του Διονύση Γράψα, ιστορικού
Πόσες φορές δεν έχουμε γίνει μάρτυρες μπροστά σε μια κακοποιητική συμπεριφορά συνανθρώπου μας, απέναντι σε ένα ταμία ή σε ένα υπάλληλο της εστίασης; Πόσες φορές δεν έχουμε νιώσει άσχημα ενώπιον μιας τέτοιας «σκηνής»; Και το χειρότερο είναι πως μπορεί και να σωπάσαμε. Επιβραβεύοντας την αδικία και αφήνοντας τον κάθε «νταή» να φεύγει υπερηφανευόμενος για την «μαγκιά» που πούλησε σε εργαζόμενους φοιτητές.
Η εδραιωμένη αντίληψη ενός ιδιότυπου εργασιακού ρατσισμού είναι πολύ βαθιά ριζωμένη στην ελληνική κοινωνία. Και εν πολλοίς επηρεάζει θα έλεγε κανείς και την ελληνική οικονομία. Πλείστες από αυτές τις δουλειές αντιμετωπίζονται ως προσωρινές και από τους πελάτες αλλά και από τους εργαζόμενους, με αποτέλεσμα πολύ δύσκολα να συναντά κανείς επαγγελματίες στον κλάδο. Όλα αυτά σε μια περίοδο αβεβαιότητας για την οικονομία, όπου εργαζόμενοι και επιχειρήσεις έρχονται συνεχώς αντιμέτωποι με καινούργια δεδομένα, την στιγμή που παλεύουν με περιστατικά που τους φέρνουν σε πολύ δύσκολη θέση.
Από την μεριά τους βέβαια, οφείλουν να είναι ευγενικοί και άκρως εξυπηρετικοί, επιτελώντας την εργασία τους στο πλαίσιο ενός οχταώρου( ή και παραπάνω) διαχειριζόμενοι την αγένεια και την συσσώρευση πίεσης ενός πελάτη που ψάχνει να ξεσπάσει. Και οι υπάλληλοι των σουπερμάρκετ και της εστίασης είναι ο εύκολος στόχος. Ο υπάλληλος ωστόσο είναι ένα έμβιο όν. Δεν έχει ακόμα αντικατασταθεί από τα θαύματα της τεχνητής νοημοσύνης. Κουράζεται, επιζητεί κατανόηση και αντιμετωπίζει προκλήσεις στο μεροκάματό του.