Πηγή μας αποτελεί το έργο του Επίκουρου Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του ΕΚΠΑ Ιωάννη Α. Παναγιωτόπουλου «ΠΕΡΙ ΑΘΙΓΓΑΝΩΝ», που κυκλοφόρησε το 2008 από τις Εκδόσεις ΗΡΟΔΟΤΟΣ, τον ιδιοκτήτη των οποίων κύριο Δημήτριο Σταμούλη ευχαριστούμε θερμά για μία ακόμα φορά. Ο κύριος Παναγιωτόπουλος χρησιμοποιεί ως βασική πηγή το έργο του Οικουμενικού Πατριάρχη Μεθόδιου Α’ (843-847) με τίτλο «Μεθοδίου Κωνσταντινουπόλεως περί Μελχισεδεκιτών των και Θεοδοτιανών και Αθιγγάνων».
Στον Κώδικα των Ιεροσολύμων («Hierosolymitanus Patn 233»), έναν από τους εννέα στους οποίους διασώζεται το έργο του Μεθόδιου, υπάρχει η γραφή Ατζιγγάνων, αντί Αθιγγάνων.
Θεοδοτιανοί και Μελχισεδεκιανοί: οι “πρόδρομοι” των Αθίγγανων
Όπως είναι γνωστό, ο Χριστιανισμός κατά τους πρώτους αιώνες της ύπαρξής του ταλανίστηκε από πολλές αιρέσεις. Και δεν ήταν μόνο ο Αρειανισμός και ο Μονοφυσιτισμός, που καταδικάστηκαν από Οικουμενικές Συνόδους, αλλά και αρκετές ακόμα. Δύο από αυτές, οι οποίες σχετίζονται με το σημερινό μας άρθρο ήταν οι Θεοδοτιανοί και οι Μελχισεδεκιανοί ή Μελχισεδεκίτες. Οι Θεοδοτιανοί είχαν σημαντική συνεισφορά στη θεολογική εξέλιξη του Δυναμικού Μοναρχιανισμού, του οποίου κορυφαίος εκπρόσωπος ήταν ο Παύλος ο Σαμοσατεύς. Πνευματικός πατέρας της αίρεσης αυτής ήταν ο Θεόδοτος ο Σκυτεύς, ενώ την οργάνωσή της σε ξεχωριστή κοινότητα την οφείλει στον Θεόδοτο τον Τραπεζίτη. Εισηγητές του Δυναμικού Μοναρχιανισμού υπήρξαν οι Άλογοι, οι οποίοι απέρριπταν το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο και μείωναν τη θεότητα του Λόγου. Την επίδραση της διδασκαλίας των Αλόγων δέχθηκε ο Θεόδοτος ο Σκυτεύς, ο οποίος ταύτιζε τον Λόγο προς τον Πατέρα. Σε αντίθεση, οι Άλογοι δεν επεισέρχονταν στην περιγραφή της διάκρισης του Λόγου από τον Πατέρα και δεν προσδιόριζαν με προσωπική θεία υπόσταση του Υιού. Ο Θεόδοτος για τη διδασκαλία του καταδικάστηκε από τον Πάπα Ρώμης Βίκτορα Α’ τον Ομολογητή (189-198), με αποτέλεσμα να αποκοπεί από την κοινωνία και την τοπική Εκκλησία. Τη διδασκαλία του Θεόδοτου παρέλαβαν και επέκτειναν ο Θεόδοτος ο Τραπεζίτης και ο Αρτέμων ή Αρτεμάς, δάσκαλος του Παύλου του Σαμοσατέως. Ο Θεόδωρος ο Σκυτεύς (υποδηματοποιός) προερχόταν από το Βυζάντιο απ’ όπου εκδιώχθηκε και πήγε στη Ρώμη, όπου οι υποδηματοποιοί ήταν ελεύθεροι πολίτες και είχαν συχνά μεγάλη οικονομική επιφάνεια. Ο Θεόδοτος ήταν βαθύς γνώστης της ελληνικής παιδείας.
