Φαίνεται πως κάτι μοναδικό συμβαίνει όταν δύο δημιουργικά σύμπαντα, αυτά του κινηματογράφου και της μόδας συναντιούνται και συμπράττουν, πλημμυρίζοντας τη μεγάλη οθόνη με εικόνες μοναδικού, πολλές φορές πρωτοποριακού στυλ. Είτε πρόκειται για τη στιγμή που ένας σκηνοθέτης αποτυπώνει τη δραματική κίνηση μιας δημιουργίας υψηλής ραπτικής από σατέν ή μετάξι, είτε για τις φορές που καταξιωμένοι σχεδιαστές μόδας καθιέρωσαν τάσεις και συνέβαλαν στο χαρακτηρισμό ταινιών ως διαχρονικών, το βέβαιο είναι ότι αυτή η μοναδική σχέση μας έχει χαρίσει μερικές από τις πλέον αξιομνημόνευτες εικόνες στυλ που πέρασαν στη σφαίρα της κλασσικής κομψότητας.
Χτίζοντας το μύθο πρωταγωνιστών, εμφανίσεις σαν αυτές της Audrey Hepburn δια χειρός Hubert de Givenchy στα φιλμ «Funny Face» και «Breakfast at Tiffany’s» ή του Richard Gere στο «American Gigolo» που επιμελήθηκε ο Giorgio Armani, εκτόξευσαν τη φήμη τόσο των πρωταγωνιστών όσο και των σχεδιαστών, καθιερώνοντας τους πρώτους ως αδιαμφισβήτητα σύμβολα στυλ. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τα iconic καπέλα Borsalino που οι Humphrey Bogart και Ingrid Bergman φορούν στην τελευταία σκηνή του «Casablanca», τα ασημί σούπερ μίνι και τις ασορτί go-go μπότες του Paco Rabanne που έκαναν την Jane Fonda να ηλεκτρίζει την οθόνη ως «Barbarella», ή τη γκαρνταρόμπα και τα υπέροχα καπέλα του Pierre Balmain που αναδείκνυαν τις καμπύλες της Sophia Loren στο «The Millionairess»; Ή το μαύρο femme fatale φόρεμα της Rita Hayworth ως «Gilda», το aviatior jacket του Tom Cruise στο «Top Gun», το μπερέ της Faye Dunaway στο «Bonnie and Clyde»;
Στις τελευταίες μάλιστα περιπτώσεις, είναι οι ενδυματολόγοι που με τη διορατική ματιά και τις εμπνευσμένες ιδέες τους, υλοποιούν μέρος της υπόστασης των χαρακτήρων του φιλμ, ορίζοντας την εικόνα τους. Μεταξύ των κορυφαίων που έχουν περάσει από τα χολιγουντιανά στούντιο, η Αμερικανή Theadora Van Runkle, 3 φορές υποψήφια για Oscar, βραβευμένη με Emmy και κάτοχος του Costume Designer Guild’s Lifetime Achievement Award, μας χάρισε άφθονες εικόνες αψεγάδιαστου coolness. Κι αν το όνομά της έχει συνδεθεί για πάντα με τους ληστές Bonnie και Clyde, με τους μαφιόζους του «Νονός 2» ή με τον αξεπέραστο συνδυασμό tweed σακάκι-navy blue ζιβάγκο του αστυνομικού ντεντέκτιβ Bullitt, χρειάστηκε αρκετός δρόμος ως τη λεωφόρο της δόξας.
Από ονειροπόλα σχεδιάστρια σε αυτοδίδακτη ενδυματολόγο του Hollywood
Γεννημένη στο αδιάφορο Pittsburgh κι όχι στο λαμπερό L.A., όπως η ίδια συνήθιζε να λέει, το Μάρτιο του 1928, με πατέρα τον κληρονόμο της γνωστής εταιρίας αναψυκτικών Schweppes, συνειδητοποίησε την αγάπη της για τα ρούχα περνώντας ένα εξάμηνο στο Γυμνάσιο Beverly Hills High, παρατηρώντας τα όμορφα ρούχων των κοριτσιών και παρακολουθώντας τις υπέροχες σχολικές παραστάσεις.
