Η Αργυρώ Πουργέζη απέφυγε φέτος τα πανηγύρια του νησιού της. Γέννημα – θρέμμα Ικαριώτισσα και μέλος του Πανικάριου Συλλόγου «Αρτεμις Ταυροπόλος», θυμάται τον εαυτό της στα φημισμένα ικαριώτικα πανηγύρια από τα εφηβικά της ακόμη χρόνια. Τελευταία όμως κάτι έχει αλλάξει. «Οι μεγαλύτεροι αποφεύγουν πλέον τα πανηγύρια. Δεν διασκεδάζουν πια, δεν μπορούν να χορέψουν» λέει. Εκτοπίζονται, εξηγεί, από τους χιλιάδες νέους και νέες που επισκέπτονται κάθε καλοκαίρι το νησί.
Τις ημέρες μετά τον Δεκαπενταύγουστο φέτος αντίστοιχα παράπονα κατέκλυσαν τα κοινωνικά δίκτυα. Ο διακεκριμένος κλαρινετίστας Μάνος Αχαλινωτόπουλος επιτέθηκε μέσω του προσωπικού του λογαριασμού στο facebook στους «φασαίους» που «χορεύουν σαν ούγκανοι με αλαλαγμούς στο φεστιβάλ του Χελμού στα Καλάβρυτα κατά χιλιάδες τον Αφούση ή τον Ικαριώτικο, αδιαφορώντας για τα συρτά ή τα τσάμικα που χορεύονται εκεί». Αλλά και στα «political correct παιδιά που πάνε σε ένα χορευτικό στο Παγκράτι και όταν επιστρέφουν στο χωριό τους στη Μεσσηνία για το πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου θεωρούν λογικό να διακόψουν τον χορό στις δώδεκα τα μεσάνυχτα πάνω στο καλό κέφι σταματώντας τους ντόπιους και τα τοπικά τραγούδια για να χορέψουν το Ράικο ή το Πατρούνινο (σ.σ.: χοροί της Μακεδονίας) μεταβάλλοντας μια ολόκληρη κοινότητα συμμετεχόντων σε άπραγους τηλεθεατές».
Σε μια έμμεση απάντηση ο Κωνσταντής Παπακωνσταντίνου, μέλος του εξαιρετικά δημοφιλούς στους νέους συγκροτήματος «Γκιντίκι», αναρωτήθηκε «πού ήταν όλοι αυτοί οι “θεματοφύλακες” της δημοτικής όταν η παραδοσιακή μουσική και τα πανηγύρια ταυτίστηκαν με το delay στα πλήκτρα, τις ηλεκτρικές κιθάρες και τα ντραμς», όταν «τα περισσότερα πανηγύρια είχαν φτάσει να ακούγονται σαν σκυλάδικα». «Δεν θα αγνοήσω τη δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι μικρές κοινωνίες (χωριά και νησιά) στα πανηγύρια τους, όμως το πρόβλημα δεν έχει να κάνει με την ποιότητα του κόσμου αλλά με την ποσότητα. Είναι ένα ζήτημα γενικότερο και πολύ ευαίσθητο που δεν έχει να κάνει με τη μουσική αλλά με τον (υπερ)τουρισμό», ανέφερε.
Σε μια πιο ισορροπημένη τοποθέτηση, ο Δημήτρης Μυστακίδης διέκρινε εύστοχα τη διαφορά μεταξύ των πανηγυριών που στο πέρασμα του χρόνου παραδόθηκαν στο κιτς και αυτών που κατάφεραν να διατηρήσουν την αυθεντικότητά τους. Σήμερα, περιέγραψε, αυτά τα τελευταία έρχονται αντιμέτωπα με τους κώδικες και τις συμπεριφορές που σταδιακά εξελίχθηκαν σε ένα πολύ διαφορετικό φαινόμενο, το αστικό πανηγύρι. «Το πρόβλημα που έχει προκύψει όπως αντιλαμβάνομαι είναι τι συμβαίνει όταν οι παράγοντες των αστικών κέντρων πηγαίνουν στα πανηγύρια της επαρχίας» ανέφερε εισερχόμενος στην ουσία του ζητήματος.
