Αρκεί να δει κανείς τις πρώτες σκηνές με τα μακρινά πλάνα που εστιάζουν σε ένα απέραντο δάσος -που φαντάζει έτοιμο να καταπιεί τους ταλαίπωρους στρατιώτες, οι οποίοι νομίζουν ότι πολεμούν για την πατρίδα, αλλά στην πραγματικότητα είναι θύματα των τεράστιων επιδιώξεων και του μεγαλοϊδεατισμού των κυβερνώντων τους-, για να αντιληφθεί ότι οι πανέμορφες αυτές εικόνες του Εντβαρντ Μπέργκερ έχουν στόχο να υπερτονίσουν την απόλυτη αντίθεση με τη φρίκη του πολέμου.
Στο επίκεντρο της ιστορίας βρίσκεται ο ήρωας του βιβλίου Πάουλ Μπάουμερ, ο οποίος ενθουσιασμένος μαζί με τους συμμαθητές του από τα μηνύματα του δασκάλου τους για τη μεγάλη Γερμανία που βρίσκεται στο «κατώφλι της Ιστορίας» (όπως διαμήνυε τότε ο φιλόσοφος Μάρτιν Χάιντεγκερ), βρίσκονται από την ανέμελη σχεδόν εφηβεία στην πρώτη γραμμή του πολέμου. Από τις πρώτες κιόλας στιγμές ο σκηνοθέτης της ταινίας δείχνει να είναι σκληρά ρεαλιστικός αποκαλύπτοντάς μας όλο το εύρος της τραγωδίας μέσα από τα μάτια ενός στρατιώτη με το όνομα Χάινριχ Γκέρμπερ, ο οποίος λίγο αργότερα θα κείτεται νεκρός μαζί με τόσους συνομηλίκους του.
Στο αμέσως επόμενο πλάνο ο θεατής δεν θα δει τη μετά θάνατον δικαίωση του νεαρού Γκέρμπερ, αλλά το παλτό με το όνομά του να δίνεται στον μικρό Πάουλ, που είναι ο κεντρικός πρωταγωνιστής του έργου ενώ στην πραγματικότητα συνιστά απλώς μια μικρή λεπτομέρεια στον φαύλο κύκλο του πολέμου. Και όταν εκείνος επισημαίνει ότι το παλτό που του έδωσαν γράφει το όνομα ενός άλλου στρατιώτη, εισπράττει απλώς την αδιαφορία και τον χλευασμό.
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας «Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό μέτωπο»
Ηταν εκεί όπου οι αντίπαλες πλευρές μάχονταν για έναν ολόκληρο χρόνο στα χαρακώματα, από το 1917 έως το 1918, κατά τη διάρκεια του οποίου θρήνησαν τα περισσότερα θύματα στην Ιστορία μόνο και μόνο για να καλύψουν μερικά εκατοστά γης, αφού δεν υπήρξαν σημαντικές εδαφικές προσκτήσεις. Μόνο στη Μάχη του Βερντέν υπήρξαν πάνω από 700.000 θύματα, στη Μάχη του Σομ πάνω από ένα εκατομμύριο και στην Τρίτη Μάχη της Υπρ περίπου μισό εκατομμύριο (487.000)! Στο Δυτικό Μέτωπο επίσης χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά τανκς, αεροσκάφη και τα τρομερά αέρια που εξόντωσαν μαζικά τους στρατιώτες.
