Είναι η γυναίκα που τόλμησε να λανσάρει φούστα από τα καλάθια και αθλητικό φανελάκι στην κεντρική προώθηση του «Sex and the City», να αλλάξει τον τρόπο που ντύνονται οι Γαλλίδες στο «Emily in Paris», αλλά και να αναδείξει τη δική της Γουίντουρ στο «Ο διάβολος φοράει Prada». Ο λόγος για την πιο αναγνωρίσιμη σήμερα ενδυματολόγο στον κόσμο Πατρίσια Φιλντ, που παραμένει στα 82 της χρόνια πιο ενεργή όσο ποτέ.
Η ίδια λέει ότι η επιτυχία στην καριέρα της οφείλεται στο ελληνικό της ταμπεραμέντο και το αντίστοιχο DNA που την έκαναν να μη σταματάει ποτέ από τότε που άνοιξε το πρώτο της μαγαζί στην πιο εναλλακτική περιοχή του Μανχάταν και έγινε συνώνυμη με την καλλιτεχνική πρωτοπορία που χαρακτήριζε την πόλη που δεν κοιμάται ποτέ. Ολα, όμως, ξεκίνησαν κάποιες δεκαετίες πριν, από τότε που η Ελληνίδα γιαγιά της τής μάθαινε τι σημαίνει να φτιάχνεις με ένα απλό κομμάτι ύφασμα ολόκληρους κόσμους – και, κυρίως, να τους κατακτάς.
Ο Πλάτωνας στο Μανχάταν
Ακόμα και τα αξέχαστα γενέθλια για τα 80 της χρόνια ήταν γεμάτα από Ελληνες φίλους, όπως η Σοφία Καρβέλα, που είχε δουλέψει μαζί της και είναι μια από τους πιο κοντινούς της ανθρώπους μαζί με τον Φώτη Σεργουλόπουλο, τον άνθρωπο που ανέλαβε να τη συνοδεύσει στην επιστροφή της στην πατρίδα της, τη Λέσβο. Αυτές τις ελληνικές πτυχές της αποκαλύπτει το ντοκιμαντέρ «Χαρούμενα Ρούχα: Μια ταινία για την Πατρίσια Φιλντ» του Μάικλ Σέλντιτς που είδαμε στη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο του 26ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, παρουσία του σκηνοθέτη, ο οποίος μας μίλησε για όλο το ελληνικό παρασκήνιο μεταφέροντάς μας τους χαιρετισμούς της ενδυματολόγου, «η οποία δεν θα πάψει ποτέ να αγαπάει και να επιστρέφει στην Ελλάδα», όπως μας είπε χαρακτηριστικά.
Η ταινία για τη Φιλντ, που ουσιαστικά καταγράφει όλη την πορεία της, αλλά και τον τρόπο που η διάσημη ενδυματολόγος δημιουργεί και σκέφτεται μετατρέποντας τα ρούχα σε αφορμή για δημιουργικότητα και αλλάζοντας για πάντα τον τρόπο που ντύνονται οι πρωταγωνίστριες στις σειρές, βγήκε στους κινηματογράφους παράλληλα με την αυτοβιογραφία της, φέρνοντας στο φως όλα όσα δεν ξέραμε για το παρελθόν και τις ελληνικές της ρίζες.
Χαρακτηριστικές είναι οι ιστορίες που αφηγείται σε διαφορετικά πλάνα για το πώς ο δαιμόνιος Ελληνας παππούς της πήγε στην Αμερική για να πολεμήσει στον αμερικανοϊσπανικό πόλεμο προκειμένου να πάρει την αμερικανική ιθαγένεια και να φροντίσει την οικογένειά του. Γι’ αυτό και όταν τα κατάφερε, επέστρεψε στην Ελλάδα και παντρεύτηκε τη γιαγιά της. «Κάθε φορά, λοιπόν, που αποκτούσαν ένα παιδί -και απέκτησαν δέκα- έσπευδε να τα δηλώσει στο Δημαρχείο της Λέσβου καταφέρνοντας έτσι να εξασφαλίσει για όλα αμερικανικά διαβατήρια. Με αυτόν τον τρόπο κατάφεραν να έρθουν όλοι οι θείοι και θείες στην Αμερική δωρεάν και χωρίς εμπόδια», ομολογεί η ίδια στον σκηνοθέτη, εξηγώντας γιατί είναι στο DNA της να μην το βάζει ποτέ κάτω μια Μυτιληνιά που έτυχε να γεννηθεί και να ζήσει στο Μανχάταν.
Τη δεκαετία του 80 η Φιλντ ήταν ήδη αναγνωρίσιμη σε όλη την πόλη: όλοι έκαναν ουρές προτού ανοίξει έξω από το μαγαζί της όχι μόνο για να αγοράσουν ρούχα αλλά κυρίως να πάρουν τις «ευλογίες» και τις συμβουλές της πιο απροσάρμοστης, τρελής περσόνας και των πωλητών της.