Με τους γονείς της όμως να έχουν πάρει χωριστούς δρόμους από νωρίς, τη μητέρα της να αποδοκιμάζει κάθε προσπάθειά της να ράψει, τον πατριό της να σκίζει τα σχέδιά της και την αίσθηση ότι δεν τα καταφέρνει σε τίποτα, παρατά το σχολείο, πιάνει δουλειά ως πωλήτρια και γράφεται στο Chouinard, ένα καλλιτεχνικό σχολείο στο Westlake του Los Angeles όπου ο Walt Disney έστελνε τους εικονογράφους του για να παρακολουθούν βραδινά μαθήματα. Λόγω έλλειψης χρημάτων όμως, βρέθηκε να ποζάρει για τα μαθήματα εικονογράφησης αντί να τα παρακολουθεί.
Χωρίς καμία ουσιαστική εκπαίδευση και καριέρα, παντρεμένη από τα 16, εργαζόμενη ως εικονογράφος σχεδίων μόδας για τα πολυκαταστήματα May κι επιθυμώντας να αναγνωριστεί η αξία των σχεδίων της στο Hollywood, στην ηλικία των 40 και σχεδόν απένταρη, γνωρίζει το 1966 σ’ ένα πάρτι την ήδη καταξιωμένη ενδυματολόγο Dorothy Jeakins που είχε στο ενεργητικό της ταινίες σαν τη Μελωδία της Ευτυχίας και η οποία της ζητά να παρουσιάσει κάποια σχέδια για το δραματικό έπος Hawaii. Η συνεργασία διαρκεί μόλις ένα μήνα, αλλά σαν αποζημίωση η Jeakins την καλεί αργότερα δηλώνοντας: «Ο σκηνοθέτης Arthur Penn, η Warner Bros και ο Warren Beatty ετοιμάζουν ένα μικρό western για δύο ληστές στην εποχή της Μεγάλης Ύφεσης και χρειάζονται ενδυματολόγο. Είναι κάτι απλό και μπορείς να το κάνεις». Παρά τον αρχικό πανικό η Van Runkle δέχθηκε την πρόκληση ως τη μεγάλη της ευκαιρία να εισχωρήσει στον κόσμο του Hollywood. Την εικόνα του οποίου έμελλε να καθορίσει δραματικά.
Oι εμβληματικές εμφανίσεις και η ανέλπιστη επιτυχία
Ο προερχόμενος από το χώρο της τηλεόρασης σκηνοθέτης Arthur Penn, ήθελε το «μικρό western» του, με τίτλο «Bonnie and Clyde», να έχει τα στοιχεία του γαλλικού Nouvelle Vague με λίγη από τη λάμψη του παλιού Hollywood. Η πρώτη συνάντηση της Van Runkle μαζί του και με τον Warren Beatty έγιναν στο πολυτελές ρετιρέ του ηθοποιού στο Beverly Wilshire. Ενθουσιασμένοι οι δύο άντρες από τις ιδέες της, την βοήθησαν να ξεπεραστεί το εμπόδιο τού ότι δεν ανήκε στη Συντεχνία Ενδυματολόγων, ενώ η Van Runkle με τη σειρά της έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στο casting για το ρόλο της Bonnie. Εκφράζοντας την αντίθεσή της να δοθεί στη Natalie Wood και έχοντας σαν αναφορά μόνο μια φωτογραφία της Faye Dunaway, ενστικτωδώς κατέληξε ότι «αυτή είναι το πρόσωπο που ψάχνουμε». Το success story είχε ήδη αρχίσει να γράφεται.