Η απίστευτη ιστορία του βιβλίου
Ολα αυτά τα βλέπουμε με κάθε λεπτομέρεια στη σύγχρονη εκδοχή του Netflix που στόχο έχει να δείξει τον παραλογισμό του πολέμου και τη μαζική θυσία εκατομμύρια ψυχών σε μάχες που τελικά δεν είχαν ουσιαστικούς νικητές και χαμένους παρά μόνο φρίκη και αίμα. Ο πρωταγωνιστής της ταινίας, ο Πάουλ, δεν είναι παρά το alter ego του ίδιου του Ρεμάρκ, ο οποίος μετέφερε σε βιβλίο τις δραματικές εμπειρίες του από το μέτωπο της Φλάνδρας, όπου βρέθηκε το 1917 πολεμώντας, μάλιστα, μαζί με τον Χίτλερ και τραυματίστηκε και ο ίδιος σοβαρά. Είχε, όμως, το σθένος αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου να γράψει τα απομνημονεύματά του με ιδιαίτερη έμφαση στον παραλογισμό του γερμανικού μεγαλοϊδεατισμού, κάτι που έκανε το βιβλίο του μισητό και απαγορευμένο για το μετέπειτα κυρίαρχο ναζιστικό καθεστώς.
Το βιβλίο έγινε αμέσως πρώτο σε πωλήσεις και μέχρι σήμερα έχει πουλήσει πάνω από 40 εκατομμύρια αντίτυπα, ενώ θεωρείται ένα από τα πιο αναγνωρισμένα όλων των εποχών. Πολλοί βετεράνοι του πολέμου αναγνώριζαν στις σελίδες του τον εαυτό τους, αν και οι Γερμανοί εθνοπατριώτες που είχαν αρχίσει ήδη να συνασπίζονται γύρω από τον Χίτλερ έβλεπαν στο πρόσωπο του Ρεμάρκ τον απόλυτο εχθρό: έναν δυναμικό φιλειρηνιστή και, όπως τον κατηγόρησαν αργότερα, υπεύθυνο για αντιπολεμική προπαγάνδα.
Ωστόσο, η δημοφιλία του Ρεμάρκ ίσως να μην ήταν τόσο μεγάλη αν το βιβλίο δεν γυριζόταν σχεδόν αμέσως ταινία από τη Universal αποσπώντας μάλιστα και Οσκαρ καλύτερης ταινίας, ενώ ήταν από τις πρώτες ομιλούσες ταινίες στην ιστορία του σινεμά. Στην ταινία, όπως και στο βιβλίο, δινόταν έμφαση στα αντιπολεμικά μηνύματα που ήθελαν τους Γερμανούς στρατιώτες να μην είχαν τίποτα τελικά να μοιράσουν με τους Γάλλους και ότι πολεμούσαν ακριβώς επειδή υπάκουαν σε εντολές, ανυποψίαστοι από τα παιχνίδια που παίζονταν εις βάρος τους.
Αν η σύγχρονη γερμανική εκδοχή του Netflix θέλει τον πρωταγωνιστή Πάουλ σε μία από τις τελευταίες σκηνές να ανταλλάσσει βλέμματα συμπάθειας με τον συνομήλικό του Γάλλο ξέροντας, ωστόσο, ότι μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ένας από τους δύο θα πέσει νεκρός, στην εκδοχή του βιβλίου ο Πάουλ διαπερνά με το μαχαίρι του το στήθος ενός Γάλλου και όταν τον βλέπει να αργοπεθαίνει, ομολογεί: «Αν πετάγαμε αυτά τα τουφέκια και αυτή τη στολή θα μπορούσες να είσαι αδελφός μου». Στην ταινία η αντίστοιχη σκηνή είναι πολύ πιο σπαρακτική και δείχνει όλο το εύρος των αντιφατικών συναισθημάτων.
Στην πραγματικότητα ούτε ο συγγραφέας του βιβλίου Εριχ Μαρία Ρεμάρκ, ούτε ο σκηνοθέτης της εκδοχής από τη μακρινή δεκαετία του ’30, Λιούις Μάιλστοουν, μπορούσαν να φανταστούν ότι η ταινία θα χαρακτηριζόταν μία από τις πιο προφητικές που έχουν γυριστεί ποτέ. Ούτε μπορούσε καν να περάσει από το μυαλό του σκηνοθέτη ότι οι στίχοι του Ομήρου στις πρώτες σκηνές «Ανδρα μοι έννεπε, μούσα, πολύτροπον, ος μάλα πολλά» θα μετατρεπόταν στο αγαπημένο αρχαιοπρεπές σημείο αναφοράς για το προπαγανδιστικό μέρος της καμπάνιας των ναζί αρκετά χρόνια αργότερα.
