Σοκ έχουν προκαλέσει τους τελευταίους μήνες τα αλλεπάλληλα περιστατικά με έντονα χαρακτηριστικά έμφυλης βίας. Επτά είναι οι γυναίκες που σε λίγους μήνες έπεσαν νεκρές από τα χέρια των συντρόφων τους, με την «μαύρη» αυτή λίστα να προκαλεί οργή.
Ο όρος «γυναικοκτονία» μπήκε αυτούς τους μήνες στο λεξιλόγιό μας, αν και στη νομική επιστήμη δεν υφίσταται και πολύ περισσότερο δεν αναγνωρίζεται ως μια διαφορετική μορφή εγκλήματος που να έχει κάποια ξεχωριστή ποινική αντιμετώπιση, αν και το θέμα ήδη συζητείται σε νομικούς κύκλους.
Η Πάτρα τα τελευταία χρόνια έχει γνωρίζει κι αυτή υποθέσεις με χαρακτηριστικά που τις κατατάσσουν σε εγκλήματα έμφυλης βίας. Η πιο συγκλονιστική υπόθεση, ήταν η δολοφονία της 48χρονης Γεωργίας Σακαρέλου από τον σύζυγό της, μέσα στο διαμέρισμά τους, στις 24 Μαΐου του 2015.
Η σχέση της άτυχης γυναίκας που καταγόταν από την Θεσσαλονίκη και του 45χρονου εν διαστάσει συζύγου της, χειριστή γερανών Θ.Λ. ήταν ολέθρια. Το θύμα είχε εγκαταλείψει την συζυγική στέγη μαζί με το ένα ανήλικο παιδί της, έχοντας συνάψει άλλη σχέση. Παράλληλα είχε αφήσει στον πρώην σύζυγό της, το δεύτερο ανήλικο παιδί τους.
Την ημέρα του φονικού, το θύμα επέστρεψε στο σπίτι μετά από έκκληση του 14χρονου γιού της, τον οποίο είχε βάλει ο σύζυγος να της τηλεφωνήσει. Μόλις η 48χρονη μπήκε μέσα, ο σύζυγός της την άρπαξε από τα μαλλιά και την έριξε στο κρεβάτι. Αφού την έδεσε με χειροπέδες πίσω από τον κορμό της, γέμισε την μπανιέρα με νερό και την βύθισε ανάσκελα με το κεφάλι, κρατώντας τα πόδια της ψηλά, για να την ακινητοποιήσει. Την κράτησε μέσα στο νερό για πέντε λεπτά, προκειμένου να βεβαιωθεί ότι είχε πνιγεί.
Ο τρόπος με τον οποίο ο 45χρονος έπνιξε την γυναίκα του μέσα στη μπανιέρα, της στέρησε κάθε περιθώριο αντίστασης. Ο εισαγγελέας που είχε ζητήσει την ενοχή του χωρίς κανένα ελαφρυντικό, είπε ότι δεν αρκεί μια φιλονικία για να αναγνωριστεί ο βρασμός ψυχικής ορμής, ενώ η εξωσυζυγική σχέση που είχε συνάψει το θύμα, ήταν γνωστή από καιρό στον δράστη. Αντιθέτως, ο κατηγορούμενος, επέδειξε αποφασιστικότητα και ακολουθία πράξεων, ενεργώντας με απόλυτη ψυχραιμία.
«Ηταν ένα τρομερό γεγονός και όχι μια απλή πράξη εκτροπής της λογικής. Η γυναίκα αυτή, έζησε έναν φρικτό θάνατο και ένα δραματικό και τραγικό τέλος. Εζησε έναν ανείπωτο τρόμο. Δεμένη με χειροπέδες στο κρεβάτι, της έπιασε τον λαιμό και την έσυρε στην μπανιέρα. Της βύθισε το κεφάλι μέσα στο νερό και της κρατούσε τα πόδια ψηλά. Ηθελε να της δώσει έναν φρικιαστικό θάνατο» είχε πει στην δίκη ο συνήγορος πολιτικής αγωγής, Παναγιώτης Κοραντζόπουλος.
