19 Ιουλίου 1953
Γεννιέται στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης ο Χάουαρντ Σουλτς. Μεγαλωμένος μέσα στις εργατικές κατοικίες, εξελίχθηκε σε ένα από τα διασημότερα και πιο συμπαθή αφεντικά της Επιχειρηματικής Αμερικής, βλέποντας το όνομά του να θεωρείται ακόμα και μια σοβαρή υποψηφιότητα για τον Λευκό Οίκο.
Ο Σουλτς είναι ο άνθρωπος που κάθισε στο τιμόνι της Starbucks επί τρεις δεκαετίες, παίρνοντας μιας αλυσίδα με 11 καταστήματα και 100 υπαλλήλους και μεταμορφώνοντάς την σε έναν παγκόσμιο κολοσσό 28.000 καταστημάτων. Τον τελευταίο καιρό, επέστρεψε εθελοντικά στη θέση του διευθύνοντος συμβούλου, σε προσωρινή βάση και με συμβολικό μισθό 1 δολαρίου, ώσπου η εταιρεία να βρει έναν μόνιμο CEO.
«Θέλησα να δημιουργήσω την εταιρεία για την οποία ο πατέρας μου –ένας ανειδίκευτος εργάτης και βετεράνος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου- δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να δουλέψει», έχει δηλώσει για τα όσα τον έφεραν ως εδώ.
Ο πατέρας του, Φρεντ, δεν τελείωσε ποτέ το σχολείο αλλά ήταν ένας έντιμος άνδρας που δούλευε σκληρά, έπαιζε μπάλα με τα παιδιά του τα Σαββατοκύριακα και λάτρευε τους Γιάνκις. Δουλεύοντας πότε σε εργοστάσιο και πότε σαν οδηγός φορτηγού, δεν κατάφερε ποτέ να κερδίσει περισσότερα από 20.000 δολάρια το χρόνο, και έτσι η πενταμελής οικογένειά του μετά βίας τα έβγαζε πέρα. Ήταν ένας άνθρωπος ηττημένος από τη ζωή, έχει πει ο Σουλτς. Όμως, τα χειρότερα ήρθαν το 1961, όταν ο Φρεντ έσπασε τον αστράγαλό του σε ένα εργατικό ατύχημα και δεν μπορούσε να δουλέψει. Χωρίς μισθό, χωρίς αποζημίωση ή ασφάλιση και με τη σύζυγό του να διανύει τον 7ο μήνα της εγκυμοσύνης της, έβλεπε τους απλήρωτους λογαριασμούς να μαζεύονται. Ο Χάουαρντ είχε μάθει να σηκώνει το τηλέφωνο και να λέει στις εισπρακτικές εταιρείες ότι οι γονείς του δήθεν λείπουν από το σπίτι. Εάν τελικά κατάφερε να φοιτήσει στο Northern Michigan University και να γίνει ο πρώτος απόφοιτος πανεπιστημίου στην οικογένειά του, το χρωστά σε μια αθλητική υποτροφία.
Η ζωή του έμελλε να αλλάξει όταν πριν από σχεδόν τέσσερις δεκαετίες πήρε μία καφετέρια στο Σιάτλ και τη μετέτρεψε σε μια επιχείρηση με 28.000 καταστήματα σε 80 χώρες και 93 δισ. δολάρια κεφαλαιοποίησης.
Ο Σουλτς γοητεύτηκε από την ιταλική ιεροτελεστία του καφέ το 1983, όταν επισκέφθηκε το Μιλάνο για μια έκθεση εμπόρων. Εκεί διαπίστωσε ότι τα μικρά καφέ αποτελούν νευραλγικό σημείο όχι μόνο της γειτονιάς, αλλά και της κοινωνικής ζωής των Ιταλών. Ένα μέρος που λειτουργεί ανά πάσα στιγμή της ημέρας σαν σημείο συνάντησης μεταξύ φίλων, και όπου οι ιδιοκτήτες γνωρίζουν τον κάθε πελάτη με το μικρό του όνομα. Ο Σουλτς περιγράφει τη στιγμή αυτή σαν την προσωπική του «επιφοίτηση». «Γιατί να μην ανοίξω ένα τέτοιο καφέ στο Σιάτλ;», αναρωτήθηκε.