Στρατιώτες στη σφαγή
Τα ίδια ξανθιά αγόρια με τα μπλε μάτια που βάδιζαν αμέριμνα προς τη σφαγή, σύμφωνα με την ταινία, θα γίνονταν τα αγόρια που θα μάχονταν για τις επεκτατικές βλέψεις του Φίρερ. Και δυστυχώς όλα όσα περιγράφονται στο βιβλίο για τις διαρκείς ασκήσεις προπαγάνδας εκ μέρους του μιλιταριστικού γερμανικού κράτους δεν άργησαν να γίνουν πραγματικότητα: η σκηνή που ακόμα και στη σύγχρονη εκδοχή του Netflix δείχνει τον Ματίας Ερτσμπέργκερ, επικεφαλής της γερμανικής αντιπροσωπείας που θα υπέγραφε τη συμφωνία της ανακωχής στο δάσος της Κομπιένης (στην ταινία του Netflix τον υποδύεται ο διάσημος ηθοποιός Ντάνιελ Μπρουλ, που τον ξέρουμε από ταινίες του Χόλιγουντ), να προειδοποιεί τον Γάλλο στρατάρχη Φερντινάν Φος για τους ταπεινωτικούς όρους της συμφωνίας που θα προκαλούσαν την οργή των Γερμανών είναι άκρως προφητική γι’ αυτό που θα ακολουθήσει.
Σε αυτή τη συγκλονιστική σκηνή του βιβλίου και στις δύο κινηματογραφικές εκδοχές ο μετριοπαθής Ματίας Ερτσμπέργκερ, ένας από τους πρωτεργάτες της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, είχε προβλέψει ότι η ταπεινωτική συμφωνία θα οδηγήσει σε αναταραχή στη Γερμανία, κάτι που έγινε, με τον ίδιο να μπαίνει πρώτος στο στόχαστρο από τους εθνικιστές. Αφού θεωρήθηκε υπεύθυνος για τη συμφωνία, ο φιλήσυχος πολιτικός έγινε ο απόλυτος εχθρός για τον Χίτλερ που τον αποκάλεσε «Εγκληματία του Νοέμβρη», όπως αντίστοιχα υπεύθυνους για προδοσία θεώρησε ανθρώπους όπως ο Ρεμάρκ που έδειξαν να ασπάζονται μια τέτοια απόφαση.
Παρότι τότε κανείς εχέφρων άνθρωπος δεν μπορούσε να συλλάβει τον λόγο που εστάλησαν τόσα εκατομμύρια νέοι στη σφαγή, υπήρχαν πολλοί αιμοβόροι στρατηγοί που επέμεναν ότι ο πόλεμος δεν έπρεπε να έχει λάβει τέλος με τη συμφωνία ειρήνης. «Το μεγαλύτερο ομαδικό έγκλημα στην Ιστορία», όπως το είχε αποκαλέσει ο Ρεμάρκ, έπρεπε, ωστόσο, να συνεχιστεί για κάποιους μιλιταριστές όπως ο στρατηγός Φρίντριχ, ο οποίος αποφασίζει πίνοντας το κόκκινο κρασί του να πάει κόντρα στην απόφαση και τη συμφωνία του Ερτσμπέργκερ «που ξεπουλάει την πατρίδα μας».
Για την ακρίβεια, στην ταινία τον βλέπουμε -κάτι που έγινε και στην πραγματικότητα- να στέλνει στο πεδίο της μάχης τούς ήδη αποκαμωμένους στρατιώτες του ξέροντας ότι θα τους θυσιάσει πυροβολώντας επί τόπου όλους όσοι αρνήθηκαν να υπακούσουν στις εντολές γνωρίζοντας για τη συμφωνία. Δεκαπέντε μόλις λεπτά πριν από την επίσημη ισχύ της ανακωχής έπεφταν νεκροί όσοι είχαν καταφέρει από θαύμα να μείνουν ζωντανοί γλιτώνοντας από τις σφαίρες των εχθρών, την κακουχία και την πείνα. Για ένα καπρίτσιο, ο στρατηγός είχε αποφασίσει να θυσιάσει μέσα σε ένα τέταρτο της ώρας σχεδόν όλους τους στρατιώτες που είχαν απομείνει ζωντανοί!