Ήταν ο πρώτος που διακήρυξε ότι ο Χριστός ήταν “ψιλός”(απλός;) άνθρωπος, κάτι που προκάλεσε την αντίδραση του Πάπα Βίκτορα Α! Οι Θεοδοτιανοί αλλοίωσαν την Αγία Γραφή και επιχείρησαν να εναρμονίσουν τα κείμενά της προς τη διδασκαλία τους. Μελετούσαν τον Ευκλείδη, τον Αριστοτέλη, τον Θεόφραστο και κυρίως, τον σπουδαίο γιατρό Γαληνό, ο οποίος “ίσως υπό τινων και προσκυνείται”, γράφει ο Ευσέβιος. Ο Ιππόλυτος (πέθανε το 235 μ.Χ.) θεωρεί ότι ο Θεόδοτος ο Τραπεζίτης “εισήγαγε” τη διδασκαλία περί του Μελχισεδέκ, λέγοντας ότι η δύναμή του είναι μεγαλύτερη, ακόμα κι από αυτή του Χριστού. Ο καθηγητής Κωνσταντίνος Σκουτέρης τονίζει ότι: «… ο δεύτερος Θεόδοτος (ο Τραπεζίτης) αναγνώριζε τον Χριστό ως δύναμη, όπως δύναμη “μεγίστη” ήταν και ο Μελχισεδέκ, ανωτέρα μάλιστα του Χριστού. Ο Χριστός ήταν κατ’ εικόνα του Μελχισεδέκ». Πάντως η αίρεση των Θεοδοτιανών δεν φαίνεται να επιβίωσε μετά τον 3ο αιώνα και περιορίστηκε εντός των ορίων της Ρώμης, από την αρχή ως το τέλος της. Ο άγιος Κωνσταντίας Επιφάνιος (366-402), αγνοεί την αίρεση, ενώ ακόμα πιο κατηγορηματικός είναι ο Κύρου Θεοδώρητος (386-457), που τονίζει ότι «ουδέ γαρ βραχύ τούτων διέμεινε λείψανον» στην εποχή του, εννοώντας του Θεοδοτιανούς και τους Μελχισεδεκιανούς».
Μελχισεδεκιανοί (Μελχισεδικίτες)
Αν και ο Κύρου Θεοδώρητος αναφέρει ότι οι Μελχισεδεκιανοί δεν υπήρχαν στην εποχή του, ο Μάρκος ο Ερημίτης που άκμασε γύρω στο 430 μ.Χ. έγραψε έργο εναντίον τους. Ο άγιος Επιφάνιος γράφει, και πιθανότατα έχει δίκιο, ότι οι Μελχισεδεκίτες αποσπάστηκαν από τους Θεοδοτιανούς. Η αίρεση αυτή προκάλεσε πολλά προβλήματα στη Χριστιανική Εκκλησία και διαπρεπείς Πατέρες της “ανέλαβαν” να αντικρούσουν τις απόψεις των μελών της. Ένας από αυτούς ήταν ο άγιος Επιφάνιος που προχώρησε στη συστηματική αναίρεση των κακοδοξιών τους.
Σύμφωνα με τον πρεσβύτερο της Μεγάλης Εκκλησίας Τιμόθεο, στο έργο του “Περί των προσερχομένων τη Αγία Εκκλησία”, που γράφτηκε πιθανότατα κατά το τελευταίο τέταρτο του 6ου μ.Χ. αιώνα, οι Μελχισεδεκιανοί υπήρχαν στην εποχή του. Είναι “οι νυν προσαγορευόμενοι Αθίγγανοι”. Πρόκειται για την πρώτη αναφορά της λέξης Αθίγγανοι. Σύμφωνα με τον Τιμόθεο, οι Αθίγγανοι είχαν κέντρο τους τη Φρυγία. Δεν είναι ούτε Εβραίοι ούτε Εθνικοί. Τηρούν την αργία του Σαββάτου, δεν κάνουν περιτομή, δεν ανέχονται να τους αγγίζει κανένας άνθρωπος, ενώ αν κάποιος τους δώσει ψωμί, νερό ή κάτι άλλο, δεν δέχονται να το πάρουν από τα χέρια του, αλλά τον παρακαλούν να τα αφήσει κάτω, απ’ όπου τα παίρνουν οι ίδιοι! Το ίδιο κάνουν όταν δίνουν και αυτοί τρόφιμα, νερό ή άλλο είδος σε κάποιους άλλους. Αθίγγανοι λέγονται γιατί δεν ανέχονται να τους αγγίζει κανείς… Και άλλοι Πατέρες, όπως ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός (650-750) γνώριζαν την αίρεση των Μελχισεδεκιανών, τους οποίους όμως ο Ιωάννης δεν αναφέρει ως Αθίγγανους. Αντίθετα, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γερμανός (715-730), τους αναφέρει αποκλειστικά ως Αθίγγανους. Προκύπτει λοιπόν, ότι τον 8ο αιώνα η αίρεση των Μελχισεδεκιανών επιβιώνει σχεδόν αποκλειστικά στη στη Φρυγία, μόνο που τα μέλη της ονομάζονταν πλέον Αθίγγανοι.
