ινδοκίνας, το οποίο είχε ιδρύσει ο Βιετναμέζος Χο Τσι Μινχ. Με όσα όμως ακολούθησαν θεωρείται ότι ιδρύθηκε από τους Χμερ το 1960.
Οι Ερυθροί (Κόκκινοι) Χμερ στην εξουσία
Στην προσπάθειά τους να καταλάβουν την Πνομ Πεν, οι Ερυθροί Χμερ έσφιγγαν τον κλοιό γύρω από τα αστικά κέντρα, τα οποία έπαιρναν πλέον προμήθειες μόνο από αερομεταφορές. Οι χωρικοί, έχοντας φτάσει στα όριά τους από τους βομβαρδισμούς, εντάσσονταν πρόθυμα στις μονάδες των Ερυθρών Χμερ. Άλλοι, κατέφευγαν στις πόλεις δημιουργώντας πρόσθετη αναστάτωση.
Δείγματα γραφής, αλλά και προειδοποιητικά «σημάδια» για τη μετέπειτα συμπεριφορά τους είχαν δείξει οι Ερυθροί Χμερ όταν κατέλαβαν την αρχαία πρωτεύουσα Oudong. Εκεί σφάγιασαν ανελέητα χιλιάδες ανθρώπους. Παράλληλα, όσο συνεχιζόταν η προέλασή τους ίδρυαν «κέντρα καταστολής». Επρόκειτο ουσιαστικά για φυλακές. Ταυτόχρονα άρχισαν και τις εκτελέσεις. Το 1973 ξεκίνησαν μαζικές εκτοπίσεις ή μετατοπίσεις. Όταν εκείνη τη χρονιά απέτυχαν να καταλάβουν την πόλη Kompong Chem, οι Ερυθροί Χμερ πήραν μαζί τους χιλιάδες πολίτες στα καταφύγια και τα στρατόπεδά τους. Κι όταν κατέλαβαν την Kratie, την εκκένωσαν άμεσα απ’ τους κατοίκους της.
Κατά τους πρώτους μήνες της νέας διακυβέρνησης, ο Σιχανούκ παρέμεινε αρχηγός του κράτους, χωρίς όμως να ασκεί καμία πραγματική εξουσία. Ύστερα από μια σύντομη διαμονή στην Πνομ Πεν (Σεπτέμβριος 1975) άρχισε μια μεγάλη παγκόσμια περιοδεία εκπροσωπώντας τη χώρα του στη Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε. Επέστρεψε στην Καμπότζη τον Ιανουάριο του 1976. Τον Μάρτιο του ίδιου έτους πήρε μέρος στις εκλογές και εκλέχθηκε βουλευτής της πρωτεύουσας. Στις 05/4/1976 παραιτήθηκε από τη θέση του. Αρχηγός της «Δημοκρατίας της Καμπούτσεα» έγινε ο Κιέου Σαμφάν και πρωθυπουργός, αλλά ουσιαστικός ηγέτης της, ο Πολ Ποτ. Η χώρα παρέμεινε απομονωμένη από τον υπόλοιπο κόσμο και διατηρούσε επαφές μόνο με την Κίνα. Πολύ σύντομα άρχισαν τα διάφορα μεθοριακά επεισόδια ανάμεσα στην Καμπότζη και το Βιετνάμ και στις 31 Δεκεμβρίου 1976 ο Κιέου Σαμφάν ανακοίνωσε τη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων των δύο χωρών.