«Πόρτα» στη Μαντόνα
Ισως ο λόγος της δημοφιλίας του Pants Pub -όπως αργότερα και της γνωστής της μπουτίκ στην Bowery- να ήταν στο ότι στα συγκεκριμένα μαγαζιά έδιναν ραντεβού ή συναντιόνταν οι διάσημοι με όλα τα παράξενα «πλάσματα» του Μανχάταν που θα φρόντιζαν να περάσουν πριν από την έξοδό τους στα γύρω κλαμπ και στο «Studio 54» για να προμηθευτούν τα ανατρεπτικά ρούχα που «ψάρευε» η ίδια η Φιλντ από ακριβούς οίκους και από τα παζάρια στο Παρίσι.
Τρανς, εξεζητημένες προσωπικότητες και μορφές του clubbing, όπως η Αμάντα Λεπόρ, η οποία έχει αφήσει εποχή στη Νέα Υόρκη, ήταν μερικοί μόνο από τους τρελούς πωλητές της. Τα μαγαζιά της, που κατόπιν έδωσαν το όνομα στη μάρκα ένδυσης που έφερε το όνομά της ως «House of Field», έγιναν κυριολεκτικά το σπίτι για κάθε είδους αδέσποτη ψυχή αλλά και για κάθε διάσημο που ήξερε ότι εδώ δεν υπάρχουν διακρίσεις.
Η Σίντι Λόπερ περνούσε για να αγοράσει φούστες, ο Ζαν Μισέλ Μπασκιά καθόταν για ώρες, ο Ματ Ντίλον δοκίμαζε τα τζιν επιτόπου και χωρίς να φοράει εσώρουχα, η Πάτι Σμιθ ήταν ένας από τους γνωστούς θαμώνες. Ηταν, μάλιστα, η τελευταία που όχι μόνο αγόρασε από τη Φιλντ μια ψεύτικη πράσινη γούνα που φόρεσε πάνω από ένα φανελάκι της για την τελευταία της περιοδεία αλλά και την κάλεσε να τη συνοδεύσει. Η Μπρίτνεϊ Σπίαρς, η Πάρις Χίλτον και ο Λένι Κράβιτζ φρόντιζαν επίσης να περνούν μία φορά την εβδομάδα. Οταν κάποια στιγμή η Μαντόνα, στο απόγειο της φήμης της, χρειάστηκε να προμηθευτεί μερικά ρούχα, έσπευσε στο μαγαζί μία ώρα προτού ανοίξει για να μπορέσει να τα διαλέξει ανενόχλητη αλλά την περίμενε μια έκπληξη: όπως δηλώνουν κάποιοι παλιοί υπάλληλοι που μιλούν στο ντοκιμαντέρ, αρνήθηκαν να της ανοίξουν και την άφησαν να περιμένει στο πεζοδρόμιο γιατί ήξεραν ότι είχαν την ελευθερία από τη Φιλντ για να το κάνουν. «Ισως να ήταν η μία και μοναδική φορά που η Μαντόνα έφαγε πόρτα», παραδέχεται μια υπάλληλος, μιλώντας στην κάμερα του Σέλντιτς.
Η φήμη του μαγαζιού ήταν ακριβώς συνδεδεμένη με αυτή την τρελή λογική που καταργούσε τις συμβάσεις αποδεικνύοντας ότι όλοι σε αυτό το υπόγειο ήταν ίσοι. Γνωστή ως ασυμβίβαστη και απροσάρμοστη από τότε, με τα χαρακτηριστικά κόκκινα μαλλιά και την πανκ λογική η Φιλντ προμήθευε όλο τον κόσμο της Νέας Υόρκης με ρούχα και συμβουλές, λέγοντάς τους ότι μπορούν κάλλιστα να συνδυάζουν τα Versace jeans τους, που τότε ήταν πολύ της μόδας, με πρόχειρα Τ-shirts και ψηλές καουμπόικες μπότες. Αυτό το απροσάρμοστο λουκ ταίριαζε απόλυτα με το ελευθεριακό και ελεύθερο πνεύμα μιας πόλης που δεν μπήκε σε καλούπια και συνέδεσε μοναδικά το στυλ και τα ρούχα με τα υψηλά καλλιτεχνικά δημιουργήματα. «Για μένα τα ρούχα είναι ξαδελφάκια της τέχνης», ομολογεί η ίδια η Φιλντ δικαιολογώντας και την περιγραφή που δίνει στα «χαρούμενα ρούχα» που χάρισαν τον τίτλο στο ντοκιμαντέρ, εξηγώντας ότι η ίδια είναι πολύ πιο κοντά στην αίσθηση της ανατροπής και του παραλόγου παρά στις τάσεις της μόδας. «Αυτό που μετράει για μένα, όπως και στην τέχνη, είναι η αυθεντικότητα. Καταλαβαίνεις ότι πρέπει να αλλάξεις στυλ όταν αρχίζεις να νιώθεις άβολα μέσα σε αυτό». Και κάπως έτσι κατάφερε να επιβληθεί στον καλλιτεχνικό κόσμο καταλήγοντας τελικά να γίνει η γυναίκα που κρύβεται πίσω από γνωστές σειρές και ταινίες, όπως το «Ugly Betty», «Emily in Paris», «Ο διάβολος φοράει Prada» και φυσικά το «Sex and the City», που άλλαξε για πάντα όχι μόνο τον τρόπο που ντύνονταν οι πρωταγωνίστριες αλλά γενικότερα οι γυναίκες.
