H σχιζοφρένεια, η εκδικητική μανία, η παθολογική ζήλια είναι οι κατ’ εξοχήν αιτίες στις οποίες έχουν αποδοθεί τα περισσότερα στυγερά εγκλήματα των τελευταίων δεκαετίων στην Ελλάδα.
Υπάρχει όμως κι ένα που στους φακέλους της ελληνικής εγκληματολογίας θα συνοδεύεται πάντα με την προέκταση του «ανεξήγητου». Κανείς, ούτε ο ίδιος ο δράστης, δεν θα είναι ποτέ σε θέση να εξηγήσει τι ήταν αυτό που όπλισε το χέρι του για να αφαιρέσει τη ζωή πέντε ανθρώπων μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας το Νοέμβριο του 2006 στο χωριό Καλύβια του Αγρινίου.
Ο δολοφόνος ήταν ένας φιλήσυχος άνθρωπος, υπεράνω πάσης υποψίας. Οι συγχωριανοί του τον χαρακτήριζαν «άγιο άνθρωπο» και ουδείς μπορούσε να τον υποπτευθεί. Αυτό που συνέβη μετά τη σύλληψη του μάλιστα δεν έχει προηγούμενο. Ο ίδιος δήλωνε «μακάρι να υπήρχε η θανατική ποινή, δεν θέλω επιείκεια», ενώ οι συγχωριανοί του μάζευαν υπογραφές ζητώντας από τη δικαιοσύνη να δείξει επιείκεια.
Εκείνο το απόγευμα του Σαββάτου, πέντε κυνηγοί, όλοι συγγενείς μεταξύ τους, ξεκίνησαν από ένα χωριό του Αγρινίου, για να κυνηγήσουν μερικά χιλιόμετρα μακριά, λίγο έξω από τα Kαλύβια. Επρόκειτο για τα αδέλφια Bασίλη (23 ετών) και Xρήστο Nικολόπουλο (21 ετών) και τα πρώτα ξαδέλφια τους Λάμπρο Aντρέσσα (33 ετών), Hλία Πίπα (32 ετών) και Aλέξη Nικολόπουλο (17 ετών).
Γύρω στις 5 το απόγευμα ο πατέρας του 17χρονου Αλέξη λαμβάνει ένα τηλεφώνημα από το γιο του. Η μόνη λέξη που προλαβαίνει να πει ο 17χρονος είναι «Πατέρα…» και μετά… σιωπή. Η αρχική απορία μετατράπηκε λίγο αργότερα σε αγωνία, καθώς κανένας από τους πέντε δεν είχε δώσει σημεία ζωής. Ο πατέρας αποφασίζει να τους αναζητήσει και όταν φτάνει στην περιοχή που είχαν πάει για κυνήγι, έρχεται αντιμέτωπος με τη φριχτή αλήθεια.
Πρώτα ανακαλύπτει το κυνηγόσκυλο, που είχαν μαζί τους και μετά εντοπίζει τα πτώματα των δολοφονημένων συγγενών του ανάμεσα στις καλαμιές, πολύ κοντά το ένα στο άλλο. Μέσα στην απόγνωση, του δίνει ελπίδα ότι μεταξύ αυτών δεν είναι ο γιος του. Η ψυχική κατάρρευση όμως έρχεται στιγμές αργότερα, όταν ανακαλύπτει και το άψυχο σώμα του γιου του 100 μέτρα, πιο μακριά. Ο Αλέξης ήταν ο μοναδικός από τους πέντε, που προσπάθησε –μάταια- να διαφύγει.
Το νέο του μακελειού συγκλονίζει το Αγρίνιο. Το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης είναι τεράστιο και στην περιοχή σπεύδουν συνεργεία δημοσιογράφων για την κάλυψη των εξελίξεων, που για μέρες βρίσκονται στην κορυφή της επικαιρότητας.
Το προφίλ του δράστη είχε στοιχεία επαγγελματία εκτελεστή. Και τα πέντε θύματα είχαν δεχτεί χαριστική βολή. Η αστυνομία εξέτασε ακόμα και το τραβηγμένο σενάριο να ήταν οι πέντε κυνηγοί παρόντες σε συναλλαγή ή συμπλοκή μελών συμμοριών και να δολοφονήθηκαν «αναγκαστικά» εν ψυχρώ, προκειμένου να μην μαρτυρήσουν.
Παράλληλα οι αρχές εξέταζαν για μέρες διάφορους υπόπτους. Ανάμεσα τους ο 73χρονος κτηνοτρόφος Λυσίμαχος Φούκας και ο 37χρονος γιος του Διονύσης, οι οποίοι είχαν κτήματα στην περιοχή του πενταπλού φονικού. Σύμφωνα με την κατάθεση ενός άλλου κτηνοτρόφου, γείτονα τους, ήταν οι τελευταίοι άνθρωποι που είδαν ζωντανούς τους πέντε κυνηγούς. Ο ίδιος μάρτυρας ανέφερε στην κατάθεσή του ότι αυτός είχε ειδοποιήσει τους δύο κτηνοτρόφους για την άφιξη των κυνηγών στην περιοχή, καθώς η παρουσία τους έδιωχνε το κοπάδι των προβάτων και κατέστρεφε το τριφύλλι.
Στην αρχική κατάθεση του ο Διονύσης Φούκας, ο οποίος είχε εντοπιστεί να ζητάει δημόσια την παραδειγματική τιμωρία των δραστών, ανέφερε ότι την ημέρα του εγκλήματος δεν βρισκόταν καν στο βοσκότοπο. Η συμπεριφορά του ωστόσο και κάποιες ανακολουθίες στις οποίες υπέπεσε, τον κατέστησαν βασικό ύποπτο, με αποτέλεσμα να συλληφθούν τόσο αυτός, όσο και ο πατέρας του. Κατά την ανάκριση, δεν άντεξαν την πίεση των αστυνομικών και ομολόγησαν τα αποτρόπαια εγκλήματά τους.
