Μείωση της αναλογίας του χρέους προς το ΑΕΠ με τον ταχύτερο ρυθμό στην Ευρώπη, κατάκτηση υψηλότερων θέσεων στις κλίμακες των οίκων αξιολόγησης και περαιτέρω μείωση του κόστους εξυπηρέτησης του δανεισμού της χώρας. Είναι οι τρεις βασικοί στόχοι που θέτει το οικονομικό επιτελείο για το κρίσιμο θέμα της διαχείρισης του ελληνικού χρέους.
Όπως αναφέρει ρεπορτάζ της Καθημερινής, στο ξεκίνημα της νέας χρονιάς, η Ελλάδα έχει να επιδείξει μια μείωση της τάξεως των 45 ποσοστιαίων μονάδων στον δείκτη της αναλογίας του χρέους προς το ΑΕΠ –από το 205% του ΑΕΠ στο 160-161%– η οποία συνέβαλε άλλωστε και στο να ανακτηθεί η επενδυτική βαθμίδα. Για την επόμενη τριετία, ο πήχυς μπαίνει ακόμη πιο ψηλά: η Ελλάδα να προσεγγίσει και πάλι τις πρώτες θέσεις στους πίνακες αξιολόγησης των έξι οίκων –το 2009 τα ελληνικά ομόλογα βαθμολογούνταν με Α, πριν ξεκινήσει η κατρακύλα που τα κατέταξε στα… σκουπίδια– αλλά και να πάψει η αναλογία του χρέους προς το ΑΕΠ να είναι η μεγαλύτερη της Ευρώπης, κάτι που κρίνεται εφικτό να υλοποιηθεί μέχρι το 2026. Οι περαιτέρω κινήσεις που θα συμβάλουν στην επίτευξη αυτού του στόχου ξεκινούν άμεσα. Ηδη δρομολογούνται διαπραγματεύσεις με τους εταίρους στην Ευρώπη ώστε να αξιοποιηθεί το «μαξιλάρι» των ταμειακών διαθεσίμων για να χρηματοδοτηθούν νέες πρόωρες αποπληρωμές ελληνικού χρέους.
Καθώς δρομολογείται για τα επόμενα 24ωρα η πρώτη έκδοση ελληνικού ομολόγου για το 2024 –το ετήσιο πρόγραμμα δανεισμού προβλέπει εκδόσεις συνολικού ύψους 10 δισ. ευρώ για ολόκληρη τη χρονιά– σε πλήρη εξέλιξη βρίσκονται οι διαβουλεύσεις για τη χρηματοδότηση νέων πρόωρων αποπληρωμών χρέους. Στο… στόχαστρο έχουν μπει τα διμερή δάνεια που έχει συνάψει η Ελλάδα με τις χώρες της Ευρωζώνης στο πλαίσιο του πρώτου μνημονίου. Οι ετήσιες δόσεις του 2024 και του 2025 αποπληρώθηκαν πρόωρα τον Δεκέμβριο και τώρα διερευνάται το ενδεχόμενο να γίνει το αντίστοιχο και για τα επόμενα τρία χρόνια, αρχής γενομένης από φέτος. Κάθε ετήσια δόση «απαιτεί» 2,6 δισ. ευρώ. Το σχέδιο που εξετάζεται προβλέπει ότι η Ελλάδα θα χρησιμοποιήσει τα ταμειακά της διαθέσιμα (σ.σ. το λεγόμενο σκληρό μαξιλάρι των 15,6 δισ. ευρώ που είναι δεσμευμένο από τον ESM, καθώς προορίζεται μόνο για την εξυπηρέτηση του χρέους) για να αποπληρώνει κάθε χρόνο και δύο ετήσιες δόσεις των διμερών δανείων. Μέσα στο 2024 τις δόσεις του 2026 και του 2027, μέσα στο 2025 τις δόσεις του 2028 και του 2029 κ.ο.κ. Το σχέδιο αυτό εξασφαλίζει περαιτέρω μείωση της δαπάνης για τους τόκους εξυπηρέτησης του χρέους (σ.σ. τα διμερή δάνεια έχουν κυμαινόμενο επιτόκιο συνδεδεμένο με το Euribor και αυτή τη στιγμή κοστίζουν περισσότερο από ό,τι τα ομόλογα που μπορεί να εκδώσει η Ελλάδα), περιορίζει τις ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας και δημιουργεί τις προϋποθέσεις ώστε το χρέος να αποκλιμακώνεται όχι μόνο αναλογικά με το ΑΕΠ, αλλά και ως απόλυτο ποσό. Τι προϋποθέτει η υλοποίηση του σχεδίου; Συμφωνία με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, κάτι που επιδιώκεται να γίνει άμεσα.
Τα έντοκα γραμμάτια
Εκτός από τις πρόωρες αποπληρωμές των διμερών δανείων, βασικός στόχος για φέτος είναι και η μείωση των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων, κάτι που κατά κύριο λόγο θα επιδιωχθεί να συμβεί με τη γενναία μείωση του υπολοίπου των εντόκων γραμματίων, ακόμη και κατά 4-5 δισ. ευρώ το επόμενο διάστημα, εφόσον οι συνθήκες το επιτρέψουν. Και αυτή η παρέμβαση εξασφαλίζει τη μείωση της δαπάνης για τους τόκους, καθώς ειδικά τους τελευταίους μήνες, τα έντοκα γραμμάτια ανεξαρτήτως διάρκειας προκαλούν κόστος άνω του 3,7%-3,8%.
