Για να είμαι ειλικρινής έχω μείνει λίγο με ανοιχτό το στόμα. Ξαφνικά με αφορμή τον Δημόσιο διάλογο που αναπτύχθηκε για την κατεδάφιση ή μη του κτηρίου του ΟΛΠΑ στην παραλιακή ζώνη, άρχισε παράλληλα ένας διάλογος (κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης) για τον ρόλο της αρχιτεκτονικής και τα όρια αυτής σε σχέση με αυτά των πολιτικών μηχανικών τον οποίο δεν τον περίμενα. Πίστευα ότι ανήκει σε προηγούμενες δεκαετίες.
Οπότε ζητώ συγνώμη για το σεντόνι αλλά θα προσπαθήσω να αιτιολογήσω την τοποθέτησή μου την Παρασκευή το βράδυ στο ΤΕΕ όπου συνοπτικά ανέφερα ότι το θέμα-πρόβλημα που έχουμε μπροστά μας είναι η πολιτική λειτουργία της Δημοτικής αρχής αποκλειστικά και τίποτα άλλο.
Προσωπικά ως Πολιτικός Μηχανικός – Συγκοινωνιολόγος στα 38 χρόνια της επαγγελματικής μου διαδρομής έχω στο βιογραφικό μου αρκετές δεκάδες πλέον μελέτες στην Ελλάδα και στο Εξωτερικό Πολεοδομικές – Συγκοινωνιακές οι οποίες εκπονήθηκαν από ομάδες που συμμετείχαν κατά κύριο λόγο Αρχιτέκτονες, Πολιτικοί αλλά και Οικονομολόγοι, Κοινωνιολόγοι, Γεωπόνοι, Γεωλόγοι κλπ. Με βάση την εμπειρία μου ο αυστηρός καθορισμός ορίων μεταξύ των ειδικοτήτων για μένα είναι θολός. Υπάρχει μία περιοχή η οποία οι ειδικότητες αλληλεπικαλύπτονται και δεν μπορεί κανείς να ορίσει τον «ειδικό» σε αυτές τις περιοχές. Όπου ακούω αυστηρά όρια καταλαβαίνω ότι αυτό περισσότερο οφείλεται σε κοινωνικά κυρίως κατάλοιπα αλλά και σε αντιδικίες συνδικαλιστικού χαρακτήρα.
Τις δεκαετίες 50,60 η Ελλάδα διαλυμένη από τον εμφύλιο έχοντας να στεγάζει εκατομμύρια ανθρώπους επιλέγει την μαζική και γρήγορη ανοικοδόμηση με βάση το μπετόν αγνοώντας τελείως τον σχεδιασμό του Δημόσιου Χώρου. Το ίδιο σε ελάχιστα μικρότερο βαθμό συνεχίστηκε και την δεκαετία του 70.Απλώς εκεί προς το τέλος αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε το τι είχαμε κάνει. Ήταν για 30 χρόνια η κυριαρχία των Πολικών Μηχανικών με τα κτήρια κουτιά που διαμόρφωσαν την αισθητική των μεγάλων πόλεων της χώρας. Προφανώς θέματα όπως αισθητική και λειτουργικότητα ή ασφάλεια του Δημοσίου χώρου απλώς είχαν εξαφανιστεί από το τραπέζι. Και αυτό δεν αφορά μόνο τους αρχιτέκτονες αλλά και τους Συγκοινωνιολόγους και πλήθος άλλων ειδικοτήτων. Όλα αυτά καθοριζόντουσαν από επιλογές των Πολιτικών με κριτήριο αυτό μου αρέσει αυτό θα κάνουμε.
Η Ελληνική Αρχιτεκτονική περιοριζόταν σχεδόν αποκλειστικά στα Δημόσια κτήρια. Στις ιδιωτικές κατασκευές υπάρχουν μετρημένες στα δάκτυλα παρεμβάσεις. Η ειδικότητα του αρχιτέκτονα στην συνείδηση του Έλληνα ήταν κάτι μεταξύ Ζωγράφου και Διακοσμητή. Μιλάμε για πλήρη διαστρέβλωση.
Θέλω να τονίζω εδώ ότι το αποτέλεσμα του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού είναι ο καθοριστικός παράγοντας για τον Δημόσιο Χώρο ανεξάρτητα αν η επέμβαση γίνεται σε ένα μεμονωμένο Δημόσιο ή Ιδιωτικό κτήριο ή σε μία γειτονιά ή σε ολόκληρη πόλη.
Χρειάστηκε να οριστεί ένας Αρχιτέκτονας με διδακτορικό στην Χωροταξία – Πολεοδομία (Αντώνης Τρίτσης) για να μπορέσει η χώρα να αποκτήσει ένα θεσμικό πλαίσιο για την πολεοδομική ανασυγκρότηση και ανάπτυξη της Ελλάδας και αυτό την δεκαετία του 80.