Κατά τη διάρκεια της ομολογίας τους, πατέρας και γιος, προσπάθησαν να γλιτώσουν ο ένας τον άλλο. Ο Λυσίμαχος Φούκας κατέθεσε ότι ο Διονύσης δεν τράβηξε όπλο, ενώ ο τελευταίος ισχυρίστηκε ότι ο πατέρας του είχε αφήσει την καραμπίνα του στο αυτοκίνητο και δεν οπλοφορούσε τη στιγμή του μακελειού. Τέλικα, ύστερα από μέρες, άρχισαν να αποκαλύπτονται οι λεπτομέρειες του ανατριχιαστικού εγκλήματος.
Το μοιραίο απόγευμα
Το μοιραίο εκείνο απόγευμα, πατέρας και γιος έφτασαν στο σημείο όπου σύμφωνα με τις πληροφορίες του κτηνοτρόφου βρίσκονταν οι πέντε κυνηγοί. Δεν τους βρήκαν εκεί κι έτσι ο Διονύσης Φούκας έφυγε, αφήνοντας πίσω τον πατέρα του.
Λίγα λεπτά αργότερα, ο ήχος μιας λογομαχίας τον αναγκάζει να γυρίσει πίσω. Διακρίνει σε αυτήν τη φωνή του πατέρα του και όταν επιστρέφει κρατάει στα χέρια του μια καραμπίνα. Εκεί διαπιστώνει ότι αυτός που τσακώνεται με τους κυνηγούς είναι όντως ο πατέρας του. Σύμφωνα με την κατάθεση τους, οι κυνηγοί άρχισαν να εκτοξεύουν απειλές, ενώ το όπλο του ενός εκπυρσοκρότησε κατά λάθος.
Ήταν το έναυσμα για το μακελειό. Ο Διονύσης Φούκας σηκώνει την καραμπίνα του και μέσα σε δευτερόλεπτα σωριάζονται τρεις από τους πέντε κυνηγούς. Ο Hλίας Πίπας είχε προλάβει να κρυφτεί και σημαδεύει τον Φούκα, τραυματίζοντας τον στην κλείδα. Ο 37χρονος όμως, παραδομένος στο δολοφονικό ντελίριο του, έχει αποφασίσει να ξεπαστρέψει τους πάντες και τίποτα δεν μπορεί να τον σταματήσει. Ξετρυπώνει τον Πίπα και τον τραυματίζει θανάσιμα, ενώ παίρνει το κυνήγι τον 17χρονο Αλέξη, που το έχει βάλει στα πόδια και του επιφυλάσσει την ίδια τραγική μοίρα.
«Mου χάλαγαν τους φράχτες και τρόμαζαν τα πρόβατα. Άκουσα τον καβγά με τον πατέρα μου. Mετά πυροβολισμό. Γύρισα. Πυροβολούσα όποιον έβρισκα μπροστά μου», ομολογεί στην κατάθεση του. Με την πάροδο λίγων ημερών όμως αναγνωρίζει ότι δεν πρέπει να του αποδοθεί κανένα ελαφρυντικό. Εννέα μήνες αργότερα, έγκλειστος πια στις φυλακές Ναυπλίου και προτού ακόμα διεξαχθεί η δίκη της υπόθεσης, τονίζει ότι το μόνο που θέλει πια είναι να εξαγνιστεί η ψυχή του. «Είμαι ένοχος. Σκότωσα πέντε ανθρώπους και πρέπει να τιμωρηθώ χωρίς ελαφρυντικά. Σκέφτομαι ξανά και ξανά εκείνη τη διαβολεμένη στιγμή και δεν μπορώ να καταλάβω τι έγινε. Εκείνη την ώρα δεν ήταν ο Διονύσης, ήταν ο… έξω από εδώ».
Τέσσερα χρόνια μετά τη δολοφονία των πέντε κυνηγών, γράφτηκε το φινάλε του δράματος με δυο ακόμα νεκρούς: Η 52χρονη μητέρα του 17χρονου κυνηγού που έπεσε νεκρός μη μπορώντας να αντέξει το χαμό του παιδιού της αυτοκτόνησε με φυτοφάρμακο.
Λίγες ώρες αργότερα η 16χρονη κόρη της τη βρήκε νεκρή και έδωσε τέλος στη ζωή της με τον ίδιο φριχτό τρόπο.
Το Μάρτιο του 2008 πατέρας και γιος καταδικάστηκαν από το Mεικτό Oρκωτό Δικαστήριο Aιγίου σε πεντάκις ισόβια, μολονότι μόνο ο δεύτερος κρίθηκε ως φυσικός αυτουργός των δολοφονιών. Έως και σήμερα οι συγχωριανοί τους θεωρούν αδιανόητο το γεγονός ότι ένα από «τα καλύτερα παιδιά του χωριού» διέπραξε πέντε φονούς. Πολλοί κατηγορούν τον πατέρα του ότι ήταν αυταρχικός, είχε το γιο του υποχείριο και ουσιαστικά εκείνος του όπλισε το χέρι.
Άλλοι πάλι δεν έχουν καμία αμφιβολία ότι εκείνος που έστησε καρτέρι στα Καλύβια Αγρινίου την 25η Νοεμβρίου του 2006 ήταν πράγματι ο ίδιος ο διάβολος.