Με αυτές τις κινήσεις, η Ελλάδα θέλει να διασφαλίσει ότι το 2024 θα κλείσει με όσο το δυνατόν μικρότερο έλλειμμα γενικής κυβέρνησης. Η επίδοση που προβλέπεται στον προϋπολογισμό του 2024 κατατάσσει τη χώρα στις πρώτες θέσεις της Ε.Ε., καθώς με έλλειμμα 0,8% η χώρα εμφανίζεται να παράγει το ένα τρίτο του μέσου ελλείμματος της Ευρωζώνης.
Εχοντας ήδη εξασφαλίσει την επενδυτική βαθμίδα από πέρυσι –εκκρεμεί μόνο η αναβάθμιση της Moody’s με την επόμενη έκθεση αξιολόγησης να δημοσιεύεται στις 15 Μαρτίου– το ζητούμενο για φέτος είναι η περαιτέρω άνοδος στην επενδυτική βαθμίδα. Οι χώρες με τις οποίες συγκρίνεται ευθέως η Ελλάδα πλασάρονται καλύτερα στους σχετικούς πίνακες. Η Ιταλία, με υψηλότερο κόστος δανεισμού σε σχέση με την Ελλάδα, βρίσκεται στο ΒΒΒ από την S&P και στο Baa3 από τη Moody’s, δηλαδή μία βαθμίδα πάνω από την Ελλάδα και στους δύο οίκους. Η Πορτογαλία είναι στο BBB+ από την S&P και στο Α3 από τη Moody’s. Είναι δηλαδή δύο βαθμίδες πάνω από την Ελλάδα με βάση την αξιολόγηση της S&P και τέσσερις βαθμίδες πάνω από την Ελλάδα με βάση την αξιολόγηση της Moody’s. Οσο για την Ισπανία, βαθμολογείται με Α από την S&P και Baa1 από τη Moody’s, που σημαίνει τέσσερις βαθμίδες από την S&P διαφορά σε σχέση με την Ελλάδα και δύο με βάση τους όρους της Moody’s.
Τι δείχνουν οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων
Η Ελλάδα είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη αναλογία χρέους προς ΑΕΠ στην Ευρώπη, αλλά και η χώρα με την ταχύτερη αποκλιμάκωση. Οι προβλέψεις της ίδιας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δείχνουν ότι μετά το 2026, ο ελληνικός δείκτης θα έχει συγκλίνει πλέον πάρα πολύ με τον αντίστοιχο ιταλικό και –ενδεχομένως– από τη συγκεκριμένη χρονιά να είναι η Ιταλία αυτή που θα περάσει στην τελευταία θέση. Αυτή η εξέλιξη, που ουσιαστικά προεξοφλούν οι αγορές καθώς εδώ και μήνες η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου είναι χαμηλότερη από την αντίστοιχη του ιταλικού, προκύπτει και από τις εκτιμήσεις για τη μεταβολή του ΑΕΠ, αλλά και από τις προβλέψεις για τις δημοσιονομικές επιδόσεις των χωρών.
Μπορεί η Κομισιόν να μην αποδέχεται την ελληνική πρόβλεψη ότι το ΑΕΠ θα μεγεθυνθεί φέτος με ρυθμό της τάξεως του 3%, ακόμη και το 2,3% όμως που ενσωματώνει στις μέχρι τώρα προβλέψεις (σ.σ. η χειμερινή επικαιροποίηση αναμένεται τον Φεβρουάριο) είναι το υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των χωρών του Νότου, οι οποίες και βαρύνονται με τα περισσότερα χρέη. Η Ιταλία, για παράδειγμα, έχει πρόβλεψη για ανάπτυξη 0,9% και 1,2% αντίστοιχα και η Ευρωζώνη για 1,2% και 1,6% για τα έτη 2024 και 2025. Σε δημοσιονομικό επίπεδο προβλέπεται έλλειμμα γενικής κυβέρνησης 0,9% στην Ελλάδα έναντι 4,4% στην Ιταλία, 3,2% στην Ισπανία και 2,8% στην Ευρωζώνη. Αρα, η σύγκλιση στην αναλογία του χρέους ως προς το ΑΕΠ με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης φαίνεται να διασφαλίζεται για τη διετία και από τον αριθμητή και από τον παρονομαστή. Για το 2025 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ότι η αναλογία του χρέους προς το ΑΕΠ θα πέσει κάτω από το 150%, με τον ετήσιο ρυθμό μείωσης και για φέτος και για του χρόνου να είναι πολλαπλάσιος και συγκριτικά με τον στόχο του νέου Συμφώνου Σταθερότητας (σ.σ. τουλάχιστον 1% ετησίως για τις χώρες με αναλογία χρέους προς ΑΕΠ άνω του 90%) αλλά και συγκριτικά με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, ο οποίος εκτιμάται ότι θα παραμείνει στάσιμος στο επίπεδο του 90%.