Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης Δικηγόρος Αθηνών – Συνταγματολόγος.
Θέμα γερμανικών αποζημιώσεων έθεσε στον Ομοσπονδιακό Πρόεδρο της Γερμανίας Σταϊνμάιερ, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου κατά στη συνάντησή τους στο Προεδρικό Μέγαρο. Αμέσως μετά, Το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων και του κατοχικού δανείου έθεσε στον Πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ, ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης κατά το διάλογο που
Ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Νίκος Ανδρουλάκης τόνισε: “Το ζήτημα των γερμανικών πολεμικών επανορθώσεων για τις ναζιστικές θηριωδίες που διαπράχθηκαν εναντίον της πατρίδας μας, παραμένει ανοικτό και εκκρεμές ως σήμερα. Αποτελεί ζωντανή και δίκαιη ιστορική αξίωση της πατρίδας μας…..”.
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης υποστηρίζουν ότι το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων είναι εκκρεμές. Το αίτημα της Ελλάδος, είναι διαχρονικό. Έκθεση που συνέταξε η Τράπεζα της Ελλάδας το 1963, µε υπογραφή του τότε Διοικητή της Ξενοφώντα Ζολώτα, με τίτλο Έκθεσις επί των απαιτήσεων της Ελλάδας εκ δανείων προς την Γερµανίαν και την Ιταλία κατά τη διάρκεια του πολέµου” . Το 2019 Με ευρύτατη πλειοψηφία η Ολομέλεια του ελληνικού Κοινοβουλίου ενέκρινε, ψήφισμα με το οποίο η Βουλή «καλεί την ελληνική κυβέρνηση να προβεί σε όλες τις ενδεδειγμένες διπλωματικές και νομικές ενέργειες για τη διεκδίκηση και την πλήρη ικανοποίηση όλων των αξιώσεων του Ελληνικού Κράτους από τον Α΄ και Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο». Υφίσταται ομόφωνη απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου από τις 8 Απριλίου του 2000, που κρίνει ότι το γερμανικό κράτος οφείλει να πληρώσει αποζημιώσεις στο Δίστομο για τις θηριωδίες, για το Ολοκαύτωμα του Διστόμου. Το γερμανικό κράτος αρνείται να καταβάλει αυτά τα ποσά κι αυτό αποτελεί ύψιστη ύβρη στους νεκρούς. Το 2015 η Ζωή Κωνσταντοπούλου ως τότε Πρόεδρος της Βουλής, σύστησε Διακομματική Κοινοβουλευτική Επιτροπή για τη Διεκδίκηση των Γερμανικών Οφειλών προς την Ελλάδα.
Το ποσό που υπολογίζεται πως χρωστά η Γερμανία στην Ελλάδα από τις πολεμικές αποζημιώσεις και το κατοχικό δάνειο, ανέρχεται στα 278,7 δισεκατομμύρια ευρώ, εκ των οποίων τα 10,3 δισ. αφορούν στο «αναγκαστικό» δάνειο που χορηγήθηκε στους ναζί, με βάση επίσημη απόφαση της αρμόδιας επιτροπής της Βουλής. Στην Ευρώπη, οι Ιταλοί και οι Πολωνοί διεκδικούν τα δίκαια τους δικαστικά, για τα θύματα στα μαύρα ναζιστικά χρόνια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Προ ετών, η Γερμανία ξεκίνησε να ρυθμίζει τις υποχρεώσεις της προς κάποιους τρίτους , εξαιρώντας την Ελλάδα. Το Ισραήλ έλαβε όπως αναμενόταν την μερίδα του λέοντος και σε διακρατική βοήθεια και σε αποζημιώσεις προς ιδιώτες, ενώ άλλες χώρες που υπέφεραν στην διάρκεια της Κατοχής, όπως η Γιουγκοσλαβία και η Πολωνία έλαβαν τεράστια-για την εποχή-δάνεια σε μάρκα με εξαιρετικά προνομιακούς όρους αποπληρωμής, δηλαδή σχεδόν χαριστικά. Η απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς (137/1997) κατέστη αμετάκλητη με την 11/2000 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, η οποία απέρριψε αίτηση αναίρεσης του Γερμανικού Κράτους. Σύμφωνα όμως με το άρθρο 923 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας η «αναγκαστική εκτέλεση κατά αλλοδαπού δημοσίου δεν μπορεί να γίνει χωρίς προηγούμενη άδεια του Υπουργού της Δικαιοσύνης». Κανένας Έλληνας υπουργός Δικαιοσύνης μέχρι σήμερα, δεν έχει υπογράψει την εφαρμογή αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του Γερμανικού δημοσίου και η εκτέλεση δεν έχει υλοποιηθεί.