Από αυτά τα παράξενα παιχνίδια της Ιστορίας που περιγράφονται ανάγλυφα στο βιβλίο και την ταινία δεν γλίτωσε ούτε ο ίδιος ο συγγραφέας, ο οποίος μπορεί να κατάφερε να επιβιώσει και να ξεφύγει αρχικά στην Ελβετία και αργότερα στην Αμερική, αλλά όχι η οικογένειά του. Ωστόσο, μέχρι να γίνει αντικείμενο μίσους από τους ναζί, είχε προλάβει να κερδίσει μεγάλη φήμη στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Θεωρούμενος ένας από τους πιο αναγνωρισμένους συγγραφείς στον κόσμο, είχε αμέτρητους φαν και διάσημες κατακτήσεις. Για τα μάτια της ερωμένης του Μάρλεν Ντίτριχ είχε χωρίσει την πρώτη γυναίκα του, για να ξαναβρεθεί, όμως, μαζί της και να την ξαναπαντρευτεί το 1938.
Ο ηθοποιός Ντάνιελ Μπριλ εξηγεί γιατί ήθελε να συμμετάσχει στην ταινία
Ολη τη δεκαετία του ’30 θα κυνηγηθεί ανελέητα από το ναζιστικό καθεστώς, που θα καίει δημόσια τα βιβλία του και θα τον αναγκάσει να βρει καταφύγιο στην Ελβετία. Λίγο πριν την έλευση της νέας αιματηρής δεκαετίας και για να γλιτώσει τα χειρότερα θα μεταβεί στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου θα γνωρίσει και θα ερωτευτεί τη σύζυγο του Τσάρλι Τσάπλιν, Πολέτ Γκοντάρ. Ο αρχικά παράνομος έρωτάς τους θα γίνει δεσμός που θα οδηγήσει σε γάμο το 1957. Αλλά σε αντίθεση με αυτή την περιπετειώδη ζωή, που συνοδευόταν από θρυλικά πάρτυ και ερωτικές ατασθαλίες, η οικογένεια του Ρεμάρκ που θα έμενε πίσω θα πλήρωνε ακριβά το τίμημα, με αποκορύφωμα τον αποκεφαλισμό της αδελφής του από τους ναζί.
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας «Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό μέτωπο» του 1930
Ο θάνατός της ήταν μάλιστα απόφαση ενός αυτοσχέδιου λαϊκού δικαστηρίου όπου ο πρόεδρος Ρόναλντ Φράισλερ είχε πει: «Ο αδελφός σας είναι δυστυχώς μακριά μας, εσείς όμως δεν θα μας ξεφύγετε!». Συγκλονισμένος μετά τη δολοφονία της αδελφής του, ο συγγραφέας έμεινε μακριά από το προσκήνιο και τελικά επέστρεψε στην Ευρώπη μετά τον πόλεμο για να αφήσει την τελευταία του πνοή σε σανατόριο στο Λοκάρνο της Ελβετίας το 1970, σε ηλικία 72 ετών. Εγραψε και άλλα βιβλία όπως «Η Νύχτα της Λισσαβώνας» (μτφ. Γιάννης Κελλόγλου, εκδόσεις Ηλέκτρα) και δύο άλλα μυθιστορήματα που εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του.