Όλα αυτά όμως προκάλεσαν σύγχυση ακόμα και σε επιφανείς Βυζαντινούς ιστορικούς, όπως η Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου και ο Steven Bowman. Οι Αθίγγανοι συνήθιζαν να λένε στους υπόλοιπους “μη μου άπτου, καθαρός γαρ ειμί”, δηλαδή “μην με αγγίζεις (η φρ. είναι χριστιανική και προέρχεται από το Ευαγγέλιο του Ιωάννη), διότι είμαι καθαρός”. Σχεδόν απίστευτο είναι αυτό που έκαναν οι Αθίγγανοι αν και όταν τους άγγιζε κάποιος “αλλόδοξος” ή έπαιρναν κάτι από αυτόν: «ευθύς επί καθαρισμούς και λουτρά τρέχουσιν ως μεμολυσμένοι και ακάθαρτοι γεγονότες» (Μεθόδιος, “Περί Αθιγγάνων”, σελ. 50-51. Επρόκειτο για κάτι το οποίο ήταν “αντιχριστιανικό”, καθώς η Χριστιανική Εκκλησία, όταν εξαπλώθηκε έθεσε στο περιθώριο το φαινόμενο των τελετουργικών καθαρμών που εμφανίζονταν με διάφορες μορφές στον ειδωλολατρικό κόσμο και συνδεόταν με τη λατρεία χθόνιων θεοτήτων και την επιβίωση των αρχαίων σαμανιστικών στοιχείων. Οι καθαρμοί αποτελούσαν μέρος μιας βαθύτερης λατρευτικής παράδοσης που επιβίωσε μέσα στην κοινότητα των Αθιγγάνων. Έτσι, δεν αποτελεί παραδοξότητα το γεγονός ότι οι Αθίγγανοι ασκούσαν και πρακτικές μαγείας και μαντείας.
Επίσης, επηρεάστηκαν από το δυναμικό θρησκευτικό ρεύμα του πρώιμου ιουδαϊκού μυστικισμού της κάββαλα, μεταξύ 6ου και 7ου αιώνα. Πρόκειται για πρώιμο ρεύμα, όπως αναφέραμε, καθώς η cabala και caballa(h) στη σημερινή της μορφή εμφανίστηκε τον 12ο αιώνα. Οι αρχαιότερες ρίζες της ανάγονται στον μυστικισμό merkana, ο οποίος εμφανίστηκε στην Παλαιστίνη τον 1ο μ.Χ. αιώνα. Ο Μεθόδιος αναφέρεται ακόμα σε κληδονισμούς, οιωνισμούς, γοητείες και φαρμακείες. Τις μαντείας τις διακρίνει σε δύο κατηγορίες: σε αυτές που σχετίζονταν με την αστρολογία και στις υπόλοιπες. Από αυτό προκύπτει ότι οι Αθίγγανοι επιδίδονταν κυρίως σε αστρολογικές προβλέψεις. Οι κληδονισμοί ήταν η μαντεία που γινόταν από τα λόγια κάποιους (πβ. το έθιμο του κλήδονα που διατηρείται ως τις μέρες μας). Οι οιωνισμοί ήταν οι μαντείες που γίνονταν από το πέταγμα των πουλιών, μια παράδοση που αναπτύχθηκε στη Φρυγία σε μεγάλο βαθμό, αλλά σταδιακά η λέξη έλαβε ευρύτερη σημασία. Οι γοητείες ήταν η επίκληση των νεκρών για την επίτευξη κάποιου σκοπού, ενώ οι φαρμακείες ήταν η χρήση φίλτρων (υγρών παρασκευασμάτων με δήθεν θεραπευτικές ιδιότητες).
