Καθώς διαβάζει κανείς την «Ομογενοποίηση του Κόσμου» του Τσβάιχ (εκδ. Άγρα, Αθήνα, 2023), ένα δοκίμιο αρκετά σύντομο, αλλά πολύ πυκνό και μεστό νοημάτων, έρχεται αναπόφευκτα η στιγμή που το βιβλίο θα κατρακυλήσει από τα χέρια του. Δεν είναι το βάρος των σελίδων εκείνο που κόβει τον καρπό μας, αλλά το βάθος των διανοημάτων, που ο γίγαντας της διανόησης οργανώνει γρήγορα, μα όχι επιπόλαια˙ κομψά, μα όχι επιτηδευμένα. Είναι ο Τσβάιχ, πώς να το κάνουμε!
Προφητικό; Πολύ! Διεισδυτικό; Πολύ περισσότερο!
«Μηχανές διασκεδάστριες», «μηχανές χρονοσκοτώστρες»…
Πανέμορφο; Οντως! Θλιβερό; Προφανώς!
Αλήθεια, για τι πράγμα ακριβώς μας μιλά ο Τσβάιχ, από τα βάθη του παρελθόντος; Μα, για τι άλλο, ειμή μόνον γι’ αυτό που καταντήσαμε: άνθρωποι τοξικοεξαρτημένοι από τις μηχανές (οράτε σήμερα: πλατφόρμες, εφαρμογές, κινητά, οθόνες· πάντοτε μηχανές, όμως, κατά την πραγματική έννοια της λέξης).
Γιατί αυτό καταντήσαμε, εκεί μας οδήγησαν οι τεχνολογικοί κολοσσοί, οι ιδιωτικές εταιρίες επιτήρησης, το πολιτικό σύστημα που θέλει πολίτες αποχαυνωμένους, Λεβιάθαν-ικούς (αν μου επιτρέπεται η έκφραση). Εκεί μας καταπόντισε το επιχειρηματικό μοντέλο της Silicon Valley, το παραγωγικό/οικονομικό μοντέλο του υπεραιωνόβιου laissez faire – laissez passer. Εκεί μας οδήγησαν η κόπωση από τον εργασιακό κάματο, η επαναληπτικότητα η απογυμνωμένη από τη δημιουργικότητα, οι μηχανικοί – τζιμάνια των GAFAM (Google, Amazon, Facebook, Apple, Microsoft) και Σία: στον άνθρωπο, που πάσχει από υπερκόπωση, που είναι εξαντλημένος και πλήττει αφόρητα. Στον άνθρωπο, που πρέπει να υποφέρει από τύψεις, αν διαθέτει έστω και λίγο ελεύθερο χρόνο (ενώ ο χρόνος είναι το μοναδικό γνήσιο αγαθό, που κατέχουμε και δεν πρέπει να σπαταλάμε αλόγιστα). Στον άνθρωπο, που πρέπει να δουλεύει διαρκώς και να μην στέκεται καθόλου. Στον άνθρωπο, που του έχει απαγορευθεί να πλήττει, να βαριέται (λες και η κατεξοχήν ανθρώπινη δραστηριότητα, αυτή του αναστοχασμού, που γέννησε τις λαμπρές ιδέες, δεν ασκείται παρά μόνον τις ώρες της σχόλης).
Ανθρωποι ή ποντίκια τελικά; Μας απαγορεύεται να έχουμε ελεύθερο χρόνο; Και αν έχουμε, μήπως δεν πρέπει να βαριόμαστε; Είναι έγκλημα η ανία; Μήπως πρέπει να δολοφονούμε τον ελεύθερο χρόνο μας, σκοτώνοντας εμάς τους ίδιους στο τέλος, λίγο – λίγο κάθε ανεπίστρεπτο λεπτό που περνά;
Ιδού, λοιπόν, η προφητεία του Τσβάιχ:
Μηχανές, μηχανές παντού. Φορτώστε τους ανθρώπους με μηχανές, από εκείνες, τις δικές μας.
Μηχανές χρονοσκοτώστρες, αφού απαγορεύεται να διαθέτουμε ελεύθερο χρόνο. Αλλά και όποιον έχουμε, πρέπει να τον σκοτώνουμε, όπως εκείνες επιθυμούν. Και οι μηχανικοί τους πίσω από εκείνες. Και οι ιδιοκτήτες τους, πίσω από τους μηχανικούς τους. Εμπρός, λοιπόν! Βουρ στην καταιγιστική ροή τους, γιούρια στο ανεξέλεγκτο σκρολάρισμα, κάθε λεπτό, κάθε δευτερόλεπτο. Κάθε δευτερόλεπτο, που εμείς σκοτώνουμε κατ’ επιταγή τους (εμείς οι ίδιοι!), μετατρέπεται σε διαφήμιση, μετοχές, χρήμα. Για εκείνους.
Μηχανές διασκεδάστριες, λες και δεν μπορούμε να διασκεδάσουμε άλλως πώς: μ’ ένα βιβλίο στο χέρι, με μια βόλτα στη θάλασσα το δειλινό. Στην παρέα των φίλων, στην αγκαλιά των οικείων μας. Με ένα επιτραπέζιο να μας ενορχηστρώνει, όπως παλιά! Θυμάστε; Οπως παλιά… Οχι: τώρα θα διασκεδάζουμε με reel, με συγκοπτόμενες εικόνες και βίντεο δευτερολέπτων, που κατρακυλούν σαν βροχή στα μάτια μας, δίχως τη δική μας βούληση, μετατρέποντάς μας από κριτικά όντα, σε κατακερματισμένες συνειδήσεις. Από έλλογα υποκείμενα, σε διαφημιστικά αντικείμενα. Δεν γελάμε πια. Απλά, χαζογελάμε, κοινοποιώντας τη βλακεία και στους υπόλοιπους, μήπως ξεφύγει κάποιος από το δόκανο της ηλιθιότητας. Αλήθεια, πού πήγε ο Τουέιν, άραγε, τότε που ψάχναμε να γελάσουμε με την καρδιά μας;
Μέσα σε δύο μόνο λέξεις, ο Τσβάιχ προφήτεψε το μέλλον μας, περιγράφοντας την ανθρώπινη συνθήκη τόσες δεκαετίες μετά. Οθόνες, οθόνες παντού, τέρμα η αδιαμεσολάβητη επικοινωνία των ανθρώπων. Μηχανές, και εμείς υποχείρια των αλγορίθμων τους. Πήγε περίπατο η ελεύθερη βούληση, τώρα θα έχουμε μόνο τύψεις.
Οι μηχανές του Τσβάιχ μάς κυνηγούν, μόνο και μόνο γιατί εμείς αφεθήκαμε να δεθούμε στο λουρί τους…