Τι συμβαίνει λοιπόν όταν νέοι και νέες με ενδιαφέρον για την παράδοση αλλά πιθανώς και με μια υποσυνείδητη αίσθηση ανωτερότητας έναντι των ντόπιων, καλούνται να συνυπάρξουν με ανθρώπους για τους οποίους οι ετήσιες αυτές συνάξεις αποτελούν τελετουργία επαναβεβαίωσης της συλλογικής τους ταυτότητας;
Λέξι – κλειδί ο σεβασμός
«Τα καλοκαιρινά πανηγύρια των Κυκλάδων έχουν επανέλθει στο προσκήνιο και θεωρούνται πλέον ένας “must” προορισμός διασκέδασης» σημείωναν σε κοινό κείμενο – παρέμβαση μέσω facebook με τίτλο «προβληματισμοί για το σιφναίικο πανηγύρι» τέσσερις κάτοικοι του νησιού. Το κείμενο γνώρισε απρόσμενη απήχηση, με εκατοντάδες αντιδράσεις, κοινοποιήσεις και σχόλια. «Τα τελευταία χρόνια ο όρος “πανηγύρι” έχει γίνει της μόδας» λέει στα «ΝΕΑ» ο Γιάννης Κοντός, αντιπρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Σίφνου και εκ των συνυπογραφόντων το κείμενο. Ο ίδιος σημειώνει ότι είναι θετικό το γεγονός ότι η νεολαία στρέφεται προς την παράδοση, ώστε να τη μεταλαμπαδεύσει και στους επόμενους. Υπάρχει όμως μια παράμετρος που είναι απαραίτητη για να μην κακοφορμίσει αυτή η στροφή. «Η λέξη – κλειδί είναι ο σεβασμός» λέει ο Κοντός, σημειώνοντας ότι πολλά νέα παιδιά «φαίνεται πως έχουν ένα συγκεκριμένο πρότυπο στο μυαλό τους και με αυτό έρχονται να συμμετάσχουν». Ετσι, καταλήγουν συχνά να μη σέβονται «τον τρόπο που χορεύουμε και τραγουδάμε εμείς» καθώς και άλλα χαρακτηριστικά του σιφναίικου (και όχι μόνο) πανηγυριού, όπως τη δωρεάν προσφορά φαγητού και κρασιού από τον «πανηγυρά», τον άνθρωπο που επωμίζεται τα έξοδα της τελετής. «Δεν γίνεται να έχεις απαιτήσεις στο φαγητό, να ζητάς περισσότερη ποσότητα ή πιο παγωμένο κρασί, να ρωτάς αν είναι βίγκαν οι μεζέδες» λέει. «Ούτε να βγάζεις τα παπούτσια σου και να ανεβαίνεις στην οροφή της Εκκλησίας».
Οι συνθήκες που επικρατούν αναγκάζουν πολλούς ντόπιους να αποφεύγουν τα πολυσύχναστα πανηγύρια του καλοκαιριού, προτιμώντας τις γιορτές του χειμώνα «που είμαστε πιο μεταξύ μας», όπως χαρακτηριστικά λέει ο Γιάννης Κοντός. Και οι κάτοικοι της Σίφνου δεν είναι οι μόνοι.