Ο Μεθόδιος δεν αρκείται σε γενική περιγραφή των Αθίγγανων, αλλά περιγράφει και τελετές. Όταν κάποιος ζητούσε τη συμβουλή τους πήγαινε μαζί τους σε υπαίθριο χώρο στην αρχή της νύχτας. Εκεί οι Αθίγγανοι προσποιούνταν ότι μέσω διαφόρων απαγγελιών οδηγούσαν τη Σελήνη από τον ουρανό στη Γη και μάλιστα σε τρεχούμενα ύδατα (πηγές, ποτάμια). Ισχυρίζονταν ότι με αυτό τον τρόπο ανάγκαζαν τη Σελήνη να απαντήσει στα ερωτήματά τους, δηλαδή στα ερωτήματα αυτών που είχαν απευθυνθεί για «βοήθεια» στους Αθίγγανους. Εκτός από την αστρολογία προέβαιναν και σε πράξεις μαγείας που συνδυάζονταν μ’ αυτή. Συγκεκριμένα, με την επίκληση διαφόρων δαιμόνων (των Σορού, Σεχάν και Αρχαί) και την επιλογή αστέρων που αντιστοιχούσαν σε προδιαγεγραμμένα πρόσωπα, κατηύθυναν τον αστέρα κάποιου (αυτού που ζητούσε τις «υπηρεσίες» τους), εναντίον του αστέρα αντιπάλων του. Η πρακτική αυτή δεν περιείχε μόνο στοιχεία μαγείας, αλλά σ’ αυτή υπήρχε ανάμειξη της ανατολίτικης αστρολογίας με την ιουδαϊκή δαιμονολογία. Η Πανθέκτη Οικουμενική Σύνοδος (691) καταδίκασε αυστηρότατα τη μαντεία και τις διάφορες σχετικές τελετές, επιλέγοντας τη θέση του Μεγάλου Βασιλείου για εξαετές επιτίμιο σε όσους λαϊκούς εμπλέκονται σε αυτές. Όποιον κληρικό ήταν αναμεμειγμένος σε μαντείες κ.λπ. τον «περίμενε» άμεση καθαίρεση. Οι Πατέρες της Πανθέκτης Συνόδου θέσπισαν κανόνες που αντιμετώπιζαν το φαινόμενο της περιφοράς αρκούδων ή άλλων ζώων «προς παίγνιο και βλάβην των απλούστερων». Και μάλιστα δεν αρκούνταν στην κακή συμπεριφορά των ανθρώπων προς τα ζώα, αλλά και στην αλλοίωση της σχέσης του ανθρώπου με το φυσικό του περιβάλλον. Όποιος συνέχιζε να προβαίνει σε ανάλογες πράξεις αφοριζόταν και διακοπτόταν κάθε σχέση του με την Εκκλησία. Όποιος Αθίγγανος επιθυμούσε να εισέλθει στις τάξεις της Εκκλησίας βαπτιζόταν υποχρεωτικά. Ο Ι.Α. Παναγιωτόπουλος θεωρεί ότι οι Αθίγγανοι αποτελούσαν κάτι μεταξύ αίρεσης και σέκτας, με την έννοια εναλλακτικής θρησκευτικής οργάνωσης. Οι Αθίγγανοι ανέπτυξαν και πολιτική δράση με την οποία θα ασχοληθούμε άμεσα.
Η πολιτική δράση των Αθίγγανων
Όπως γράφει ο Ι.Α. Παναγιωτόπουλος, «τα ερωτήματα που γεννά η δράση των Αθιγγάνων είναι πολλά και το μυστήριο που περιβάλλει, την εξέλιξη της ιστορίας τους είναι σχεδόν μοναδικό». Σύμφωνα με τον Πατριάρχη Μεθόδιο, που ταυτίζει τους Θεοδοτιανούς και τους Μελχισεδεκίτες με τους Αθίγγανους, η ιστορία των τελευταίων αρχίζει από τη Ρώμη τον 2ο μ.Χ. αιώνα και συνεχίζεται, στη Φρυγία τουλάχιστον ως τον 9ο μ.Χ. αιώνα. Η Φρυγία και η Λυκαονία ήταν οι δύο επαρχίες που θα λέγαμε ότι αποτελούσαν το κέντρο της δράσης των Αθίγγανων. Πολλοί Αθίγγανοι ζούσαν στο Αμόριο, πόλη και ισχυρό φρούριο της Φρυγίας, έδρα λόγω της σημασίας της, του στρατιωτικού Διοικητή του Θέματος των Ανατολικών. Η λατρεία της φρυγικής μεγάλης Μητέρας διαδόθηκε στον ελληνορωμαϊκό κόσμο κατά τους τελευταίους ελληνορωμαϊκούς αιώνες, χωρίς μεγάλους ναούς για τις μυστικές τελετές των πιστών της. Οι θεράποντες της θεάς ονομάζονταν μητραγύρτες και περιφέρονταν στην ύπαιθρο και τις φτωχογειτονιές ζητιανεύοντας. Παράλληλα, προέβαιναν σε τελετουργικούς καθαρμούς έναντι αμοιβής, «θεράπευαν» αρρώστους, προέβαιναν σε προφητείες κ.λπ. Είναι εμφανής η επίδραση όλων αυτών στους Αθίγγανους.