Αναζήτησε έμπνευση στις φωτογραφίες του Walker Evans από την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης για να μπει στο πνεύμα της εποχής, αλλά όλη η υπόλοιπη σύλληψη ήταν το εύστοχο αποτέλεσμα της φαντασίας της. Αναζητώντας δε δείγματα υφασμάτων στο Beverly Hills κάποια μέρα, συνάντησε την κάτοχο 8 ενδυματολογικών Όσκαρ Edith Head, η οποία της έδωσε τη συμβουλή: «Oh, darling, ντύσε την πρωταγωνίστρια μόνο με chiffon και δεν θα έχεις κανένα πρόβλημα». Η Van Runkle ωστόσο ευτυχώς υιοθέτησε πιο γήινες και λιγότερο αέρινες δημιουργίες: Ο μεν Clyde βασισμένος στο αξιόπιστο glamour του Warren Beatty θα ήταν ένας δανδής, φορώντας πουκάμισα με ψηλό κολάρο, γιλέκα και fedora στο χρώμα του πάγου, ενώ η Faye Dunaway ως Bonnie θα ντύνονταν με ταπεινά φορέματα σε γραμμή bias για καλύτερη εφαρμογή και με σήμα κατατεθέν τους μπερέδες με άποψη. Κι αν η Dunaway τελικά πείστηκε να ενδώσει σ’ ένα τόσο χαμηλών τόνων image ο Beatty πάλι που έβρισκε τα ρούχα και των δύο υπερβολικά πανομοιότυπα με την αληθινή εικόνα των δύο ληστών, άφησε τελικά εποχή με τα pinstripe κοστούμια του, ενώ κανείς δεν γνώριζε ότι κάτω από τα πουκάμισα φορούσε δυο-τρεις μπλούζες για να αποκτήσει όγκο και να φαίνεται πιο επιβλητικός.
Καθώς την εποχή που γυρίζονταν η ταινία –κυκλοφόρησε το 1967- τα vintage καταστήματα σχεδόν δεν υπήρχαν, το είδος των ενδυμάτων που αναζητούσε η Van Runkle βρίσκονταν κυρίως στις ντουλάπες φίλων και γνωστών. Το χαρακτηριστικό φουλάρι που στόλιζε το λαιμό της Dunaway αγοράστηκε σ’ ένα μικρό κατάστημα του Beverly Hills, ωστόσο η ιδέα του μπερέ προήλθε από πραγματικές φωτογραφίες των δύο κακοποιών, με την ίδια την ενδυματολόγο να δηλώνει έκτοτε πόσο τυχερή ήταν που «αποδείχθηκε ότι η Faye δείχνει εκθαμβωτική φορώντας μπερέδες». Χαρακτηριστική ήταν η αντίδραση του σκηνοθέτη βλέποντας τα σχέδια των κοστουμιών, ο οποίος δήλωσε ότι αν και το συνολικό αποτέλεσμα είναι τόσο καλό όσο τα ρούχα, η επιτυχία είναι σίγουρη. Και δεν έπεσε καθόλου έξω, αφού προς έκπληξη της Warner Bros το «Bonnie and Clyde» περιλήφθηκε στα 5 επικερδέστερα φιλμ του 1967 και κέρδισε δύο Όσκαρ, Β΄ γυναικείου ρόλου και καλύτερης φωτογραφίας. Όσο για την ίδια την Van Runkle, η πρώτη της δουλειά σήμαινε και την πρώτη οσκαρική υποψηφιότητα, αποφέροντάς της το θαυμασμό τόσο των συναδέλφων της όσο και του κόσμου της μόδας.
Οι iconic εμφανίσεις του Steve McQueen
Χωρίς τα τυπικά προσόντα και τις δημόσιες σχέσεις που θα τις εξασφάλιζαν δουλειές, η Van Runkle χρειάστηκε να βασιστεί σε προσωπικές επαφές για να προχωρήσει στο επόμενο βήμα, η Dunaway εξάλλου, πολύ απαιτητική στις ενδυματολογικές της επιλογές, την εμπιστευόταν για τις εκτός οθόνης εμφανίσεις της κι έτσι την πρότεινε για το ρομαντικό δράμα «A Place for Lovers» του Vittorio De Sica Amanti (1968), τη μεταφορά του μυθιστορήματος «The Arrangement» του Elia Kazan (1969) και το κλασσικό πλέον «The Thomas Crown Affair» του Norman Jewison (1968).
Το τελευταίο προκάλεσε αίσθηση όχι μόνο για τις εμφανίσεις της Faye Dunaway με micro-mini φορέματα και ανοιχτόχρωμα καλσόν, αλλά κυρίως για τη γκαρνταρόμπα του Steve McQueen που παραμένει διαχρονική. Απίστευτα κομψός τόσο στις σκηνές με casual looks -όπως με το τολμηρό πορτοκαλί πουκάμισο στην παραλία- όσο και με τα 3-piece suits δια χειρός Douglas Hayward στα οποία προσέδιδε hip αέρα, με αξεσουάρ όπως το ορθογώνιο Patek Philippe ρολόι χειρός και το ρολόι τσέπης, εκτόπισε ακόμη και τον James Bond από το θρόνο του coolness, δημιουργώντας το δικό του μύθο στο πάνθεο των iconic ανδρικών εμφανίσεων.
