Αφηγείται ο Γιάννης Κούκος
«Το μαγαζί ξεκίνησε από τον πατέρα μου το 1927, σαν πανδοχείο. Είχαμε είδη μπακαλικής και κάποια μικρά γεύματα για περαστικούς. Όταν παντρεύτηκε ο πατέρας μου, μαζί με τη μάνα μου αλλά και τη μάνα του, ξεκίνησαν να κάνουν κουζίνα, με σπιτίσιο ελληνικό φαγητό στη φουφού. Ήμασταν τότε εξοχή.
Σιγά σιγά το μαγαζί άρχισε να γίνεται γνωστό και έτσι βγήκε και το όνομα της περιοχής. Έλεγαν στου Κούκου για να σηματοδοτήσουν τον τόπο. Η Πάτρα ήταν τότε είσοδος της Ευρώπης και η μετανάστευση που γινόταν πάλι μέσω της Πάτρας γινόταν, την εποχή του Βουλκάνια και του Σατούρνια. Διερχόταν πολύς κόσμος. Και παράλληλα, το μεγάλο αξιοθέατο ήταν η ΑchaiaClauss. Εμείς βρισκόμασταν στο κομβικό σημείο της διαδρομής προς αυτό.
Στη Βουκουρεστίου στην Αθήνα, υπήρχε η πιάτσα με τις μαύρες λιμουζίνες που έφερναν τους επίσημους. Περνάγανε λοιπόν από το μαγαζί του πατέρα μου οι οδηγοί και του λέγανε «μπάρμπα Θωμά, είμαστε τρεις, είμαστε τέσσερις». Αυτός ετοίμαζε αμέσως το τραπέζι. Τρώγανε το μεσημέρι εδώ και κατόπιν τραβάγανε για AchaiaClaussή για Ολυμπία.
Κάποιοι ξένοι που πέρασαν από εδώ, συμπεριέλαβαν το μαγαζί σε πολλά τουριστικά περιοδικά κατ΄αποκλειστικότητα. Λέγανε προκλητικά: Πάτρα -Κούκος. Αυτό οδήγησε στην εκτόξευση της φήμης του. Τα επόμενα χρόνια πέρασαν όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί και οι πρωθυπουργοί της χώρας, ακόμη και αυτοί που είχαν διωχθεί. Πέρασε ακόμη και η ελληνική βασιλική οικογένεια αλλά και ξένοι βασιλείς.
Τις αποκριές πάλι γινότανε της τρελής. Κάνανε σχεδόν όλες τις ημερομηνίες χορούς οι επώνυμοι και θυμάμαι μια από αυτές τις φορές, ήμουν 8 χρόνων, είχαν τελειώσει οι σαμπάνιες και πήγαμε στο Κλάους με ένα ταξί με τον Γρηγόρη τον τσιγγάνο, τον οδηγό του δήμαρχου του Ρούφου να γεμίσουμε σαμπάνιες. Ξέρετε τότε τις σαμπάνιες τις έπιναν στο γοβάκι των κυριών.
Είμαστε από τους πρώτους που είχαμε βάλει τηλέφωνο προπολεμικά. Το νούμερο ήταν 2939.
Εξυπηρετούσαμε όλη την περιοχή. Στέλναμε τη συγχωρεμένη τη γιαγιά και έλεγε “αύριο στις 12 θα σας πάρει ο γιος σας” και άλλα τέτοια.
Το 1940 όταν κατέρρευσε το μέτωπο ήρθαν οι Ιταλοί και κατάσχεσαν το μαγαζί. Το κάνανε αποθήκη. Είχανε στρατό και δίπλα, στην έπαυλη του Κόλλα και στο σπίτι του Κρεμμύδα.
Όταν έγινε ο πόλεμος σταμάτησαν και τα δικαστήρια. Το στρατοδικείο ήτανε εδώ παραπάνω στα 200 μέτρα και ερχότανε όλος ο δικαστικός κόσμος μεσημέρι βράδυ. Κάποιοι εξ αυτών όπως ο Μπόγρης, ο Ζαχαρής, φτάσανε στο βαθμό του Αρείου Πάγου.
Μια από τις κορυφαίες στιγμές που έζησα, ήταν το 1954. Περνάει μια λιμουζίνα και φωνάζει ο οδηγός “είμαστε τρεις”. Ο ίδιος δηλαδή και ένα ζευγάρι. Ήταν οι άνθρωποι που σώσανε τον κόσμο, οι εφευρέτες της πενικιλίνης. Ο Αλεξάντερ και η Αμαλία Φλέμινγκ.
Τους είχα σερβίρει εγώ. Και όταν άκουσα ποιοί ήταν, το είπα αμέσως στον πατέρα μου για να τους κεράσουμε. Η Φλέμινγκ μετά ήρθε πολλές φορές στο μαγαζί, είχαμε γίνει και ομοϊδεάτες.
Ήτανε πολύ στενοχωρημένη εκείνη την πρώτη φορά γιατί ενώ ήξεραν και ο ιατρικός και ο φαρμακευτικός σύλλογος ότι περνούσαν από την Πάτρα, δεν ήρθε κανείς να τους υποδεχθεί.
Αυτοί οι άνθρωποι μου άφησαν την καλύτερη εντύπωση από όλους.
