Η Ελλάδα αντιμετωπίζει μια σοβαρή δημογραφική κρίση, με τα στοιχεία να μην αφήνουν περιθώρια παρερμηνείας. Από το 2011 και έπειτα, οι θάνατοι ξεπερνούν σταθερά τις γεννήσεις, με τη διαφορά να έχει ξεπεράσει το μισό εκατομμύριο μέχρι και το 2024.
Η πληθυσμιακή γήρανση και η μείωση των γεννήσεων δεν πλήττουν ομοιόμορφα ολόκληρη τη χώρα. Σε έξι νομούς – την Αρκαδία, τη Λακωνία, τη Λευκάδα, τη Μεσσηνία, τη Φωκίδα και τη Λέσβο – οι θάνατοι υπερτερούν των γεννήσεων κάθε χρόνο εδώ και 45 συνεχόμενα έτη. Αντίθετα, περιοχές όπως το Ρέθυμνο έχουν καταγράψει αρνητικό φυσικό ισοζύγιο μόνο μία χρονιά, σύμφωνα με στοιχεία του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών.
Το συμπέρασμα είναι σαφές: Η χώρα μεταβάλλεται δημογραφικά, και οι ανισότητες ανάμεσα στις περιοχές ενδέχεται να αφήσουν βαθιά και μακροχρόνια αποτυπώματα στο μέλλον της.
Από τη δεκαετία του 1950, η Ελλάδα εμφάνιζε θετικά φυσικά ισοζύγια, με περισσότερες γεννήσεις από θανάτους. Το 1951 καταγράφηκαν περίπου 98.000 περισσότερες γεννήσεις σε σχέση με τους θανάτους. Η τάση παρέμεινε θετική αλλά φθίνουσα για δεκαετίες, παρά τις βραχυπρόθεσμες διακυμάνσεις, όπως η περίοδος 1998–2003, κατά την οποία οι γεννήσεις ήταν ελαφρώς λιγότερες από τους θανάτους.

Ωστόσο, από τις αρχές της δεκαετίας του 2010 η κατάσταση αντιστράφηκε: Οι θάνατοι ξεπέρασαν σταθερά τις γεννήσεις (+4,3 χιλ. το 2011, +58,5 χιλ. το 2024), οδηγώντας σε αρνητικά φυσικά ισοζύγια που, συνολικά, φτάνουν τους 510.000 περισσότερους θανάτους από γεννήσεις την περίοδο 2011–2024. Η ΕΛΣΤΑΤ εκτιμά ότι η Ελλάδα έχει χάσει περίπου 715.000 κατοίκους από τη μείωση του πληθυσμού, κυρίως λόγω αυτής της δημογραφικής τάσης, αναφέρει το ygeiamou.gr
Η μεταβολή αυτή οφείλεται σε δύο κύριους λόγους:
Την αύξηση των θανάτων, λόγω γήρανσης του πληθυσμού. Οι πολίτες ηλικίας 65 ετών και άνω αυξήθηκαν από 520.000 το 1951 σε 2,5 εκατομμύρια σήμερα, ποσοστό που ανέβηκε από 6,8% σε 23%, και
Τη σταδιακή πτώση των γεννήσεων. Οι γυναίκες των νεότερων γενεών κάνουν λιγότερα παιδιά και σε μεγαλύτερη ηλικία, με τον αριθμό των γεννήσεων να καταγράφει μείωση από 148.000 το 1980 σε 68.500 το 2024.

Σε επίπεδο νομών, οι διαφορές είναι ακόμα πιο συγκλονιστικές. Από το 1980 έως το 2024, σε 6 νομούς – Αρκαδία, Λακωνία, Λευκάδα, Μεσσηνία, Φωκίδα και Λέσβο – οι θάνατοι ξεπέρασαν τις γεννήσεις σε όλα τα 45 χρόνια, δημιουργώντας μια μόνιμη δημογραφική «τρύπα». Στον αντίποδα, το Ρέθυμνο καταγράφει αρνητικά φυσικά ισοζύγια μόνο για 1 έτος, ενώ άλλοι νομοί κυμαίνονται γύρω από τον μέσο εθνικό όρο ή παρουσιάζουν μικρότερη διάρκεια αρνητικών ισοζυγίων.

Η διαφορά ανάμεσα στις περιοχές οφείλεται σε παράγοντες, όπως η εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση και η διαφορετική γονιμότητα των γενεών, που διαμόρφωσαν την κατανομή ηλικιών και τον πληθυσμό ανά νομό. Ορισμένοι νομοί συγκεντρώνουν πολύ περισσότερους ηλικιωμένους από νέους, οδηγώντας σε μόνιμα αρνητικά φυσικά ισοζύγια, ενώ άλλοι διατηρούν έναν νεότερο, ανανεωμένο πληθυσμό.
Η εικόνα αυτή δείχνει ξεκάθαρα ότι η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει μόνο μια γενική δημογραφική κρίση, αλλά και βαθιές ανισότητες ανάμεσα στις περιοχές. Η συνέχιση αυτής της τάσης θα έχει σημαντικές συνέπειες για την οικονομία, τις κοινωνικές υπηρεσίες και τη βιωσιμότητα των τοπικών κοινοτήτων.