Ένα εντυπωσιακό στοιχείο είναι ότι στον “Βίο της Οσίας Αθανασίας της εξ Αιγίνης”(916 μ.Χ.) γίνεται αναφορά για παρουσία Αθίγγανων στο νησί του Σαρωνικού. Πιθανότατα, Αθίγγανοι υπήρχαν και σε άλλα νησιά του Αιγαίου. Ο Warren Treadgold και η Lydia Carras θεωρούν ότι η παρουσία Αθίγγανων στα νησιά του Αιγαίου οφείλεται στην εκδίωξή τους από τον Στρατηγό του Θέματος των Ανατολικών Λέοντα (μετέπειτα αυτοκράτορα Λέοντα Ε’) στη διάρκεια της βασιλείας του Μιχαήλ Α’ από τον Ιανουάριο του 812 και έπειτα. Σύμφωνα με όσα γράφει ο Ι.Α. Παναγιωτόπουλος φαίνεται ότι οι Αθίγγανοι «εξαφανίστηκαν» κατά την διάρκεια της Εικονομαχίας. Το 722, λίγο πριν ξεσπάσει η εικονομαχική έριδα ο Λέων Γ’ ο Ίσαυρος με αναγκαστικό διάταγμα υποχρέωσε τους Εβραίους να γίνουν Χριστιανοί. Πιθανότατα κάτι ανάλογο έγινε και με τους Αθίγγανους, Εμφανίζονται και πάλι στο προσκήνιο με την άνοδο στον θρόνο του Νικηφόρου Α’, το 802. Ο Νικηφόρος καταγόταν από γειτονική με τη Φρυγία και τη Λυκαονία περιοχή, ίσως την Καππαδοκία. Κάποιοι οπαδοί του τύφλωσαν μέσα στο μοναστήρι που ασκήτευε τον αντίπαλό του για τον θρόνο Βαρδάνη, πράξη εγκληματική και βέβηλη. Ο Θεοφάνης τους αποκαλεί λυκανθρώπους (πιθανότατα λόγω της καταγωγής τους από τη Λυκαονία), ομογνώμονας και ομόφρονας του Νικηφόρου. Ο Νικηφόρος Α’, όπως έχουμε αναφέρει σε παλαιότερο άρθρο μας ηττήθηκε στη μάχη της Πλίσκας από τους Βούλγαρους του Κρούμου, ο οποίος μετέτρεψε το κρανίο του σε κύπελλο για να πίνει κρασί!
Έτσι εξηγείται η συμπεριφορά του Βασίλειου Β’ του Βουλγαροκτόνου προς τους Βουλγάρους, 200 περίπου χρόνια αργότερα. Ο γιος του Νικηφόρου Α’ Σταυράκιος τραυματίστηκε στη μάχη και αν και ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας από τον Στρατό, έμεινε στον θρόνο για δύο μήνες και παραιτήθηκε. Πέθανε τον Ιανουάριο του 812 και τον διαδέχθηκε ο γαμπρός του, σύζυγος της αδελφής του Προκοπίας, Μιχαήλ Α’ Ραγκαβές. Ο Νικηφόρος ακολουθούσε φιλική πολιτική προς τους Αθίγγανους, μάλιστα τηρούσε και κάποια από τα έθιμά τους. Αντίθετα ο «ευσεβέστατος» Μιχαήλ Α’ κήρυξε διωγμό εναντίον των Παυλικιανών και των Αθίγγανων, πολύ από τους οποίους εκτελέστηκαν. Ο Μιχαήλ Α’ ανατράπηκε «ειρηνικά» από τον Λέοντα Ε’ τον Αρμένιο (813 – 820) που συνέχισε τους διωγμούς. Ο Θεοφάνης κατηγορεί τους Αθίγγανους ως «πάσης ψυχικής και σωματικής ακαθαρσίας εμπλέους» και υποστηρίζει ότι η αντίδραση των διαφωνούντων στις διώξεις βασίστηκε σε δύο επιχειρήματα: η θανατική ποινή δεν παρέχει τη δυνατότητα της μετάνοιας και δεν μπορεί οι κληρικοί να δικάζουν μη Χριστιανούς ή αιρετικούς, μη μέλη της Εκκλησίας (ασεβείς).