Βάσει των οριζόμενων στο άρθρο 923 του ΚΠολΔ: “Αναγκαστική εκτέλεση κατά αλλοδαπού δημοσίου δεν μπορεί να γίνει χωρίς προηγουμένη άδεια του Υπουργού Δικαιοσύνης”, επισημαίνουμε ότι το ΣτΕ με την υπ’ αριθ. 22/2007 απόφαση της Ολομελείας αυτού, αποφάνθηκε ότι: «Η αρμοδιότητα του Υπουργού Δικαιοσύνης περιορίζεται, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, αποκλειστικώς στην εκτίμηση της σκοπιμότητας, ως προς την χορήγηση της αδείας προς επίσπευση της εν λόγω αναγκαστικής εκτελέσεως, από της πλευράς της μη διαταράξεως των ομαλών σχέσεων της Χώρας με το εμπλεκόμενο αλλοδαπό Κράτος.». Τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας δεν παραγράφονται και συνεπώς οι αξιώσεις μας παραμένουν στο ακέραιο. Σε ό,τι δε αφορά το κατοχικό δάνειο υπάρχει σύμβαση που δεσμεύει τη Γερμανία, η οποία μάλιστα καλείται να πληρώσει και πολύ υψηλούς τόκους υπερημερίας. Αξίζει επίσης να επισημάνουμε ότι βάσει της Συνθήκης του Λονδίνου του 1953 το ζήτημα παρέμεινε στην κατάψυξη έως την επανένωση της Γερμανίας και την υπογραφή Συνθήκης Ειρήνης, προκειμένου η Γερμανία να έχει, απερίσπαστη, τα χρονικά περιθώρια να επουλώσει τις πληγές της και να ανορθώσει την οικονομία της. Και πράγματι, με τη μεγαλοψυχία των αντιπάλων της και νικητών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μεταξύ των οποίων και η καθημαγμένη Ελλάδα, η Γερμανία πέτυχε το οικονομικό θαύμα, που σήμερα όλοι θαυμάζουμε. Όμως, επί 25 χρόνια μετά την επανένωση της Γερμανίας (31.8.1990) και την υπογραφή της Συνθήκης της Μόσχας (η λεγόμενη Συνθήκη των «2+4»), η Γερμανία μετέρχεται νομικίστικων τεχνασμάτων αρνούμενη, παράνομα και προκλητικά, να εκπληρώσει τις διεθνείς της υποχρεώσεις. Έχει, αλήθεια, κανείς αναλογιστεί πού θα βρισκόταν σήμερα η Ελλάδα, από πλευράς οικονομικής ανάπτυξης και υποδομών, αν της είχαν αποδοθεί οι γερμανικές οφειλές; Και πού θα βρισκόταν σήμερα η Γερμανία αν δεν είχαν δείξει τόση μεγαλοψυχία η Ελλάδα και οι άλλες 19 σύμμαχες χώρες απέναντί της;
