Η πρόσβαση στο φυσικό αέριο αποτέλεσε πάγιο αίτημα της βιομηχανίας την προηγούμενη δεκαετία και σε μεγάλο βαθμό η ανάπτυξη των δικτύων φυσικού αερίου βασίστηκε στην κατά προτεραιότητα σύνδεση των βιομηχανικών περιοχών της χώρας με το φθηνό και φιλικότερο προς το περιβάλλον καύσιμο από το πετρέλαιο και το μαζούτ, που χρησιμοποιούσε κατά κόρον η ελληνική βιομηχανία. Το πού θα φτάσει πρώτα το φυσικό αέριο αποτέλεσε στο παρελθόν αιτία πολέμου στους κόλπους της βιομηχανίας, ειδικά της ενεργοβόρου, που είναι εκτεθειμένη στον διεθνή ανταγωνισμό.
Τους τελευταίους μήνες παρατηρείται ακριβώς το αντίθετο. Οι βιομηχανικές επιχειρήσεις της χώρας… τρέχουν να σωθούν από το πανάκριβο φυσικό αέριο, εξαντλώντας κάθε δυνατότητα εναλλακτικού καυσίμου, από ντίζελ και στερεά καύσιμα, το υγραέριο, μέχρι και το σχεδόν προς απόσυρση και δραματικά ρυπογόνο μαζούτ.
Ενδεικτικά αυτής της στροφής είναι τα επίσημα στοιχεία του υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας που έχει στη διάθεσή της η «Κ» και δείχνουν σημαντική αύξηση όλων των καυσίμων –πλην φυσικού αερίου– στο 9μηνο του 2022, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση το μαζούτ η χρήση του οποίου αυξήθηκε κατά 29% σε σύγκριση με το αντίστοιχο 9μηνο του 2021, έπειτα από μείωση της τάξης του 4% το 2021 και συνεχιζόμενης πτωτικής πορείας τα τελευταία χρόνια. Κατά 8,5% αυξήθηκε την ίδια περίοδο το ντίζελ, ποσοστό που συμπεριλαμβάνει και την κατανάλωση στα πρατήρια, με την αύξηση ωστόσο να αποδίδεται κατά βάση από την αγορά στη βιομηχανία. Αρκετές επιχειρήσεις φαίνεται να έχουν στραφεί και στο υγραέριο, η ζήτηση του οποίου στο 9μηνο αυξήθηκε κατά 11%, ενώ σημαντική αύξηση σύμφωνα με ανεπίσημα στοιχεία της αγοράς εμφανίζουν και τα στερεά καύσιμα βιομηχανικής χρήσης (κοκ, petcoke, Flexicoke) που χρησιμοποιούνται κυρίως από τη βιομηχανία, ακόμη και ο εισαγόμενος ανθρακίτης.
Η τάση αυτή συνεχίστηκε και τον Σεπτέμβριο, με το ντίζελ να σημειώνει αύξηση κατά 13%, το υγραέριο 10% και το μαζούτ 7,1%. Τη φυγή των επιχειρήσεων από το φυσικό αέριο πιστοποιούν και τα στοιχεία του ΔΕΣΦΑ για την πορεία της ζήτησης στο 9μηνο. Η κατανάλωση από τις μεγάλες βιομηχανίες που είναι συνδεδεμένες απευθείας με τον ΔΕΣΦΑ (ενεργοβόρες) μειώθηκε σε ποσοστό 71,96%.
Η κατανάλωση από τις μεγάλες βιομηχανίες που είναι συνδεδεμένες απευθείας με τον ΔΕΣΦΑ μειώθηκε κατά 71,96%.
Τα δύο διυλιστήρια της χώρας (Μotor Oil και ΕΛΠΕ) εδώ και πολλούς μήνες έχουν υποκαταστήσει το φυσικό αέριο με νάφθα και άλλα παραπροϊόντα παραγωγής τους, μειώνοντας συνολικά την κατανάλωσή τους κατά 95%. Οι μικρές επιχειρήσεις που είναι συνδεδεμένες με το δίκτυο διανομής, σύμφωνα με στοιχεία της ΔΕΠΑ Εμπορίας, έχουν περιορίσει την κατανάλωση φυσικού αερίου κατά 5,5%.
Οι δυνατότητες ωστόσο της βιομηχανίας σε εναλλακτικά καύσιμα είναι περιορισμένες, κυρίως για τις ενεργοβόρες, η συνεχής λειτουργία των οποίων δεν μπορεί να διασφαλιστεί με ντίζελ ή μαζούτ ή δεν διαθέτουν τις ανάλογες εγκαταστάσεις αποθήκευσης καυσίμων. Οι ελληνικές επιχειρήσεις που παραμένουν εγκλωβισμένες στο φυσικό αέριο θα πληρώσουν τον Νοέμβριο 135 ευρώ/μεγαβατώρα όταν οι ανταγωνιστές τους στη Γερμανία θα πληρώνουν από την 1η Ιανουαρίου 70 ευρώ/μεγαβατώρα μετά την παρέμβαση της κυβέρνησης της χώρας για τη διάσωση της παραγωγής και της απασχόλησης.
Ενδεικτική της ανησυχίας της βιομηχανίας ενώπιον και της εφαρμογής των μέτρων υποχρεωτικής μείωσης της ζήτησης στο φυσικό αέριο (15%) και στο ηλεκτρικό ρεύμα (5%) είναι η συνάντηση της περασμένης Τρίτης της Επιτροπής Ενέργειας του ΣΕΒ με επικεφαλής τον πρόεδρο του Συνδέσμου, Δημήτρη Παπαλεξόπουλο, με τον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κώστα Σκρέκα. Ο ΣΕΒ έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου και ζήτησε παρεμβάσεις για τημ πτώση του ενεργειακού κόστους καταθέτοντας συγκεκριμένες προτάσεις. «Η ενεργειακή κρίση δημιουργεί πλέον και αντικειμενικές δυσκολίες στην ομαλή λειτουργία της παραγωγής και στην Ελλάδα απειλώντας τις ενεργοβόρες επιχειρήσεις όλων των κλάδων», τόνισε ο πρόεδρος του ΣΕΒ. Η προσαρμογή –συμπλήρωσε– είναι απαραίτητο να επιτευχθεί χωρίς σοβαρή επιβάρυνση της παραγωγικής δραστηριότητας και της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων, κάτι που θα εγκυμονούσε σοβαρούς κινδύνους επιβίωσης, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα.
Μείωση ζήτησης
Τα πρώτα σημάδια επιβράδυνσης της ελληνικής οικονομίας αντανακλά η μείωση της ζήτησης στις βενζίνες τον Σεπτέμβριο κατά 4% και τα χαμηλά ποσοστά αύξησης (3%) στο εννεάμηνο, αποτέλεσμα της υψηλής τουριστικής κίνησης φέτος. Σε ό,τι αφορά το πετρέλαιο θέρμανσης, οι καταναλωτές φαίνεται ότι έσπευσαν για προμήθειες το πρώτο δεκαήμερο διάθεσης του προϊόντος, αξιοποιώντας τις κρατικές επιδοτήσεις αλλά και τις εκπτώσεις των διυλιστηρίων, ανεβάζοντας τις πωλήσεις κατά 30% συγκριτικά με τον περυσινό Οκτώβριο. Οι καλές καιρικές συνθήκες αλλά και η ακρίβεια φαίνεται να είναι πίσω από την πτώση κατά 25% της ζήτησης τις τελευταίες ημέρες του Οκτωβρίου και τις πρώτες του Νοεμβρίου.