«Αλμα» του πληθωρισμού στο 3% από 1,9% (σ.σ. πρόκειται για τον εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή) βλέπει η Eurostat για τον Οκτώβριο στην Ελλάδα, γεγονός που αν μη τι άλλο δείχνει ότι οι ανατιμήσεις όχι μόνο δεν έχουν αποκλιμακωθεί, αλλά επί της ουσίας τώρα αρχίζουν να εντείνονται και μάλιστα να είναι εμφανείς σε ακόμη περισσότερα προϊόντα και υπηρεσίες. Το γεγονός, άλλωστε, ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που ανακοινώθηκαν χθες ο δείκτης τιμών παραγωγού στη βιομηχανία ενισχύθηκε τον Σεπτέμβριο του 2021 σε σύγκριση με τον Σεπτέμβριο του 2020 κατά 19,9% και σε σύγκριση με τον Αύγουστο του 2021 κατά 5,2%(!), συνηγορεί στη συνέχιση των ανατιμήσεων και μάλιστα με μεγαλύτερη ένταση και εύρος. Η αύξηση αυτή κατά 19,9% είναι η μεγαλύτερη που καταγράφεται από τον Μάρτιο, οπότε ξεκίνησε η ανοδική πορεία του δείκτη τιμών παραγωγού στη βιομηχανία, ενώ καμία άλλη φορά τα τελευταία χρόνια δεν έχει γίνει τόσο μεγάλο «άλμα» από μήνα σε μήνα.
Ο δείκτης τιμών παραγωγού εγχώριας αγοράς αυξήθηκε σε ετήσια βάση κατά 17,3% και σε μηνιαία βάση κατά 5,8%. Μέσα σε ένα χρόνο έχουν αυξηθεί οι τιμές παραγωγού εγχώριας αγοράς κατά 70% στον κλάδο των πετρελαιοειδών, κατά 35,4% στην εξόρυξη λιγνίτη, κατά 21% στην παροχή ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου, κατά 15% στην κατασκευή ηλεκτρολογικού εξοπλισμού, κατά 13,5% στην κατασκευή μεταλλικών προϊόντων, κατά 10,5% στην παραγωγή βασικών μετάλλων, κατά 9,4% στη βιομηχανία ξύλου, κατά 4% στην κατασκευή προϊόντων από καουτσούκ και πλαστικές ύλες, κατά 2,6% στη βιομηχανία τροφίμων, κατά 2% στη χημική βιομηχανία. Σε μηνιαία βάση έχουν αυξηθεί κατά 13,9% οι τιμές στην παροχή ηλεκτρικού ρεύματος – φυσικού αερίου, κατά 6,2% στα πετρελαιοειδή, κατά 0,8% στην παραγωγή βασικών μετάλλων και κατά 0,7% στη βιομηχανία τροφίμων.
Ο δείκτης τιμών παραγωγού στη βιομηχανία ενισχύθηκε τον Σεπτέμβριο του 2021 σε σύγκριση με τον Σεπτέμβριο του 2020 κατά 19,9%.
Το μέγεθος της αύξησης των τιμών παραγωγού, που σχετίζεται με τη σειρά του με την αύξηση του ενεργειακού κόστους και του κόστους των πρώτων υλών, είναι πλέον τέτοιο, που καθιστά ολοένα και λιγότερο εφικτή την απορρόφηση αυτής και τη μη μετακύλισή της στις τιμές καταναλωτή. Ετσι, η κατάσταση που διαμορφώνεται στην αγορά «ροκανίζει» το «πλεόνασμα» που δημιουργήθηκε στο διαθέσιμο εισόδημα λόγω πανδημίας, ενώ οι εκτιμήσεις που διατυπώνονται εντός και εκτός Ελλάδας για συνέχιση των πληθωριστικών πιέσεων για 12 μήνες ακόμη απειλούν και τις ιδιωτικές καταθέσεις, οι οποίες επίσης αυξήθηκαν λόγω πανδημίας, με την αύξηση να συνεχίζεται μέχρι πρόσφατα ως αποτέλεσμα και της επανεκκίνησης της οικονομίας.
Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ την Τρίτη, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 7% το β΄ τρίμηνο του 2021 σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2020, ενώ αύξηση παρουσίασε και σε σύγκριση με το α΄ τρίμηνο του τρέχοντος έτους. Επιπλέον, οι ιδιωτικές καταθέσεις ανήλθαν σε υψηλό δεκαετίας τον Σεπτέμβριο, αγγίζοντας τα 173,8 δισ. ευρώ. Αξίζει να σημειωθεί ότι μέσα στην υγειονομική κρίση, οι ιδιωτικές καταθέσεις έχουν αυξηθεί κατά περίπου 28 δισ. ευρώ, εκ των οποίων το 50% είναι καταθέσεις νοικοκυριών.
Με αφορμή τα παραπάνω στοιχεία ο υπουργός Οικονομικών επιχείρησε χθες να αμβλύνει την ανησυχία για τις ανατιμήσεις δηλώνοντας μεταξύ άλλων: «Συνεχίζουμε με μεθοδικότητα και αποφασιστικότητα την υλοποίηση του οικονομικού μας σχεδιασμού με στόχο την επίτευξη υψηλής και διατηρήσιμης ανάπτυξης, τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και την τόνωση του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών ώστε να υπερκαλύπτονται πρόσκαιρες αναταράξεις και κρίσεις».