Τα πάνω κάτω φέρνει στην ευρωπαϊκή πολιτική ενέργειας η κρίση που ξεκίνησε από το φυσικό αέριο. Τα δεδομένα έχουν πλέον ανατραπεί, καθώς η τιμή του φυσικού αερίου έχει εκτιναχθεί στα ύψη και παρότι οι προθεσμιακές τιμές -και οι προβλέψεις των αρχών- «δείχνουν» εκτόνωση γύρω στην Άνοιξη ή το Καλοκαίρι, τίποτα δεν είναι σίγουρο.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε την προηγούμενη εβδομάδα, ότι τα ευρωπαϊκά αποθέματα βρίσκονται στο 75%, αντί για 90% κατά μέσο όρο την τελευταία δεκαετία, κάτι που σημαίνει ότι επαρκούν για ένα «συνηθισμένο» χειμώνα, αλλά δεν θα είναι αρκετά εάν ο καιρός είναι τελικά πιο κρύος.
Οι ευρωπαϊκές ηγεσίες αναζητούν επειγόντως απαντήσεις στα άμεσα προβλήματα που δημιουργεί η ενεργειακή κρίση, καθώς το κόστος των λογαριασμών θέρμανσης και ηλεκτρικού έχει εκτοξευτεί στα ύψη σε όλη την Ευρώπη, τα οποία θα συζητηθούν στη Σύνοδο Κορυφής η οποία πραγματοποιείται στις 21 και 22 Οκτωβρίου στις Βρυξέλλες.
Ταυτόχρονα, όμως έχει αναζωπυρωθεί η κριτική συνολικά για τις ευρωπαϊκές πολιτικές στο χώρο της ενέργειας, ειδικά σε σχέση με το φυσικό αέριο, που είναι το ενδιάμεσο καύσιμο – κλειδί για την πράσινη μετάβαση.
Η κρίση έφερε στο προσκήνιο την εξάρτηση της Ε.Ε. από τη Ρωσία, η οποία καλύπτει το 40% των ευρωπαϊκών αναγκών σε φυσικό αέριο και το τελευταίο διάστημα είχε μειώσει τις ποσότητες που παρέδιδε, συμβάλλοντας έτσι στη μείωση της προσφοράς και στην άνοδο των τιμών.
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν «υποσχέθηκε» ότι οι ποσότητες θα αυξηθούν, αλλά μένει να φανεί υπό ποιους όρους και συνθήκες θα γίνει κάτι τέτοιο.
Το φυσικό αέριο είναι το «κλειδί» για την «πράσινη μετάβαση», καθώς είναι πολύ πιο «καθαρό» από το κάρβουνο και το πετρέλαιο και αποτελεί το ενδιάμεσο καύσιμο μέχρι να ωριμάσουν οι τεχνολογίες παραγωγής και αποθήκευσης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας.
Η Ε.Ε. προχώρησε τα τελευταία χρόνια σε αλλαγές, όπως η κατάργηση των μακροχρόνιων συμβάσεων προμήθειας φυσικού αερίου που υπήρχαν στο παρελθόν με την ρωσική Gazprom, με στόχο να δημιουργηθούν συνθήκες ανταγωνισμού.
Υπό τις συνθήκες όμως των περασμένων τιμών -με μειωμένη προσφορά, και αυξημένη ζήτηση- η διακύμανση της τιμής του φυσικού αερίου ως χρηματιστηριακού προϊόντος είχε ως αποτέλεσμα την εκτίναξη της τιμής.
Και τούτο χωρίς να υπάρχουν επαρκείς πηγές τροφοδοσίας, αγωγοί μεταφοράς και μέσα αποθήκευσης.
Τώρα πλέον οι ευρωπαϊκές αρχές, αλλά και διεθνώς σπεύδουν να αναμορφώσουν τις ενεργειακές πολιτικές, να δημιουργήσουν στρατηγικά αποθέματα και δίκτυα εφοδιασμού και αποθήκευσης φυσικού αερίου, ώστε να αντιμετωπίσουν παρόμοιες καταστάσεις στο μέλλον. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζονται περισσότεροι αγωγοί, αποθηκευτικοί χώροι, επενδύσεις στο υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG), το οποίο εξυπηρετεί τη μεταφορά αλλά και την αποθήκευση καθώς και μηχανισμοί εγγύησης και ενίσχυσης των τιμών για να αποφεύγονται οι κρίσεις.
Τα κυριότερα προβλήματα που υπάρχουν σήμερα με τις ΑΠΕ είναι ότι οι επενδύσεις βρίσκονται κατά 30% πίσω από το αναγκαίο επίπεδο, οι τιμές τους υποχωρούν μεν αλλά βρίσκονται ακόμα υψηλότερα και, κυρίως, ότι δεν υπάρχουν ακόμα αποτελεσματικές λύσεις για την αποθήκευσή τους. Τα αιολικά και ηλιακά πάρκα αποδίδουν ηλεκτρικό μόνο όταν φυσάει και έχει ήλιο. Η τεχνολογία αποθήκευσης που προβλέπεται να επικρατήσει είναι η παραγωγή υδρογόνου με ΑΠΕ, το οποίο θα μπορεί να αποθηκεύεται και να μεταφέρεται για να χρησιμοποιηθεί κατά βούληση για την παραγωγή «καθαρής» ενέργειας.
Ωστόσο η τεχνολογία αυτή δεν είναι ακόμα ώριμη και δεν αναμένεται να γίνει αξιοποιήσιμη πριν το 2030.
Με τα δεδομένα αυτά, το φυσικό αέριο είναι μόνη διαθέσιμη λύση για την παραγωγή ενέργειας συμβατής με τους στόχους μείωσης των εκπομπών ρύπων, καθώς είναι μεν κι αυτό ορυκτό, αλλά εκπέμπει πολύ λιγότερους ρύπους (λιγότερους από τους μισούς) σε σχέση με το πετρέλαιο και το κάρβουνο.
Ωστόσο, παρά τη σημασία του για την πράσινη μετάβαση, το φυσικό αέριο δεν επιδοτείται και δεν επωφελείται από τα κίνητρα για τις καθαρές μορφές ενέργειας, με αποτέλεσμα και οι οι επενδύσεις να υστερούν.
Επιπλέον, η άνοδος της τιμής του φυσικού αερίου έχει ανατρέψει ευρύτερα τα δεδομένα στην αγορά καθώς πλέον αυξάνεται η ζήτηση κάρβουνου και πετρελαίου, τροφοδοτώντας ένα «φαύλο κύκλο» στον οποίο πριμοδοτούνται τα «βρώμικα καύσιμα».