Χαμηλή παραμένει η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα σε σχέση με την Ευρώπη, όπως διαπιστώνει η ετήσια έκθεση του Ελληνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας, το οποίο λειτουργεί στο πλαίσιο του ΚΕΠΕ, αναδεικνύοντας μια χρόνια αδυναμία της ελληνικής οικονομίας.
Αντίθετα, όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής αυξήθηκε τα τελευταία τέσσερα χρόνια με τριπλάσιο ρυθμό από την αντίστοιχη ευρωπαϊκή και επανήλθε στον μέσο όρο της τελευταίας.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης, η ελληνική παραγωγικότητα της εργασίας σε απασχολουμένους είναι περίπου στο 61% του μέσου όρου της Ε.Ε. και στο 55% του μέσου όρου της Ευρωζώνης των «19». Αντίστοιχα, η ελληνική παραγωγικότητα σε ώρες εργασίας είναι περίπου στο 49% του μέσου όρου της Ε.Ε.-27 και στο 43% του μέσου όρου της Ευρωζώνης.
Οπως εξηγεί, μιλώντας στην «Κ» ο πρόεδρος του ΚΕΠΕ, καθηγητής Παναγιώτης Λιαργκόβας, οι χαμηλές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας σε ό,τι αφορά την παραγωγικότητα της εργασίας οφείλονται κυρίως στη μη αξιοποίηση της τεχνολογίας στην εργασία, καθώς και στη μη επίτευξη οικονομιών κλίμακας.
Σε συνδυασμό με το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας, που αναμένεται να γίνει οξύτερο με την πάροδο του χρόνου, η χαμηλή παραγωγικότητα είναι σοβαρός ανασταλτικός παράγοντας για την ανάπτυξη της οικονομίας. «Οι μεταρρυθμίσεις είναι το κλειδί», τονίζει σχετικά με το δέον γενέσθαι.
Σχετικά η έκθεση σημειώνει: «Καθοριστικής σημασίας για την υλοποίηση της αναμενόμενης αναπτυξιακής δυναμικής της ελληνικής οικονομίας είναι αφενός η αύξηση της χρησιμοποίησης του εργατικού δυναμικού, που αποτελεί παράγοντα-κλειδί, λαμβάνοντας υπόψη τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες δυσμενείς επιπτώσεις της γήρανσης του πληθυσμού, και αφετέρου η σημαντική αύξηση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου, ιδίως στον επιχειρηματικό τομέα και στον τομέα υψηλής τεχνολογίας της οικονομίας».
Ενδιαφέρον έχει και το σχόλιο της έκθεσης για το Ταμείο Ανάκαμψης, το οποίο ναι μεν θα οδηγήσει σε αύξηση του ΑΕΠ κατά 13,7 δισ. ευρώ ή 8,3% και της απασχόλησης κατά 400.000 θέσεις εργασίας ή 10,5% σε σύγκριση με το 2020, ωστόσο «ενδέχεται να μην είναι πλήρως εναρμονισμένο με τους μακροπρόθεσμους στρατηγικούς στόχους της Ελλάδας λόγω της υπερβολικής εξάρτησής του από συγκεκριμένους τομείς, κυρίως τις κατασκευές, οι οποίοι δεν μπορούν να υποστηρίξουν επαρκώς τους ευρύτερους στόχους μιας δίκαιης ανάπτυξης, μείωσης της εξάρτησης από εισαγωγές και περιορισμών των εκπομπών CO2».
Η έκθεση δίνει έμφαση στην ανάγκη να επιταχυνθεί ο ψηφιακός μετασχηματισμός των επιχειρήσεων, αλλά και να εξετασθεί ένα φάσμα πολιτικών για τη μείωση των ανισοτήτων που θα συμβαδίζει με την αύξηση της παραγωγικότητας.
Πάντως, σύμφωνα με τους συντάκτες της έκθεσης, «η Ελλάδα είναι σήμερα προετοιμασμένη όχι μόνο για ανάπτυξη, αλλά ενδεχομένως και για απογείωση, υπό την προϋπόθεση ότι θα έρθουν οι επενδύσεις, μετά από μία δεκαετία και πλέον κρίσης και βραδείας ανάπτυξης».