«Αμνησία». Έτσι τιτλοφορείται το τρίτο, κατά σειρά, βιβλίο του Ανδρέα Κότσιφα, που εκδόθηκε από τον Εκδοτικό Οίκο «Γκοβόστης» πριν λίγους μήνες.
«Είναι Αύγουστος του 1945, κάνει ζέστη στο Μόναχο αυτή την εποχή. Ο Πόλεμος έχει τελειώσει πριν λίγους μήνες και η ανθρωπότητα ψάχνει τα πατήματά της μέσα από τα συντρίμμια του ολέθρου. Κάπου εκεί, στις ίδιες συντεταγμένες, δύο νεαρά παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, συναντώνται κατά τύχη, αναζητώντας κι αυτά το βηματισμό τους. Ο αγώνας τους να ανασηκωθούν μοιάζει τιτάνιος, ειδικά κάτω από το βάρος της μνήμης, που στοιχειώνει την κοπέλα, και της αμνησίας, από την οποία πάσχει ο νεαρός. Κανείς δεν μπορεί να πει αν είναι προτιμότερο να θυμούνται πια ή να ξεχάσουν. Όσο περνούν οι μέρες κι ο Αύγουστος κοντεύει να τελειώσει, τόσο πιο αποκαλυπτική γίνεται η Ιστορία, ματώνοντας κι άλλο τις ψυχές των ηρώων. Μία δικαστική διαδικασία, που θα ρίξει φως στις σκοτεινές πτυχές της ζωής τους, θα κρίνει και το μέλλον τους…» (από την περίληψη στο οπισθόφυλλο του βιβλίου).
Ο Ανδρέας Κότσιφας τοποθετεί την ιστορία του σε ένα χρόνο και τόπο φαινομενικά ξένο προς εμάς, στην πραγματικότητα, όμως, τόσο οικείο με την εποχή μας. Ακριβώς γιατί τα θέματα που θίγει είναι πάντοτε επίκαιρα. Στις γραμμές της Αμνησίας συμπλέκεται η προβληματική του έρωτα, της αγάπης, της ανθρώπινης ιδιότητας, που τόσο απασχολεί τον άνθρωπο διαχρονικά.
Με όχημα έναν απαγορευμένο έρωτα σε μία εποχή άκρως επικίνδυνη και ζοφερή, ο συγγραφέας δείχνει στον αναγνώστη, δίχως να κουνά το δάχτυλο, ότι και στους καιρούς μας ο έρωτας, η αγάπη, η φιλία είναι οι μόνες ιδιότητες που μπορούν να μας ενώσουν και να μας εμπνεύσουν. Οι μόνες ιδιότητες που καταξιώνουν τον άνθρωπο μέσα μας.
Η Αμνησία αποτελεί ένα διαχρονικό ύμνο στον έρωτα. Υποστηρίζει την συμπερίληψη και υπενθυμίζει στον καθένα από εμάς ότι προτού κρίνουμε, πρέπει πρώτα απ’ όλα να κατανοήσουμε βαθιά τον άλλο…