Οι ντόπιοι σιγά σιγά τα εγκαταλείπουν
Αντίστοιχα προβλήματα διαπιστώνει και η Αργυρώ Πουργέζη στην Ικαρία. «Φέτος έμαθα ότι στο νησί θα γινόταν ένα “παρτιγύρι”» λέει στα «ΝΕΑ». «Οταν το είδα τρόμαξα. Γιατί για τη νεολαία θα ήταν ωραίο, αλλά αν το πανηγύρι γίνει πάρτι μόνο για τους νέους – αυτό μου λέει το “παρτιγύρι” – θα υπάρχει πρόβλημα». Οπως εξηγεί, στη διοργάνωση των παραδοσιακών πανηγυριών, που στο σύνολό τους έχουν φιλανθρωπικό χαρακτήρα, συμμετέχουν αφιλοκερδώς εκατοντάδες κάτοικοι του νησιού. «Ο πατέρας μου που είναι 87 ετών πήγε και καθάρισε αγγούρια. Ολοι προσφέρουν με το παραπάνω, ό,τι μπορεί ο καθένας, σε εθελοντική βάση. Αν αυτό αλλοιωθεί χάνεται όλο το νόημα» επισημαίνει. Ερχεται στο θέμα του σεβασμού. «Οταν σηκώνεται ένας ηλικιωμένος να χορέψει θα έπρεπε να κάνουν όλοι στην άκρη. Οι νέοι άλλωστε θα έχουν πολλές ώρες μπροστά τους για να χορεύουν. Αυτό όμως δεν συμβαίνει» εξηγεί, τονίζοντας ότι λόγω του μεγάλου πλήθους όρθιων επισκεπτών οι ντόπιοι δεν μπορούν να χορέψουν αλλά ούτε και να δουν τον χορό, με αποτέλεσμα σιγά σιγά να εγκαταλείπουν τα πολυσύχναστα καλοκαιρινά πανηγύρια.
«Εµείς σας κάνουµε το πανηγύρι»
Αντίστοιχη είναι η εικόνα και στη Νίσυρο, καθώς η κοσμοσυρροή που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια αναγκάζει τους ντόπιους είτε να αποχωρούν νωρίς από τα πανηγύρια του νησιού είτε ακόμα και να τα αποφεύγουν. «Τα πράγματα είναι λίγο ζόρικα γιατί τα παιδιά που έρχονται δεν ξέρουν τι γινόταν εδώ όταν το νησί δεν το γνώριζε κανένας» λέει ο Νίκος Καμπανής, μουσικός και κάτοικος της Νισύρου. Θυμάται ότι πριν από λίγες δεκαετίες στη γειτονική Αστυπάλαια όπου μεγάλωσε, που σήμερα αποτελεί έναν ακόμη δημοφιλή προορισμό για τον Δεκαπενταύγουστο, «στα λιγότερο γνωστά πανηγύρια συμμετείχαν 15-20 άτομα και στα πιο γνωστά 30 παιδιά και καμιά διακοσαριά ενήλικοι». Οπως εξηγεί, οι μουσικοί προσπαθούν να δώσουν κάποιες οδηγίες προς τους επισκέπτες που έχουν έρθει στο πανηγύρι, με πενιχρά όμως αποτελέσματα. Στο πρόσφατο παρελθόν μάλιστα τα πράγματα ξέφυγαν: «Σε ένα πανηγύρι το καλοκαίρι του 2022 οι μουσικοί σταμάτησαν να παίζουν επειδή γινόταν χαμός στον χορό. Πετάχτηκε τότε μια επισκέπτρια και είπε “γιατί σταματάτε; Εμείς σας κάνουμε το πανηγύρι”» περιγράφει ο Καμπανής, κάνοντας λόγο για λογική του στυλ «ο πελάτης έχει πάντα δίκιο». Η παρέμβασή της εξόργισε όσους δούλευαν στην κουζίνα για να εξυπηρετήσουν το πλήθος των επισκεπτών, με αποτέλεσμα το πανηγύρι να λήξει πρόωρα και άδοξα.