Και παρότι ο μη συνηθισμένος σε κοστούμια ηθοποιός χρειάστηκε λίγο χρόνο για να αποκτήσει την άνετη, ρευστή κίνηση που βλέπουμε στην οθόνη, ζήτησε ο ίδιος την Van Runkle για το «Bullitt» που επίσης κυκλοφόρησε το 1968. Εδώ η ιδέα της ενδυματολόγου να ντύσει τον αστυνομικό που υποδύεται ο McQueen με σκουρόχρωμα πουλόβερ κι ανοιχτόχρωμη καπαρντίνα, προήλθε από το στυλ του ίδιου της του συντρόφου. Το οποίο βέβαια ο McQueen απογειώνει, δημιουργώντας «σχολή» με τον υπέρκομψο τρόπο που φορά το σοκολατί tweed σακάκι, το σκούρο μπλε ζιβάγκο και τα σουέντ μποτίνια του.
Οι οσκαρικές συνεργασίες
Με τον διάσημο σχεδιαστή παραγωγής Dean Tavoularis η Theodora είχε ήδη συνεργαστεί στο Bonnie and Clyde, όταν τη ζήτησε για τα περίπλοκα αφηγηματικά flashbacks στο «The Godfather: Part II» του Francis Ford Coppola, που τοποθετούσε τη δράση μεταξύ των 25 πρώτων χρόνων του 20ου αιώνα και στην περίοδο 1958-59. Πρώτο γύρισμα, η σκηνή με το οικογενειακό πάρτι της Cosa Nostra στη λίμνη Tahoe το 1958, για το οποίο έντυσε όλους τους μαφιόζους άντρες με κοστούμια -μια ατέλειωτη παρέλαση από γκρι μοχέρ επί της οθόνης- και τον Al Pacino με ασημογκρίζο ακατέργαστο μετάξι – molto Italiano. Και παρά την έκρηξη θυμού του Coppola που έφτασε στο set περιμένοντας το cast του ντυμένο με tuxedos, η αντίληψη της Van Runkle για την ψυχολογία των Corleone να φανούν κοινωνικά αποδεκτοί και σύμφωνοι με τις νόρμες, αποδείχθηκε αλάνθαστη, αποφέροντας στην ταινία και στο δικό της βιογραφικό μια ακόμη υποψηφιότητα για Όσκαρ.
Όπως επίσης και το «Peggy Sue Got Married» το 1986, μεταφέροντας την πρωταγωνίστρια Kathleen Turner από τα εφηβικά της χρόνια στην ηλικία των 40 κι από το 1950 στη δεκαετία του ’80 και μάλιστα κυρίως μέσω της ενδελεχούς επιλογής υφασμάτων παρά των γραμμών των ρούχων.
Στο portfolio της περιλαμβάνονται ακόμη μια δύσκολη συνεργασία με τη Liza Minnelli στην ταινία «New York, New York» που σκηνοθέτησε ο Martin Scorsese το 1977 και την έθεσε υποψήφια για το βραβείο Bafta, τα θεαματικά καπέλα της Lucille Ball στο «Mame» το 1974, οι τολμηρές εμφανίσεις της Dolly Parton στο «The Best Little Whorehouse in Texas» του 1982, οι 15 στολές και η εμμονή με την peplum γραμμή των late 80s για την Shelley Long στην cult κωμωδία «Troop Beverly Hills» το 1989.
Το πολυπόθητο βραβείο ήταν τελικά ένα Emmy για την τηλεοπτική δουλειά της και αδιαμφισβήτητη αναγνώριση το Costume Designers Guild Lifetime Achievement Award για τη συνολική συνεισφορά της το 2002, αφότου είχε αποσυρθεί από το χώρο για να αφοσιωθεί στη ζωγραφική. Αν και για την Theadora Van Runkle που απεβίωσε το 2011, η μεγαλύτερη επιβράβευση θα είναι πάντα ότι καμία ανδρική γκαρνταρόμπα δεν θεωρείται πλήρης χωρίς ένα merino wool ή κασμιρένιο ζιβάγκο κι ένα tweed σακάκι.