Το «Sex and the City»
Η γνωριμία με τη Σάρα Τζέσικα Πάρκερ στο πλατό του «Miami Rhapsody» φαίνεται να ήταν καταλυτική ώστε η Φιλντ, η οποία διατηρούσε το μαγαζί και δούλευε ταυτόχρονα ως ενδυματολόγος, να αποκτήσει στενή φιλία με τη γνωστή τότε ηθοποιό, η οποία θα τη μετέτρεπε στην αγαπημένη της σύμβουλο. Αυτή τη γνώρισε στον παραγωγό Ντάρεν Σταρ, ο οποίος ετοίμαζε τη σειρά που θα γυριζόταν στο Μανχάταν με τον τίτλο «Sex and the City». Βέβαια, χρειάστηκε πολύ μεγάλος αγώνας ώστε ο ίδιος να δεχτεί όχι μόνο να αλλάξει ενδυματολόγο αλλά και να υιοθετήσει τις απόλυτα τολμηρές προτάσεις της Φιλντ, η οποία φαινόταν εξαρχής ότι θα έπαιζε τον κεντρικότερο ρόλο στη σειρά. Οταν την είδε, δε, να προτείνει για την εναρκτήρια σκηνή της σειράς η Κάρι -Σάρα Τζέσικα Πάρκερ- να φοράει μια τουτού μίνι φούστα (από παζάρι του Παρισιού με 5 δολάρια) με ροζ μπλουζάκι και ουδέτερα ψηλοτάκουνα πέδιλα με λουράκια, ο διάσημος παραγωγός της σειράς φρίκαρε. «Δεν το καταλαβαίνω», είπε. «Ποιος θα προσέξει αυτό το κορίτσι στη Νέα Υόρκη με μια φούστα;», της είπε αλλά μπήκε στη μέση η Πάρκερ επιμένοντας ότι η ίδια θέλει να το φορέσει. «“H Κάρι είναι πριγκίπισσα της πόλης και ως τέτοια οφείλει να φορέσει αυτή τη φούστα. Εμπιστεύσου με”, είπα στον Ντάρεν», αποκαλύπτει η Πατρίσια στο ντοκιμαντέρ.
«Στο τέλος συμβιβαστήκαμε: o Ντάρεν μάς άφησε να κάνουμε τη φωτογράφηση με την τούλινη φούστα υπό τον όρο να φωτογραφίσουμε και μια άλλη επιλογή, για την οποία βρήκα ένα μπλε, αμάνικο φόρεμα. Μόλις όμως είδε την Κάρι να πιτσιλίζεται από το διερχόμενο λεωφορείο που χτυπάει σε μια λακκούβα -με την εικόνα της και την ατάκα “Η Κάρι Μπράντσο ξέρει καλό σεξ”- τη λάτρεψε. Κι έτσι γεννήθηκε το πιο εμβληματικό ρούχο της σειράς που είχε τη μεγαλύτερη επιρροή στη μόδα στην ιστορία της τηλεόρασης», αποκαλύπτει η Φιλντ. Ομολογεί πως χρειάστηκε να περάσει ώρες κάνοντας βόλτες με τη Σαμάνθα -Κιμ Κατράλ-, με την οποία έγιναν στενές φίλες στην πορεία, για να προσαρμόσει τα ρούχα στον πραγματικό της χαρακτήρα και σε εκείνον που υποδυόταν στη σειρά. «Ηξερα ότι ο ρόλος της ήταν άμεσα συνδεδεμένος με το σεξ αλλά δεν ήθελα να είναι κάτι φθηνό. Γι’ αυτό την έντυσα με κομψά ελαστικά υφάσματα από τον σχεδιαστή Giorgio di Sant’Αngelo. Αλλες φορές ήταν μια θεά με μεταλλικά ρούχα, λαμπερά, γυαλιστερά».