Επίσης, αν το ζήτημα των κατοχικών αποζημιώσεων και επανορθώσεων είχε χάσει τη νομιμοποιητική του βάση, τότε γιατί το Υπουργείο Οικονομικών της Γερμανίας το Μάιο του 2013 ανέλαβε την υποχρέωση αποζημίωσης, πέραν των όσων ήδη έχει καταβάλλει, των Εβραίων που επέζησαν του Ολοκαυτώματος; Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι στις αρχές του 2000, η κυβέρνηση Σρέντερ αποζημίωσε, διά του γερμανικού ιδρύματος «Μνήμη, Ευθύνη και Μέλλον», εκατοντάδες χιλιάδες ομήρους (ανάμεσά τους και μόλις 5.500 Έλληνες ομήρους λόγω αβελτηρίας της τότε ελληνικής κυβέρνησης, όπως καταγγέλλει ο Μανώλης Γλέζος και το Εθνικό Συμβούλιο Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα), που μαρτύρησαν στα ναζιστικά κολαστήρια. Πέρα από τις Γερμανικές αποζημιώσεις , το ελληνικό δημόσιο έχει απολέσει εκατομμύρια ευρώ διαχρονικά από δίκαιους ή άδικους συμβιβασμούς με αλλοδαπές εταιρείες που είχαν προγενέστερα ζημιώσει αποδεδειγμένα το ελληνικό δημόσιο . Μπορεί στην υπόθεση Novartis, να μην εμπλέκονται πολιτικοί, αλλά με την συγκεκριμένη φαρμακευτική εταιρεία είχαν εμπλακεί κάποιοι γιατροί που υπερσυνταγογραφουσαν χωρίς λόγο, ζημιώνοντας τα ασφαλιστικά ταμεία της χώρας μας , απλά για να λάβουν δώρα από την φαρμακευτική εταιρεία Novartis.
Σκάνδαλο δεν είναι μονάχα η ζημία στα ασφαλιστικά ταμεία της χώρας μας , από τις υπερσυνταγογραφήσεις, αλλά και οι συμπολίτες μας που έλαβαν χωρίς λόγο επιπλέον φάρμακα, με συνέπεια προβλήματα υγείας ή θανάτους λόγω της υπερσυνταγογράφησης. Κάποιοι γιατροί, για να λάβουν δώρα από την Novartis, υπερσυνταγογραφουσαν χωρίς λόγο, με συνέπεια την ζημία των ασφαλιστικών ταμείων της χώρας μας και τα ανυπολόγιστα προβλήματα υγείας των ασθενών ή τους θανάτους που προκάλεσε η υπερσυνταγογράφηση. Ο συμβιβασμός με την Siemens: Το 2012 το Ελληνικό Δημόσιο -εν μέσω μνημονίων και σκληρής οικονομικής κρίσης- μια συμφωνία συμβιβασμού με τη Siemens. Η συμφωνία προέβλεπε ότι ο γερμανικός κολοσσός θα αναλάμβανε μια σειρά από υποχρεώσεις απέναντι στη χώρα και σε αντάλλαγμα το Ελληνικό Δημόσιο θα παραιτούνταν από κάθε αξίωση και πρόστιμο. Ο συμβιβασμός υπεγράφη στις 22 Αυγούστου 2012 και έφερε τις υπογραφές του τότε υπουργού Οικονομικών , του τότε διευθύνοντος συμβούλου της Siemens Α.Ε., του Ελληνοαμερικανού πρώην εισαγγελέα στις ΗΠΑ και γενικού διευθυντή στη Siemens Ελλάδος και ακόμα δύο μελών του Δ.Σ. της μητρικής.