Η εκκένωση των πόλεων- Οι «παλιοί» και οι «καινούργιοι» άνθρωποι- Πόσα ήταν τα θύματα του Πολ Ποτ;
Η πρώτη πράξη των νικητών ήταν να εκκενώσουν τις πόλεις από τους κατοίκους τους! Όλοι αυτοί μεταφέρθηκαν στην ύπαιθρο. Από τον κανόνα δεν ξέφυγε ούτε η Πνομ Πεν. Η εκκένωση της πρωτεύουσας προκάλεσε παγκόσμια έκπληξη και ερωτηματικά. Οι άνθρωποι οι οποίοι στάλθηκαν στα χωριά αποτελούσαν το 30% των κατοίκων της χώρας. Ο πληθυσμός της υπολογίζεται ότι ήταν τότε γύρω στα 7,8 εκατομμύρια. Στα χωριά, αυτοί αποκαλούνταν «καινούργιοι άνθρωποι», ενώ οι χωρικοί που είχαν υποστηρίξει τους Ερυθρούς Χμερ ήταν οι «παλιοί άνθρωποι». Υποτίθεται ότι οι «καινούργιοι άνθρωποι» που θα διαβίωναν πλέον στα χωριά, θα εργάζονταν κάτω από την «κηδεμονία», κατά κάποιο τρόπο, των παλιών.
Οι Ερυθροί Χμερ έδωσαν στους εκτοπιζόμενους 24 ώρες για να ετοιμάσουν τα πράγματά τους και την υπόσχεση ότι θα επέστρεφαν σε 3-4 μέρες, κάτι που φυσικά δεν έγινε. Οι μετακινήσεις γίνονταν με τα πόδια. Στη διάρκεια των πορειών προς την ύπαιθρο, οι Ερυθροί Χμερ έκαναν την πρώτη «δόση» των εκκαθαρίσεων. Ρωτούσαν ποιοι από τους εκτοπιζόμενους ήταν αξιωματούχοι ή αξιωματικοί του Στρατού, με πρόσχημα ότι ο Σιχανούκ ήθελε να σχηματίσει νέα κυβέρνηση με βάση αυτούς. Κάποιοι υποψιασμένοι αξιωματούχοι απέφυγαν να αποκαλύψουν την ιδιότητά τους. Όσοι πίστεψαν τους Χμερ συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν αμέσως ή φυλακίστηκαν και εκτελέστηκαν αργότερα…
Οι υπόλοιποι μεταφέρθηκαν σε όποιο μέρος ήθελαν, αλλά έπρεπε να γίνουν δεκτοί από τον «αρχηγό» του χωριού όπου επέλεγαν να μείνουν. Πάντως, επειδή οι περισσότεροι είχαν συγγενείς κάπου στην ύπαιθρο εγκαταστάθηκαν ομαλά στις περιοχές που επέλεξαν. Βέβαια, τα προβλήματα δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή τους. Ο Πολ Ποτ και η ηγεσία των Ερυθρών Χμερ προσπάθησαν να χτίσουν έναν κρατικό καπιταλισμό στις σκληρότερες δυνατές συνθήκες. Αυτό σήμαινε σκληρή δουλειά των αγροτών και αυστηρή αστυνόμευσή τους. Υπήρχαν προηγούμενα τέτοιας βίαιης ανάπτυξης. Πρώτο, η σταλινική τρομοκρατία κατά τη δεκαετία του 1930 και δεύτερο, το «Μεγάλο Άλμα Προς τα Εμπρός» στην Κίνα το 1958. Αυτό το «Άλμα» τροφοδοτήθηκε από το ρύζι και την εργασία των αγροτών. Σχεδόν αμέσως οδήγησε σε λιμό. Εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν. Η κινεζική κυβέρνηση υπαναχώρησε.
Ο Πολ Ποτ στόχευε στην κρατικοκαπιταλιστική ανάπτυξη της Καμπότζης με πρότυπα τον Στάλιν, τον Μάο και τους Βιετναμέζους. Βασικό στοιχείο της πολιτικής αυτής ήταν το «ξεζούμισμα» αγροτών και εργατών, για να χτίσουν γρήγορα μια δυνατή οικονομία. Για τον σκοπό αυτό χρειαζόταν ένα αστυνομικό κράτος, καθώς μόνο μια δικτατορία μπορούσε να αναγκάσει τους ανθρώπους να δώσουν τις σοδειές τους και να διαλύσει τις απεργίες τους.