Ηταν πολλές οι φορές, βέβαια, που οι συντελεστές της σειράς τραβούσαν τα μαλλιά τους με κάποιες ενδυματολογικές επιλογές, όπως το ότι η ίδια επέμενε να φορέσει η Κάρι παραδοσιακή γερμανική στολή, το λεγόμενο ντιρντλ, για να πάει για πικνίκ στο Σέντραλ Παρκ ή ότι, αντί για ακριβά κοσμήματα, επέμενε να της φορέσει ένα απλό, πλαστικό κολιέ που έγραφε το όνομά της (το οποίο έγινε στην πορεία σήμα κατατεθέν της). Οσο για τους αδιανόητους, παράταιρους συνδυασμούς, πολλοί ήταν αυτοί που διαφωνούσαν. «Γιατί να μην μπορείς να συνδυάσεις ένα floral print με ένα leopard print;», τους απαντούσε χαρακτηριστικά η Φιλντ. «Ανήκουν στην ίδια χλωρίδα και πανίδα».
Η Μέριλ Στριπ, Γουίντουρ
Αν, όμως, ήταν δύσκολο να πείσει τους παραγωγούς του «Sex and the City» να δεχτούν τις στυλιστικές επιλογές που έγιναν σημείο αναφοράς σε όλο τον κόσμο αλλάζοντας τον τρόπο που ντύνονται οι γυναίκες -ακόμα και σήμερα στο Μανχάταν ελάχιστες φορούν καλσόν εξαιτίας της Κάρι- επιχειρώντας παράταιρους συνδυασμούς, ακόμα πιο δύσκολο ήταν να τους κάνει να φανταστούν τον συνδυασμό των ρούχων από τα καλάθια με πανάκριβα κομμάτια.
Επρεπε με πολύ αγώνα να φέρει τους διάσημους σχεδιαστές στα νερά της αλλά ήταν σχεδόν ακατόρθωτο να πείσει τους παραγωγούς. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι συντελεστές του «Ο διάβολος φοράει Prada» δεν μπορούσαν με τίποτα να δεχτούν τις στυλιστικές προτάσεις της για τη Μιράντα Πρίστλι, δηλαδή την περίφημη Αννα Γουίντουρ στην ταινία που έσπασε τότε τα ταμεία. Ευτυχώς, όμως, η Φιλντ είχε ως σύμμαχο και εδώ τη Μέριλ Στριπ που ενθουσιάστηκε με την ιδέα να λανσάρει λευκό μαλλί και εξεζητημένο στυλ ως η σιδηρά διευθύντρια της «Vogue». Αποδεικνύοντας, δηλαδή στην πράξη ότι δεν είναι μόνο η ενδυματολόγος του street style αλλά και της υψηλής μόδας και ότι ξέρει πώς ακριβώς να ντύσει τη διευθύντρια του εμβληματικού περιοδικού, την οποία ερμήνευε μοναδικά η Στριπ, η Φιλντ επέμενε ότι το μαλλί της δεν θα μπορούσε να αποπνέει σιγουριά, αν είναι ακριβώς στο χρώμα της Γουίντουρ. «Το λευκό είναι μόνο για τις ηλικιωμένες και εμείς δεν θέλουμε να τη δείχνουμε μεγάλη», επέμεναν οι παραγωγοί. Επρεπε να παρέμβει η Μέριλ Στριπ για να δεχτούν τελικά τη λύση της περούκας στο χρώμα του πάγου.
Το πρότυπο της διάσημης ενδυματολόγου για τη μεταμόρφωση της Μέριλ Στριπ ήταν, εν προκειμένω, η Κριστίν Λαγκάρντ, η πρώην διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, μια ακόμα απόδειξη ότι η Πατρίσια Φιλντ μπορεί να αντλεί ιδέες από κάθε πτυχή του δημόσιου βίου και της καθημερινότητας. Οσο για τα βραβεία Emmy που στολίζουν το γραφείο της και οι υποψηφιότητες για Οσκαρ δεν δείχνουν να την (πολυ)απασχολούν – αρκεί που απελευθέρωσε εκατομμύρια γυναίκες και άλλαξε τον τρόπο που ντυνόμαστε. «Πάντα νιώθω ότι τα λευκά μαργαριτάρια ταιριάζουν με κάτι κλασικό, όπως ένα λευκό Τ-shirt, αφού ανήκουν στον ίδιο κόσμο. Και ύστερα από αυτή τους τη συνάντηση έχουν μια αιώνια ζωή», συνηθίζει να δηλώνει διατηρώντας ανέπαφο το νεανικό της ταμπεραμέντο στα 82 της χρόνια. Εκεί όπου όλοι νομίζουν ότι πρέπει να αποσυρθούν, όπως αποκαλύπτει σχετικά το ντοκιμαντέρ, η Φιλντ απλώς σκέφτεται ότι είναι μόνο η αρχή για το επόμενο δυναμικό της πρότζεκτ και φυσικά το επόμενο ταξίδι στην Ελλάδα.