Εκεί ζούμε έναν άλλο παραλογισμό. Οι Αρχιτέκτονες (προφανώς για να οριοθετήσουν τα επαγγελματικά του δικαιώματα) θεωρούν τον σχεδιασμό του Δημόσιου Χώρου σε όλα του τα επίπεδα αποκλειστική τους αρμοδιότητα. Εκπονούνται τα πρώτα ΓΠΣ και έπρεπε να φτάσουμε το 2000 βλέποντας τα αποτελέσματα αυτού του μονόφθαλμου σχεδιασμού για να γίνει κατανοητό ότι αυτά τα θέματα αποτελούν θέματα που εμπλέκονται πλήθος ειδικοτήτων και κυρίως αποτελούν θέματα που ο Δημόσιος διάλογος αποτελεί τον δεύτερο καθοριστικό παράγοντα για τον Δημόσιο Χώρο.
Όλα αυτά βέβαια είχαν σοβαρότατες επιπτώσεις στους πολίτες. Στην Ελλάδα ο Δημόσιος χώρος δεν υπάρχει. Είμαστε η χώρα που καθαρίζουμε με μανία το εσωτερικό του σπιτιού μας και ταυτόχρονα δεν έχουμε κανένα πρόβλημα να πετάμε σακούλες από το παράθυρο του αυτοκινήτου μας. Τον δημόσιο χώρο τον αντιλαμβανόμαστε ως χώρο που μας ανήκει οπότε του συμπεριφερόμαστε όπως γουστάρουμε. Ότι το ανήκει σε όλους σημαίνει ότι δεν ανήκει σε κανένα αλλά απλώς μπορούμε να τον χρησιμοποιήσουμε δεν υπάρχει για εμάς. Ότι αν θέλουμε να βάψουμε το σπίτι μας έντονο ροζ επειδή έτσι μας αρέσει χωρίς να περάσει καν από το μυαλό μας τι επίπτωση έχει αυτό στον Δημόσιο χώρο μας είναι παντελώς άγνωστο. Η απουσία Δημοσίου διαλόγου μας έχει οδηγήσει στο γεγονός να μαζεύεται μία ομάδα κοινών συμφερόντων στο Δημοτικό Συμβούλιο να φωνάζει και να θεωρεί ότι από την στιγμή που δεν γίνονται δεκτά τα όποια αιτήματα τότε τα πάντα είναι για πέταμα.
Μετά από αυτή την εκτενή εισαγωγή έρχομαι στο θέμα του κτηρίου του ΟΛΠΑ. Δεδομένα:
Αρχιτέκτονες μέσω συλλόγων τους και δύο Αρχιτεκτονικών σχολών (Πάτρας και ΕΜΠ) λένε ότι το κτήριο έχει σοβαρότατη αρχιτεκτονική αξία και πρέπει να κάνουμε προσπάθεια να διατηρηθεί. Τελεία. Δεν υπάρχει εδώ το μου αρέσει δεν μου αρέσει.
Διάγνωση από πολιτικούς μηχανικούς. Το κτήριο έχει σοβαρότατες ζημιές από σεισμό αλλά και από τα χρόνια εγκατάλειψης του. Είναι επικίνδυνο. Επίσης τελεία. Δεν είναι δυνατόν να το αμφισβητήσει κανείς.
Μπορεί να επισκευαστεί: Άγνωστο
Τυχόν δυνατότητα επισκευής και ανάπλασής του πόσο κοστίζει: Άγνωστο.
Άρα?
Και έρχεται εδώ η Δημοτική αρχή και μας επαναφέρει στην δεκαετία του 70. Πενήντα χρόνια πριν. Ο Δημόσιος Χώρος καθορίζεται αποκλειστικά από πολιτικές επιλογές. Οπότε Πολιτική επιλογή. Δεν μου αρέσει είναι επικίνδυνο οπότε παίρνω απόφαση να το κατεδαφίσω.
Ακριβώς αυτό είναι το θέμα και το πρόβλημα. Σε αυτό ακριβώς το σημείο εστίασα στην τοποθέτηση μου στο ΤΕΕ την Παρασκευή το βράδυ. Για αυτό το λόγο έγραψα και τόσο μεγάλη εισαγωγή.
Και μετά αρχίζω να βλέπω τον παράλληλο διάλογο μεταξύ κάποιων Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών περί ευθύνης των ειδικοτήτων.
Κατά την γνώμη μου σίγουρα τα κάνουμε για άλλη μια φορά όλα λάθος.