Το όραμα του Πολ Ποτ, να αναστήσει την παλιά αυτοκρατορία των Χμερ, για να γίνει πραγματικότητα, στηρίχθηκε ιδιαίτερα στους αγρότες, οι οποίοι είχαν υποφέρει τα πάνδεινα από τους βομβαρδισμούς. Οι περισσότεροι από αυτούς εντάχθηκαν σε κολεκτίβες. Η δουλειά γινόταν από όλους μαζί σε μικρές ομάδες και η σοδειά του ρυζιού μοιραζόταν. Η φορολογία ήταν χαμηλή. Η Πνομ Πεν αν και ήταν άδεια πόλη (μόνο 20.000 κορίτσια κυρίως, μεταξύ 12-14 ετών που δούλευαν στα εργοστάσια και 20.000 στρατιώτες ζούσαν σ’ αυτή), συγκέντρωνε, υποχρεωτικά βέβαια, το μεγαλύτερο μέρος του ρυζιού από τη συγκομιδή (ο πληθυσμός της Καμπότζης ήταν τότε περίπου 7,8 εκατομμύρια). Πού πήγαιναν όλα αυτά τα φορτηγά γεμάτα ρύζι; Πιθανότατα στην Κίνα, η οποία έδινε στην Καμπότζη αεροπλάνα, όπλα, φορτηγά, τεχνικούς και στρατιωτικούς συμβούλους και διπλωματική υποστήριξη. Παρ’ όλα αυτά η καμποτζιανή ηγεσία άρχισε να ζητά απ’ τους χωρικούς περισσότερο ρύζι.
Από το 1975 άρχισαν να παρουσιάζονται προβλήματα. Σε κάποια χωριά οι «παλιοί» και οι «καινούργιοι» άνθρωποι έτρωγαν ίσες μερίδες φαγητού. Αλλού, οι «παλιοί» άρχισαν να κρατούν μεγαλύτερες μερίδες για τους εαυτούς τους. Μέσα σε περίπου τρία χρόνια οι μισοί «καινούργιοι» άνθρωποι πέθαναν από πείνα, ασθένειες ή εκτελέσεις. Οι ασθένειες οφείλονταν στον υποσιτισμό και την υπερκόπωση. Όσοι αρρώσταιναν και δεν δούλευαν, δεν έπαιρναν τροφή! Επρόκειτο καθαρά για έναν λιμό. Οι νεκροί θάβονταν συνήθως, αλλά συχνά ήταν τόσοι πολλοί που συχνά αφήνονταν σε χωράφια( τα «λιβάδια του θανάτου») ή ρίχνονταν στα ποτάμια.
Ο Σενγκ Χορλ, ένας δάσκαλος που είχε μετακινηθεί στα ΝΔ ανέφερε ότι τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 1976, 400 από τα 1.100 άτομα που ζούσαν στο χωριό του πέθαναν από λιμό. Τα πτώματα στοιβάζονταν το ένα πάνω στο άλλο. Στο νέο χωριό του Τσεν Λενγκ στα ΒΔ, το φαγητό το 1977 ήταν μισή κονσέρβα μαγειρεμένο ρύζι τη μέρα. Τα παιδιά έτρωγαν λιγότερο. Μερικές φορές οι άνθρωποι δεν έτρωγαν τίποτα για τρεις μέρες και αναγκάζονταν να τρέφονται με σαύρες. Ακόμα και νεκροθάφτες πέθαναν ενώ δούλευαν. Στο μεγαλύτερο μέρος της Καμπότζης, η έμμηνος ρύση των γυναικών είχε «κοπεί». Οι χωρικοί δούλευαν μέχρι αργά τη νύχτα. Απαγορευόταν το ψάρεμα και η αναζήτηση τροφής. Η Ταμ Ενγκ, Κινέζα μοδίστρα στην Πνομ Πεν είδε να «σκοτώνουν επί τόπου» ένα αγόρι που φύτευε πατάτες.