Βάσει της συμφωνίας συμβιβασμού, όλες οι υποχρεώσεις της εταιρείας προς το Ελληνικό Δημόσιο θα έπρεπε να είχαν ολοκληρωθεί «πλήρως και οριστικώς» μέσα σε μια περίοδο 5 ετών από την υπογραφή της συμφωνίας, δηλαδή μέχρι τον Αύγουστο του 2017. Για την τήρηση του συμβιβασμού είχε δημιουργηθεί μια 7μελής Επιτροπή Εποπτείας, της οποίας η θητεία έληξε το καλοκαίρι του 2017. Αποδέκτες του 2% από τα «μαύρα ταμεία» της Ζίμενς, σύμφωνα με τον Σίκατσεκ, ήταν τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, κυρίως τα δύο τότε μεγάλα . Μετά το 1996 τα διάφορα «δώρα» υπολογίζονταν ώς 10% επί του τζίρου της εταιρείας. Η Ελλάδα περιορίστηκε να λάβει το ποσό των 170 εκατ. ευρώ και μάλιστα όχι σε ρευστό χρήμα, αλλά σε παροχές σε είδος και συμψηφισμό απαιτήσεων. Επιπλέον, η εταιρεία δεσμεύτηκε έναντι της χώρας για τη σταθερή παρουσία της και ως εκ τούτου σε μια επένδυση ύψους 60 εκατ. ευρώ και για την κατασκευή ενός νέου εργοστασίου το οποίο θα εξασφάλιζε 700 νέες θέσεις εργασίας, πέραν των 600 εργαζομένων που ισχυριζόταν ότι απασχολούσε εκείνη την περίοδο η εταιρεία στην Ελλάδα. Αναλυτικά οι όροι προέβλεπαν:
- Παροχή από τη Siemens ποσού ύψους 80 εκατ. ευρώ σχετικά με εισπρακτέες απαιτήσεις της έναντι φορέων του Ελληνικού Δημοσίου. Πρόκειται για τον μοναδικό όρο που τηρήθηκε μέσα στα πρώτα 3 χρόνια. Μέχρι το 2015 το Δημόσιο είχε διαγράψει έναντι αυτών των ανεξόφλητων εισπρακτέων απαιτήσεων 74,678 εκατ. ευρώ. Ωστόσο η Siemens δεν απάντησε σε ερώτημα της «Εφ.Συν.» για το ποιες ήταν ακριβώς οι συγκεκριμένες απαιτήσεις.
- Παροχή ύψους 90 εκατ. ευρώ μέσα σε μια περίοδο 5 ετών για υποστήριξη φορέων που είχαν ως σκοπό την καταπολέμηση της διαφθοράς, της απάτης και του ξεπλύματος μαύρου χρήματος, παροχή ιατρικού εξοπλισμού για δημόσια νοσοκομεία με έμφαση στα παιδιατρικά νοσοκομεία, προγράμματα υποτροφιών για μεταπτυχιακές σπουδές στους τομείς της ενέργειας, της βιομηχανίας, των υποδομών και της αστικής ανάπτυξης, όπως και χρηματοδότηση αντίστοιχων ερευνητικών προγραμμάτων.
Από αυτά τον Φεβρουάριο του 2014 η επιτροπή εποπτείας της υλοποίησης της συμφωνίας κατέληξε στην κατανομή συγκεκριμένων ποσών.
- 12,5 εκατ. θα έπρεπε να είχαν διατεθεί μέχρι το 2017 για την προμήθεια ανιχνευτικών μηχανημάτων (Χ-Ray) κατά του λαθρεμπορίου.
- 16,8 εκατ. θα έπρεπε να είχαν δοθεί για τον εξοπλισμό φορέων που δραστηριοποιούνται κατά της διαφθοράς.
- 1,5 εκατ. προορίζονταν για την προμήθεια μηχανογραφικού εξοπλισμού στο υπουργείο Δικαιοσύνης.
- 4 εκατ. θα δίνονταν για την προμήθεια ολοκληρωμένου πληροφοριακού συστήματος για την καταπολέμηση της διαφθοράς στο γραφείο του εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών.
