Την επείγουσα ανάγκη να αποσταλεί από τη Δύση στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία επισήμανε τη νύχτα ο Βολοντιμίρ Ζελένσκι, παραδεχόμενος ότι η κατάσταση στο μέτωπο των μαχών στο Λουχάνσκ είναι «πολύ δύσκολη», αφού οι ρωσικές επιθέσεις γίνονται πιο μαζικές και σκληρές.
Λίγες ώρες αφότου έγινε γνωστό ότι οι ρωσικές δυνάμεις έχουν τον έλεγχο σχεδόν όλου του Σεβεροντονέτσκ και ότι σφυροκόπησαν το Χάρκοβο, ο Ουκρανός πρόεδρος τόνισε ότι «οι κατακτητές ασκούν ισχυρές πιέσεις» στα ανατολικά της χώρας. Νωρίς το πρωί της Τετάρτης ο ρωσικός στρατός κινήθηκε για να περικυκλώσει τη Ζολότε και τη Χίρσκε, δύο πόλεις νοτίως του Σεβεροντονέτσκ, αποκόπτοντας τις ουκρανικές δυνάμεις που υπερασπίζονται την περιοχή.
Ο Ζελένσκι ζήτησε παράλληλα από την Ευρωπαϊκή Ένωση να επιβάλει το συντομότερο νέο πακέτο (το έβδομο) κυρώσεων στη Ρωσία, ώστε να νιώσει η Μόσχα «αύξηση της πίεσης επειδή εισέβαλε στην Ουκρανία».
Ωστόσο το θέμα με την Ευρώπη είναι ότι διαπιστώνεται σε αυτή τη φάση πως οι κυρώσεις, ειδικά στον ενεργειακό τομέα δεν έχουν επηρεάσει ακόμα τη ρωσική οικονομία, αν και θεωρούνται βέβαιες οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις αυτής της πολιτικής.
Μάλιστα, η διέξοδος που έχει βρει η Μόσχα για τις εξαγωγές πετρελαίου σε Κίνα και Ινδία έχουν αυξήσει τα έσοδά της σε σχέση με πέρσι απομακρύνοντας την προσδοκώμενη από τη Δύση κατάρρευση της ρωσικής οικονομίας. Δεν είναι ίσως τυχαίο το γεγονός ότι το βράδυ της Τρίτης έγινε γνωστό από το Λευκό Οίκο ότι ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν θα έχει νέα συνομιλία με τον Κινέζο ομόλογό του Σι Τζινπίνγκ – την πέμπτη από τότε που ανέλαβε τα ηνία των ΗΠΑ. Ούτε είναι μάλλον άσχετη με όλο αυτό το νέο παζλ συμμαχιών και αναδιάταξης του ενεργειακού παζλ και η είδηση ότι ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας Σεργκέι Λαβρόφ μεταβαίνει σήμερα Τετάρτη στο Ιράν, πιθανόν για να δώσει συνέχεια στις συζητήσεις των δύο χωρών για ανταλλαγή προμηθειών πετρελαίου και φυσικού αερίου, αλλά και τη δημιουργία ενός διαμετακομιστικού κόμβου, όπως έχει ειπωθεί.
Όλες αυτές οι κινήσεις αποκτούν ιδιαίτερη σημασία, αφού την ίδια ώρα το Κρεμλίνο αποφασίζει να μειώσει τις παραδόσεις φυσικού αερίου στην Ευρώπη, μία κίνηση που έχει προκαλέσει την οργή του Βερολίνου και άλλων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Την περασμένη εβδομάδα η Gazprom μείωσε τις παραδόσεις αυτές κατά 40% και μάλιστα λίγο αργότερα ακόμα κατά 33%, επικαλούμενη τεχνικό πρόβλημα στον αγωγό.