Στις εκλογές του 1964 πάλι είχε συμβεί ένα άλλο επίσης εντυπωσιακό γεγονός. Είχε τύχει βράδυ της παραμονής των εκλογών να κλείσουν τραπέζια ξεχωριστά, χωρίς να ξέρουν ποιός άλλος θα είναι στο μαγαζί, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Ηλίας Ηλιού και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος. ‘Έγινε μεγάλος ντόρος γιατί ο Ηλιού ήτανε ένα πολύ ωραίο πειραχτήρι.
Ένα άλλο βράδυ βρέθηκε για φαγητό ο Γεώργιος Παπανδρέου. Ο πατέρας μου έσπευσε να τον περιποιηθεί προτείνοντας κοτόπουλο. “Στήθος ή μπούτι κ. Πρόεδρε;” τον ρώτησε. “Τα λένε αυτά δημοσίως παιδί μου;” του απάντησε γελώντας.
Η σπεσιαλιτέ του μαγαζιού ήταν το κοκκινιστό κοτόπουλο, ελεύθερης τότε βοσκής και τα ντολμαδάκια με αμπελόφυλλο και λάχανο.
Σκεφτείτε ότι είχαμε ένα μεγάλο πρακτορείο από Θεσσαλονίκη που μας έστελνε κάθε βδομάδα 400- 500 άτομα και μας έλεγε «θέλω μισό κοτόπουλο για τον κάθε έναν σε πιατελίτσα με τις εντυπωσιακές πατάτες που κάναμε τότε. Ήταν το γνωστό κοτόπουλο “Κούκος”.
Στο μαγαζί είχανε έρθει και πολλοί καλλιτέχνες: Η Μαρίκα Κοτοπούλη, ο Μάνος Κατράκης, ο Λάμπρος Κωσταντάρας… Ο Κατράκης ήταν πολύ φίλος. Θυμάμαι τότε είχαμε φτιάξει και το ξενοδοχείο και είχε πρόβλημα αναπνευστικό πολύ σοβαρό. Μας είχε τηλεφωνήσει η γυναίκα του από την Αθήνα να μας πει να του πούμε ότι δεν έχει δωμάτιο, γιατί δεν μπορούσε να ανέβει τις σκάλες. Πράγματι πήρε τηλέφωνο, του είπαμε ότι δεν έχει και λέει “σπίτι δεν έχετε; θα έρθω εκεί”. Και ήρθε και έμεινε σε μας.
Στο μαγαζί είχε τραγουδήσει και ο Τόνι Πινέλι, μεγάλη φίρμα τη δεκαετία του ΄70 σε μια συνεστίαση του ομίλου αντισφαιρίσεως. Είχε μαζευτεί πολύς κόσμος, κρέμονταν σαν τσαμπιά απέξω.
Το 1975 ανέλαβα εγώ το μαγαζί με τη σύζυγό μου τη Μένη.
Το σέρβις μας ήταν σέρβις πολυτελείας. Με λευκές πετσέτες ακριβά ποτήρια… Το 1953 έγινε εδώ ο γάμος του Τζώρτζη Πραπόπουλου, που αποτέλεσε κοσμικό γεγονός.
Είχαμε ένα πολύ ωραίο κήπο, με ένα εξίσου πολύ ωραίο σιντριβάνι έργο του Νιόνιου του Μαρούδα που το έφτιαξε πετραδάκι -πετραδάκι. Εμείς να φανταστείς που το ζούσαμε από το πρωί έως το άλλο πρωί, δεν το βαριόμασταν. Ήμασταν και το πρώτο μαγαζί που έβαλε γκαζόν. Το έβαλε ένας Καμινάρης από την Κεφαλονιά. Ήταν γκαζόν που είχε έρθει από το Μεξικό, ήταν φυτευτό και αναπαραγόταν μόνο του.
Το 1989 ανέλαβε την επιχείρηση ο γιος μου ο Γιώργος.
Το παλιό μαγαζί έκλεισε το 1996 καθώς ήτανε σεισμόπληκτο.
Η ανακαίνιση έγινε το 1999 και λειτούργησε μέχρι το 2008 που ήταν και το τέλος. Δυστυχώς με τον κόμβο, την κίνηση και τα αυτοκίνητα δέχθηκε μεγάλο πλήγμα.
Από τις κατοικίες των σταφιδεμπόρων, όπως του Κόλλα, του Γιαννουλόπουλου και του Κανελλόπουλου (εδώ η περιοχή ήταν εντός του δήμου από το 1926 και βρίσκονταν οι κυρίως κατοικίες τους), φτάσαμε στην εποχή του κόμβου που ήταν ο θάνατος του μαγαζιού. Έτσι είναι η εξέλιξη».
(από το λεύκωμα «Ιστορίες Εστίασης στην Πάτρα του 20ου αιώνα» της Γιώτας Κοντογεωργοπούλου)
Φωτο 1: Το μαγαζί σε κάρτα του 1927 μόλις πρωτοάνοιξε- «Πάτραι. Εξοχή Κουκούλι»(κάρτα της εποχής).
Φωτό 2: Η στολισμένη αίθουσα για το γάμο του Τζώρτζη Πραπόπουλου που άφησε εποχή (αρχείο οικογένεια Κούκου).
Φωτό3. Στην φωτογραφία ο Θωμάς Κούκος με την οικογένειά του και με αγαπητούς φίλους, το τοζεύγος Αγγελίδη από την Αθήνα και το ζεύγος Καραλή(αρχείο οικογένεια Κούκου).