Σταδιακά η δυσαρέσκεια του κόσμου άρχισε να φουντώνει. Στο στόχαστρο του καθεστώτος μπήκαν οι μειονότητες. Οι Cham, μία από αυτές, ήταν Μουσουλμάνοι. Τους έδιναν να φάνε χοιρινό. Αν δεν δέχονταν, τους σκότωναν. Τουλάχιστον δύο φορές τον μήνα υποχρεώνονταν να φάνε χοιρινό, ακόμα και όταν υπήρχε άλλη τροφή. Σε μέρη όπου δεν υπήρχε χοιρινό, ρωτούσαν τους Μουσουλμάνους αν τρώνε το συγκεκριμένο κρέας και αν απαντούσαν «όχι» τους σκότωναν… Τα θύματα του παρανοϊκού και εγκληματικού καθεστώτος του Πολ Ποτ ήταν, 1,5- 2 εκατομμύρια, περίπου το 20% του πληθυσμού της Καμπότζης τότε. Άνθρωποι δολοφονήθηκαν για τις πιο απίστευτες αιτίες, όπως π.χ. για το ότι φορούσαν γυαλιά! Μια άλλη μειονότητα που κυνηγήθηκε ανελέητα, ήταν οι Βιετναμέζοι. Πολλοί έφυγαν για το Βιετνάμ, από όπου όμως αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Καμπότζη. Οι περισσότεροι εκτελέστηκαν ως εχθροί των Ερυθρών Χμερ.
Να σημειώσουμε ότι ως τη βιετναμική επέμβαση, το 1978, την πραγματική εξουσία στην Καμπότζη, ακολουθώντας τις εντολές του Πολ Ποτ βέβαια ασκούσε η Ανγκ Καρ, μια οργάνωση που παρέμενε μυστική ως το 1977. Κύριο στήριγμά της ήταν ο στρατός. Επρόκειτο για ένα μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία των ασιατικών επαναστάσεων, καθώς η δικτατορία του προλεταριάτου, η οποία στηριζόταν αλλού σε προσωπολατρία, στην Καμπότζη κατευθυνόταν από μια οργάνωση που έκανε παντού αισθητή την παρουσία της, παρέμενε όμως μια έννοια απροσδιόριστη και αφηρημένη.
Η βιετναμική εισβολή- Το «αντάρτικο» του Πολ Ποτ
Τον Δεκέμβριο του 1977 οι Βιετναμέζοι εξαπέλυσαν επίθεση εναντίον της Καμπότζης. Αποκρούστηκαν όμως και επέστρεψαν στη χώρα τους, παίρνοντας μαζί τους ένα μέρος του πληθυσμού. Μετά την αποτυχία της στάσης του Σο Φιμ, οι Βιετναμέζοι εξαπέλυσαν γενική επίθεση στην Καμπότζη, που ξεκίνησε στις 25 Δεκεμβρίου 1978. Στις 7 Ιανουαρίου 1979, οι Βιετναμέζοι εισήλθαν στην Πνομ Πεν και κατέλαβαν σταδιακά όλες τις πόλεις και τους οδικούς άξονες της χώρας. Η Δημοκρατία της Καμπούτσεα κατέρρευσε. Στον Σιχανούκ, που ΄βρισκόταν στο περιθώριο τα προηγούμενα χρόνια, επιτράπηκε να ταξιδέψει αεροπορικά στο Πεκίνο. Ο Πολ Ποτ κατέφυγε αρχικά στα βουνά και στη συνέχεια πήγε στην Ταϊλάνδη. Από εκεί έδινε εντολές στους Ερυθρούς Χμερ για τις επιθέσεις τους εναντίον της φιλοβιετναμικής κυβέρνησης της χώρας του, η οποία αρνούνταν κάθε διαπραγμάτευση όσο ηγέτης των Ερυθρών Χμερ ήταν ο Πολ Ποτ. Αν και φαινομενικά αποχώρησε από την ηγεσία των Χμερ το 1985, ο Πολ Ποτ συνέχισε ουσιαστικά να καθοδηγεί τον ανταρτοπόλεμο ως τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Σταδιακά, οι Ερυθροί Χμερ αποδυναμώθηκαν από τις λιποταξίες και τον φραξιονισμό και τον Ιούνιο του 1997 εκδίωξαν τον Πολ Ποτ από τις τάξεις τους, θέτοντάς τον σε κατ’ οίκον περιορισμό. Ο Πολ Ποτ πέθανε το 1998, είτε από δηλητηρίαση είτε από φυσικά αίτια.