Η σύγχρονη εκδοχή του Μπέργκερ
Παρότι έχουν μεσολαβήσει αρκετές δεκαετίες από τότε που γράφτηκε το βιβλίο και γυρίστηκε η πρώτη ταινία, η σύγχρονη εκδοχή του Netflix είναι πολύ κοντά στο αντιπολεμικό περιεχόμενο και τα υψηλά μηνύματα του βιβλίου. Καταγράφει με τον πιο εναργή τρόπο, μέσα από εντυπωσιακά μονοπλάνα και μαγικά μακρινά, τη μοναξιά των στρατιωτών στα χαρακώματα, τα δευτερόλεπτα που μοιάζουν με αιώνες μέσα στα μπούνκερ και το στενό όριο ανάμεσα στη στιγμή που οι νέοι στρατιώτες έκαναν όνειρα για γυναικείες αγκαλιές και λίγο αργότερα βρίσκονταν νεκροί μέσα στις λάσπες (αυτή η αντίθεση διαπερνά κάθε πλάνο της ταινίας). Ενα όμορφο, ποτισμένο σε γυναικείο άρωμα μαντίλι που χαρίζει μια Γαλλίδα σε έναν από τους Γερμανούς στρατιώτες, δηλαδή σε έναν αντίπαλό της, είναι αυτό που ανταλλάσσει ο εκάστοτε επιζών με τον επόμενο σαν μια σφραγίδα για τη ζωή που δεν πρόλαβαν να ζήσουν.
Δείτε το βίντεο: Η τελευταία σκηνή στην τηλεταινία του 1979 η οποία είναι τελειώς διαφορετική με την αντίστοιχη της ταινίας του 2022
Σημαντικό είναι ότι ο σκηνοθέτης της σύγχρονης εκδοχής του «Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο» στο Netflix, ο Εντβαρντ Μπέργκερ, έχει απόλυτη γνώση των γεγονότων που ακολούθησαν το ηρωικό, αντιπολεμικό έπος του Ρεμάρκ και γι’ αυτό ακριβώς φαίνεται να έχει αλλάξει συγκεκριμένες σκηνές που δεν περιλαμβάνονται στο βιβλίο – κυρίως το τέλος, όπου δεν χαρίζει τη ζωή στον ήρωά του, ίσως γιατί δεν θα μπορούσε, εκ των πραγμάτων, να πετύχει αυτό που περιγράφει ο συγγραφέας στο βιβλίο, δηλαδή μια ήσυχη ζωή στη σύνταξη αφού ακολούθησε ο Β’ Παγκόσμιος. Οπως είχε πει και ο ίδιος Μπέργκερ σε συνέντευξή του: «Τα πάντα στην ταινία είναι εμποτισμένα με τις γνώσεις μου για τους ναζί και για ό,τι ξέρουμε ότι θα ακολουθήσει».
Παίρνοντας μαθήματα από την Ιστορία και βλέποντας τη σημερινή άνοδο του φασισμού στην Ευρώπη δείχνει, κατά κάποιον τρόπο, να προειδοποιεί, αφού όπως έχει πει ρητά: «Η Ιταλία έχει εκλέξει μια πρωθυπουργό που έχει τη σημαία του Μουσολίνι στο γραφείο της, ενώ η Ουγγαρία φιμώνει τον Τύπο. Και μην ξεχνάτε ότι προέρχομαι από ένα έθνος που ενέδωσε στις πιο καταστροφικές του τάσεις δύο φορές τον περασμένο αιώνα». Αλλά αυτό που κυρίως δείχνει η ταινία του Μπέργκερ και περιγράφει το βιβλίο του Ρεμάρκ είναι η τρέλα του αναίτιου θανάτου και της θυσίας εκατομμυρίων νέων στον βωμό των εθνικισμών και των φανατισμών.
Οπως λέει ο Πάουλ: «Είμαι νέος. Είμαι 20 χρονών. Μα από τη ζωή μονάχα την απελπισία έχω γνωρίσει, αυτή την αγωνία, τον θάνατο και το πιο επιπόλαιο, το πιο παράλογο αλυσόδεμα της ζωής σε μια άβυσσο πόνου. Βλέπω να σπρώχνονται οι λαοί, να χτυπούν ο ένας τον άλλον και να σκοτώνονται δίχως να λένε τίποτα, δίχως να ξέρουν τίποτα, με τρέλα, πειθήνια κι αθώα».