Η εκδίκηση των Αθίγγανων και το τέλος των αναφορών γι’ αυτούς
Ο Λέοντας Ε’ δολοφονήθηκε ανήμερα τα Χριστούγεννα του 820. Στον θρόνο ανέβηκε ο καταγόμενος από το Αμόριο της Φρυγίας, Αθίγγανος στην καταγωγή Μιχαήλ Β’ (820 – 829) ο οποίος όμως ποτέ δεν «διατυμπάνιζε» την καταγωγή του. Ο Μιχαήλ Β’, γνωστός ως «Τραυλός» ήταν μισητός από μεγάλο μέρος του στρατού και του λαού. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του προώθησε την ανεξιθρησκεία, αλλά δεν αποκατέστησε τους Ορθόδοξους. Τον διαδέχτηκε ο γιός του Θεόφιλος (829 – 842). Αυτός κάλεσε όσους είχε συνεργάτες ο πατέρας του στα ανάκτορα της Μαγναύρας. Ζήτησε απ’ όσους συμμετείχαν στη δολοφονία του Λέοντα Ε’ να φανερωθούν. Αυτοί έκαναν το μοιραίο λάθος να υπακούσουν. Ο Θεόφιλος διέταξε τον Έπαρχο να τους συλλάβει και να τους εκτελέσει αμέσως. Οι ιστορικοί διαφωνούν για τους λόγους που το έκανε αυτό ο Θεόφιλος. Το βέβαιο είναι ότι η ηγετική ομάδα των Αθίγγανων που περιστοίχιζε τον Μιχαήλ Β’ εξοντώθηκε. Το 838 καταλήφθηκε το Αμόριο, το ισχυρότατο φρούριο της Φρυγίας από τους Άραβες κάτι που προκάλεσε σοβαρούς κλυδωνισμούς στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Λέγεται ότι η πόλη, και το φρούριο έπεσαν μετά από προδοσία Εβραίων και Αθίγγανων που ήθελαν να εκδικηθούν την αυτοκρατορική πολιτική. Κάπου εκεί όμως τελειώνουν και οι τεκμηριωμένες αναφορές στην ύπαρξη Αθίγγανων. Παρόλο που γίνεται μνεία γι’ αυτούς στα χρόνια του Κωνσταντίνου Ζ’ του Πορφυρογέννητου(912-959) και τον 11ο αιώνα μάλλον οι σχετικές πληροφορίες είναι ανακριβείς. Πιθανότατα όμως, μεμονωμένες ομάδες Αθίγγανων στο Αμόριο και αλλού υπήρχαν για αρκετά χρόνια ακόμα.
Επίλογος
Φαίνεται ότι οι σημερινοί Ρομά που είχαν αρχίσει να εισέρχονται μέσω της Αρμενίας στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία «συναντήθηκαν» με τους Αθίγγανους και υιοθέτησαν τις συνήθειές τους, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι κατά την αρχική εμφάνιση των Τσιγγάνων στη Κωνσταντινούπολη , επιδίδονταν σε ανάλογες πράξεις με αυτές των Αθίγγανων (μαγείες, αστρολογία, περιφορά ζώων κ.ά.). Οι Ρομά δηλαδή, δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τους Βυζαντινούς Αθίγγανους, απλά, ίσως και λόγω σύγχυσης των ιστορικών πήραν το όνομά τους. Άλλωστε το «μη μου άπτου των τελευταίων, δεν τηρείται σε καμία περίπτωση από τους Τσιγγάνους (όπως ζήτησαν να τους αποκαλούμε) σήμερα…
Πηγή: Ιωάννης Α. Παναγιωτόπουλος, «ΠΕΡΙ ΑΘΙΓΓΑΝΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ», Εκδόσεις ΗΡΟΔΟΤΟΣ, 2008