ΕΙΧΕ ΜΙΣΟΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
Ο γνωστός δικηγόρος, είχε τονίζει χαρακτηριστικά πως η γενικότερη συμπεριφορά του δράστη, δείχνει ότι είχε μίσος για τις γυναίκες. Ηθελε να τις ελέγχει, να ασκεί εξουσιαστική δράση πάνω στο θύμα του. Οπως είπε ο δράστης και στον ανακριτή, έπνιγε την γυναίκα του στη μπανιέρα και ενώ αυτή τον κοίταζε με τρόμο και απόγνωση στα μάτια, αυτός την φιλούσε…
Ο δράστης είχε έναν άρρωστο ψυχισμό. Είχε αποπειραθεί μια φορά στο παρελθόν να την πνίξει ενώ την χτυπούσε βάναυσα. Εξι μήνες πριν το φονικό, της είχε επιτεθεί την ώρα που εκείνη κοιμόταν, γιατί είχαν καβγαδίσει πιο πριν. Την είχε δέσει με ταινία και της βουτούσε πάλι το κεφάλι στη μπανιέρα, για να την πνίξει. Η γυναίκα τότε είχε καταφέρει να λυθεί και σώθηκε. Την δεύτερη φορά όμως, ο δράστης είχε προμηθευτεί χειροπέδες.
Τρεις ημέρες πριν τον φόνο, και όταν ο σύζυγος έμαθε για τον δεσμό της γυναίκας του, αυτή τον εγκατέλειψε και πήγε σε φιλικό της σπίτι, γιατί είχε δεχθεί απειλές.
Ο δράστης έβαλε το παιδί τους να την πάρει τηλέφωνο και να της ζητήσει να επιστρέψει στο σπίτι. Αφού πρώτα έδιωξε τον ανήλικό γιό του, ακολούθησε το φρικτό φονικό.
Αυτό που έκανε, υπερβαίνει τα όρια της εξόντωσης ενός ανθρώπου. Είναι πλεονασμός μίσους, είχε πει ο συνήγορος πολιτικής αγωγής Παναγιώτης Κοραντζόπουλος. Μετά, σκηνοθέτησε και απόπειρα αυτοκτονίας του, αφού πήρε κάποια ξυραφάκια και κόπηκε επιδερμικά, για να επηρεάσει την κρίση του δικαστηρίου.
ΤΗΣ ΛΕΓΑΜΕ ΝΑ ΦΥΓΕΙ…
«Ηταν τεμπέλης κι ακαμάτης» είχε πει για τον δράστη ο αδελφός του θύματος. «Η αδελφή μου δούλευε όσο μπορούσε η φουκαριάρα για να συντηρήσει την οικογένειά της. Της είχε πουλήσει χρυσαφικά και δύο σπίτια που είχε η αδελφή μου στη Χαλκιδική. Της τα έφαγε. Είχανε καθημερινές φασαρίες. Η αδελφή μου έκανε υπομονή μήπως και αλλάξει. Ολοι της λέγαμε να φύγει να γλιτώσει».
Η υπεράσπιση προσπάθησε να στοιχειοθετήσει βρασμό ψυχικής ορμής για τον δράστη, λέγοντας ότι το ολέθριο λάθος του, ήταν η παθολογική εξάρτηση που είχε από αυτή την γυναίκα. Απέρριψε ότι ήταν ένα τέρας, εκμεταλλευτής και σαδιστής. Είχε γνωρίσει την γυναίκα του ως πελάτης στο μπαρ που δούλευε και όταν παντρεύτηκαν, δεν ήθελε να συνεχίσει να δουλεύει σε αυτό το περιβάλλον. Είπε πως …την υπεραγαπούσε και την λάτρευε, κάνοντας υπομονή για τις παρεκτροπές της. Είχε συσσωρευμένη οργή. Δεν μπορούσε να υπάρξει χωρίς αυτήν.
Να σημειωθεί ότι, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, είχε καταδικάσει τον δράστη σε 20 χρόνια κάθειρξη, αναγνωρίζοντάς του τα ελαφρυντικά του πρότερου έντιμου βίου και του βρασμού ψυχικής ορμής. Ωστόσο η συνταρακτική υπόθεση εκδικάστηκε ξανά σε δεύτερο βαθμό στις 9 Μαΐου του 2019 και ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε ομόφωνα από το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Πατρών σε ισόβια κάθειρξη χωρίς ελαφρυντικά.
Πελοπόννησος