Τότε, δούλευε ήδη για την Starbucks, μια εταιρεία που την εποχή εκείνη πουλούσε χύμα κόκκους καφέ μέσα από τα τρία καταστήματά της στο Σιάτλ. Αφότου απέτυχε να πείσει τα αφεντικά του ότι η ιδέα του ήταν καλή, αποφάσισε να την «κυνηγήσει» μόνος του, ανοίγοντας το πρώτο του espresso bar, με το –χαρακτηριστικά ιταλικό- όνομα «Il Giornale». Λίγο αργότερα, θα εξαγοράσει τα αρχικά Starbucks και θα ξεκινήσει για να γράψει επιχειρηματική ιστορία. Σήμερα, ο Σουλτς θεωρείται ο άνθρωπος που δημιούργησε την παγκόσμια αγορά του designer καφέ, μετατρέποντας ένα κατά τα άλλα πάμφθηνό commodity σε ένα premium προϊόν. Εάν παντού γύρω σας βλέπετε ανθρώπους να περπατούν με έναν καφέ στο χέρι, υπεύθυνος είναι ο Χάουαρντ Σουλτς.
Σήμερα, παρότι η προσωπική του περιουσία πλησιάζει τα 4 δισ. δολάρια, ο Σουλτς είναι ένας γνήσιος «καπιταλιστής με συνείδηση». Η Starbucks πληρώνει καλύτερα από τον κατώτατο μισθό, παρέχει ασφάλεια υγείας ακόμα και στους part time εργαζομένους της, επιδοτεί τις σπουδές τους και εξαλείφει το μισθολογικό χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών.
Τα προηγούμενα χρόνια, αφότου ο Σουλτς άφησε τη θέση του CEO της Starbucks, πολλά σενάρια γράφτηκαν για τις πολιτικές του βλέψεις. Άλλωστε, ο ίδιος είχε εκφράσει πολιτικό λόγο. «Το Αμερικανικό Όνειρο δεν μπορεί να είναι προσβάσιμο μόνο για τους προνομιούχους, που είναι λευκοί και ζουν στη σωστή γειτονιά», έλεγε το 2016. Κάπως έτσι, βρέθηκε να φλερτάρει με την ιδέα να είναι υποψήφιος απέναντι στον Ντόναλντ Τραμπ στις προεδρικές εκλογές του 2020. «Θα εξετάσω μια σειρά από επιλογές, από τη φιλανθρωπία έως την πολιτική», είχε πει, λέγοντας ότι τον προβληματίζει ο διχασμός της αμερικανικής κοινωνίας και η θέση των Ηνωμένων Πολιτειών στο διεθνές σκηνικό.
Τελικά, το 2019 ανακοίνωσε ότι είχε αποφασίσει να μην είναι υποψήφιος για τον Λευκό Οίκο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα ήταν ενεργός στην πολιτική σκηνή. «Η πεποίθησή μου ότι το δικομματικό μας σύστημα χρειάζεται αναμόρφωση δεν έχει εξασθενίσει, αλλά έχω καταλήξει ότι η καμπάνια ως ανεξάρτητου υποψηφίου για τον Λευκό Οίκο δεν είναι ο καλύτερος τρόπος για να υπηρετήσω την χώρα μας αυτή τη στιγμή», είπε.
Αυτό τον καιρό, παίρνει για μία ακόμα φορά θέση, κατηγορώντας τους δημάρχους των Δημοκρατικών ότι δεν κάνουν αρκετά για την αντιμετώπιση του εγκλήματος στις πόλεις. Η Starbucks έκλεισε 16 καταστήματά της, επικαλούμενη απειλές για την σωματική ακεραιότητα των υπαλλήλων της και προειδοποιεί ότι θα ακολουθήσουν και άλλα λουκέτα.