- 11,3 εκατ. είχαν συμφωνηθεί να διατεθούν για την υποστήριξη δράσεων του εθνικού συντονιστή για την καταπολέμηση της διαφθοράς. Τα ” θαλασσοδάνεια” των κομμάτων στο παρελθόν: Στο παρελθόν , δόθηκαν δάνεια σε πολιτικά κόμματα με σκανδαλώδεις όρους και καθ’ υπέρβαση τραπεζικών κανόνων. Τα δάνεια αυτά, που υπερβαίνουν το 1,5 δισ. ευρώ, δεν αποπληρώθηκαν ποτέ, φορτώνοντας επιπλέον βάρη στις τράπεζες ,επιβαρύνοντας ουσιαστικά τους πολίτες. Τέσσερα μόνο κόμματα έλαβαν σε μια δεκαετία (2000-2011) δάνεια συνολικού ύψους 272 εκατ. ευρώ, και χωρίς να δώσουν καμία εμπράγματη εγγύηση. Βάζοντας ως υποθήκη τη μελλοντική, πάρα πολύ γενναιόδωρη χωρίς καμία αμφιβολία… κρατική χρηματοδότηση. Επισημαίνεται ότι οι υποθέσεις των «θαλασσοδανείων» είχαν κλείσει με την έκδοση Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, η οποία αφαιρούσε από τις εισαγγελικές αρχές το δικαίωμα αυτεπάγγελτης παρέμβασης για αδικήματα απιστίας από τραπεζικά στελέχη και απαιτούσε έγκληση από τη ζημιωθείσα τράπεζα.
Η τύχη της διάταξης για την ασυλία των τραπεζικών στελεχών δεν έχει κριθεί οριστικά, δεδομένου ότι μετά την αποδοχή της αναίρεσης που άσκησε ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δ. Παπαγεωργίου, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου θα εξετάσει το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας της επίμαχης διάταξης.
Οι ενώσεις δικαστών και εισαγγελέων έχουν πάρει σαφή θέση κατά της διάταξης που παρέχει ασυλία σε όσους χορήγησαν τα «θαλασσοδάνεια» όχι μόνο στα κόμματα αλλά και στα ΜΜΕ και σε επιφανείς χρεοκοπημένους επιχειρηματίες, την εποχή που η χώρα βρισκόταν στα πρόθυρα χρεοκοπίας και οι τράπεζες διασώζονταν με κρατικό χρήμα. Η συγκεκριμένη τακτική χαρακτηρίζεται από τους πραγματογνώμονες ως «παγκοσμίως μοναδική τακτική», αφού το εχέγγυο «δεν υπάρχει στον παρόντα χρόνο» και «αναμένεται να υπάρξει σε μέλλοντα χρόνο». Αιτία για την αρχειοθέτηση ήταν η περιβόητη τροπολογία του 2013, η οποία έθεσε στο αρχείο την υπόθεση, με το σκεπτικό ότι υπήρχαν επαρκείς εξασφαλίσεις για τη χορήγηση των δανείων.
Όπως ανέφερε η ρύθμιση, «δεν συνιστά η σύναψη δανείων κάθε μορφής με νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, του ευρύτερου δημόσιου τομέα και η εν γένει παροχή πιστώσεων σε αυτά απιστία για τον πρόεδρο, τα μέλη των Δ.Σ. και τα στελέχη των τραπεζών. Για το σκοπό αυτό απαιτούνταν να υφίστανται σωρευτικά η λήψη απόφασης των θεσμοθετημένων εγκριτικών επιτροπών ή οργάνων τους και η τήρηση των σχετικών κανονιστικών πράξεων της Τράπεζας της Ελλάδας». Τελικά, κρίθηκε πως οι εγγυήσεις δεν ήταν οι επαρκείς εξασφαλίσεις δεν ήταν αρκετές, αφού ουσιαστικά δεν ήταν άλλες από τη μελλοντική χρηματοδότηση τους με βάσει τη μελλοντική εκλογική τους δύναμη.