«Η μείωση παραδόσεων φυσικού αερίου μέσω του Nord Stream αποτελεί επίθεση εναντίον μας και στοχεύει στο να σπείρει χάος στην ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας, ο Πούτιν θέλει να δημιουργήσει στον κόσμο τον φόβο μιας νέας φτώχειας, αλλά δεν θα το πετύχει» δήλωσε την Τρίτη ο Γερμανός υπουργός Ενέργειας, Οικονομίας και Κλίματος Ρόμπερτ Χάιμπεκ. Εξήγησε δε ότι «οι δεξαμενές φυσικού αερίου είναι γεμάτες μόνο κατά 60% και αν μπούμε στον χειμώνα με μισογεμάτες δεξαμενές και με κλειστή κάνουλα του ρωσικού φυσικού αερίου, τότε μιλάμε για μια σοβαρή οικονομική κρίση στη Γερμανία».
Σε ένα μάλλον δραματικό μήνυμά του ο Χάιμπεκ παραδέχθηκε ότι η κατάσταση τον ερχόμενο χειμώνα μπορεί να είναι χειρότερη από την πανδημία, ενώ έδειξε επιφυλακτικός με την ιδέα των Γερμανών βιομηχάνων για επιστροφή τον άνθρακα, επιμένοντας ότι βασικός στόχος είναι η μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Πάντως την περασμένη εβδομάδα και υπό την πίεση από τις μειώσεις παράδοσης ρωσικού αερίου, το Βερολίνο ανακοίνωσε ότι θα αυξηθεί έως το 2024 η χρήση των σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με καύση άνθρακα!
Εμφανώς προβληματισμένος από την τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα και βλέποντας τη γερμανική βιομηχανία να κινδυνεύει με πλήγμα, ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς επέμεινε ότι οι κυρώσεις που έχουν επιβληθεί στη Ρωσία είναι σωστές και ότι οι επιπτώσεις τους στην ευρωπαϊκή οικονομία είναι το τίμημα της ελευθερίας, που «είμαστε έτοιμοι να πληρώσουμε», όπως είπε. «Οι κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας μας βλάπτουν, βλάπτουν τις εταιρείες μας. Αλλά είναι σωστές» σημείωσε χαρακτηριστικά.
Αλλά και ο Ιταλός πρωθυπουργός Μάριο Ντράγκι δήλωσε ότι είναι επείγον να επιβληθεί πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου μετά τις περικοπές, στις οποίες προχώρησε και προχωρά η Ρωσία, αποδεχόμενος ότι οι δυσκολίες πλέον είναι μεγάλες για την Ευρώπη.
Το μέτρο με το πλαφόν συζητείται ήδη έντονα στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης με χώρες, όπως η Ιταλία, Ισπανία, η Ελλάδα, και η Πορτογαλία να το έχουν υποστηρίξει ένθερμα, αλλά χωρίς ακόμα να έχει επιτευχθεί μία συμφωνία. Και τούτο διότι άλλα κράτη, μεταξύ των οποίων κυρίως η Γερμανία και η Ολλανδία απορρίπτουν μια τέτοια παρέμβαση στην ελεύθερη αγορά.
Η ανησυχία στην Ευρώπη πηγάζει από το γεγονός ότι εξαιτίας κυρίως των αυξήσεων στην ενέργεια, ο πληθωρισμός κινείται στα κόκκινα και ασκεί τεράστιες πιέσεις σε μεγάλες οικονομίες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται και για τους πολίτες.
Σύμφωνα μάλιστα με μία δραματική έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που δόθηκε την Τρίτη στη δημοσιότητα οι αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων θα συνεχιστούν για τουλάχιστον έναν ολόκληρο χρόνο ακόμα! Είτε λόγω της αναταραχής στον ενεργειακό τομέα, είτε λόγω των προβλημάτων στην εφοδιαστική αλυσίδα, που προκαλεί ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Η έκθεση περιλαμβάνει την εκτίμηση περί ανόδου της τάξης του 40% και άνω, στις τιμές χονδρικής των τροφίμων, κάτι που θα επηρεάσει και τις τελικές τιμές τους στα ράφια.