Αντιµετωπίζονται ως εµπόρευµα από τρίτους
Αν σε ορισμένα νησιά του Αιγαίου οι πιέσεις που δέχονται τα πανηγύρια καθιστούν το μέλλον τους αβέβαιο, αλλού η εμπορευματοποίηση έχει ήδη οδηγήσει στη διακοπή τους. Οπως επισημαίνει ο μυκονιάτης μουσικός Βασίλης Γρυπάρης, τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί τα περιστατικά ταξιδιωτικών γραφείων ή εταιρειών μεταφοράς τουριστών που πουλάνε τη συμμετοχή σε πανηγύρι με κόστος «ανά κεφάλι». «Λένε δηλαδή στους επισκέπτες ότι με ένα συγκεκριμένο ποσό θα σε πάμε στο πανηγύρι, θα φας δωρεάν και θα σε γυρίσουμε» εξηγεί, υπογραμμίζοντας ότι αυτή πρακτική «έχει οδηγήσει σε παρακμή και διακοπή πολύ μεγάλων πανηγυριών στο νησί, όπως της Αγίας Τριάδας στη Ρήνεια, του Σταυρού στο Μαράθι, του Αγίου Παντελεήμονα και άλλα». Και αυτό γιατί «ο κόσμος αγανακτεί βλέποντας ο κόπος και η προσφορά του να αντιμετωπίζονται ως εμπόρευμα από τρίτους».
Και ο Γρυπάρης από την πλευρά του επισημαίνει την ανάγκη για σεβασμό, τονίζοντας μεταξύ άλλων ότι «όταν πας σε ένα πανηγύρι, είτε πιστεύεις στον Θεό είτε όχι, προσέρχεσαι σε έναν χώρο λατρείας και πρέπει να φερθείς αναλόγως. Εχεις κάθε δικαίωμα να γλεντήσεις και να περάσεις όμορφα, όχι όμως με τον τρόπο που θα το έκανες σε ένα νυχτερινό κέντρο». Αλλά και στο επίπεδο της μουσικής, τονίζει, απαιτείται σεβασμός τόσο στην πρακτική της «παραγγελιάς» όσο και στο ίδιο το ρεπερτόριο της ορχήστρας, που είναι προσαρμοσμένο στον χαρακτήρα του πανηγυριού.
«Χρειάζεται ισορροπία και κανόνες»
Πιεζόμενα στις συμπληγάδες του κιτς και του εξοβελισμού των ντόπιων, τα πανηγύρια που διατήρησαν ως σήμερα την αυθεντικότητά τους μοιάζουν να κινούνται πλέον σε αχαρτογράφητα νερά. Η Αργυρώ Πουργέζη είναι απαισιόδοξη. «Προσπαθώ ως μέλος πολιτιστικού συλλόγου να σκεφτώ τρόπους ώστε το ενδιαφέρον των νέων για την παράδοση να συνδυαστεί με τη διατήρηση του παραδοσιακού χρώματος. Αλλά το βρίσκω εξαιρετικά δύσκολο» λέει.
«Χρειάζεται ισορροπία, κανόνες και σεβασμός» αναφέρει από την πλευρά του ο Νίκος Καμπανής. «Γιατί καλός είναι ο τουρίστας, αλλά παραμένει τουρίστας. Εμείς μένουμε και δουλεύουμε εδώ, εμείς βιώνουμε τον αποκλεισμό. Μόνο το καλοκαίρι μάς θυμούνται».
Πιο αισιόδοξος είναι ο Γιάννης Κοντός, τονίζοντας την ανάγκη για ενημέρωση των επισκεπτών ως προς το τι συμβαίνει στα σιφναίικα πανηγύρια. Υπογραμμίζει δε ότι είναι σημαντικό οι ντόπιοι να μη γυρίσουν την πλάτη τους στα τοπικά δρώμενα. Γιατί «αν υπάρχει ένας πυρήνας που θα καθίσει να συμμετάσχει σε ό,τι συμβαίνει, να τραγουδήσει μαζί με τα όργανα και να χορέψει, καθιστά ξεκάθαρο και στους άλλους ότι εμείς έτσι περνάμε καλά στα πανηγύρια».
«Για να αποφύγουμε την αλλοίωση και πολύ περισσότερο την εξαφάνιση των πανηγυριών πρέπει να εφαρμοστούν στην πράξη οι άγραφοι νόμοι τους» λέει από την πλευρά του ο Βασίλης Γρυπάρης. «Οσο “παλιακό” και αν ακούγεται αυτό, όταν αφορά τον προσωπικό κόπο και την προσφορά μιας χούφτας ανθρώπων, είναι το ελάχιστο που μπορεί να γίνει».