Διάβασα το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Διονύση Σαββόπουλου. Με καθυστέρηση. Έτσι συνέβαινε πάντα με εμένα και τον Νιόνιο, αργούσα να «συναντηθώ» μαζί του. Άλλοτε άκουγα ολόκληρο δίσκο του μετά από καιρό, άλλοτε καταλάβαινα τα νοήματά τραγουδιών του στο πολλοστό άκουσμα, άλλοτε μάθαινα ιστορίες που τον αφορούσαν, χρόνια μετά. Και τι σημασία έχει; Ο Σαββόπουλος είναι διαχρονικός. Ανακαλύπτεται ακόμα. Και θα ανακαλύπτεται και στον μέλλοντα χρόνο. Στο «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» των εκδόσεων Πατάκη επιλέγει και αποκαλύπτεται. Σε μεγάλο βαθμό. Και αυτό κάνει το πόνημα ιδιαίτερα ενδιαφέρον, ειδικά για τους φαν του.
Είμαι ένας από αυτούς. Μου πρωτο-συστήθηκε μέσα από το «20 χρόνια δρόμος» που περιείχε ζωντανές ηχογραφήσεις του 1983, από το Παναθηναϊκό Στάδιο της Αθήνας και το Παλαί ντε Σπορ της Θεσσαλονίκης. Με χαρακτηριστική καθυστέρηση άκουσα από εκείνη την κασέτα –ναι, σε κασέτα το είχα- όλα τα τοπ τραγούδια της νιότης του. Ήταν το 1984 στα γενέθλιά μου, δώρο συμμαθητή που τον είχε ήδη μελετήσει και έκρινε πως θα μου ταίριαζε κι εμένα. Πόσο δίκιο είχε ο Χάρης, την έλιωσα εκείνη την κασέτα.
Στην πορεία έμαθα από τη μητέρα μου πως μια μέρα πριν γεννηθώ είχε βρεθεί στο υπόγειο του «Ροντέο» που τότε τραγουδούσε ο Σαββόπουλος. Δεν ήταν Σαββοπουλική η μαμά, απλώς ήταν μόδα το «Ροντέο» τότε, το γράφει και στο βιβλίο του. Ήταν μοναδικό να διαβάζω από τον ίδιο τον πρωταγωνιστή λεπτομέρειες για την διακόσμηση, την ατμόσφαιρα και το καλλιτεχνικό σχήμα του μαγαζιού στο οποίο βρέθηκα το τελευταίο βράδυ πριν έρθω στον κόσμο. Έχω ακούσει πολλά για εκείνη τη βραδιά, από την άλλη πλευρά. Τώρα διάβασα και τα από τη σκηνή.
Από αυτό το βιβλίο περνά όλη η μουσική Ελλάδα των τελευταίων εκατό χρόνων. Είναι εντυπωσιακό πως, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, βρίσκονται όλοι εκεί, σε μία ή περισσότερες από τις 334 σελίδες. Ο συγγραφέας δεν φείδεται αναφορών. Ούτε σχολίων, ούτε κρίσεων. Για όσους γνώρισε, μιλά και για την ανθρώπινη πλευρά τους. Για όσους τον ενέπνευσαν λέει με ειλικρίνεια τι «τους δανείστηκε» ή τι «τους έκλεψε». Για όσους είναι –ή έστω κάποτε ήταν- φίλοι ή συνεργάτες του, έχει και έναν παραπάνω λόγο, μια ιστορία, ένα πόρισμα, έναν χαρακτηρισμό.
Ο λόγος του βιβλίου είναι αφηγηματικός. Μόνο που καταφέρνει μέσα από τις ιστορίες του να στέλνει μηνύματα, να παίρνει θέση, να δηλώνει συναισθήματα, να ζητάει συγνώμες. Διαβάζοντας το –μονορούφι, δεν διαβάζεται αλλιώς!- νιώθεις σαν να τον έχεις αντίκρυ σου με τα λευκά του ρούχα και την κιθάρα του στο χέρι, σαν να τον ακούς στα ενδιάμεσα των τραγουδιών να αφηγείται τις ιστορίες του, όπως ακριβώς κάνει στις συναυλίες του. Έχει αυτό το θείο χάρισμα ο Νιόνιος να σε πείθει πως την ιστορία την διηγείται εκείνη τη στιγμή, αυθεντικά και αυθόρμητα, ενώ ταυτόχρονα το ξέρεις πως έχει από πριν επιλέξει με ιδιαίτερη επιμέλεια κάθε του κίνηση, κάθε του μορφασμό, κάθε του λέξη. Όπως ακριβώς και στα τραγούδια του.
Διαβάζεις το βιβλίο, λοιπόν, κι είσαι σίγουρος πως είναι δικό του, έχει το γνώριμο ύφος, έχει την Σαββοπουλική μαγεία, έχει και μια γλυκιά προφορικότητα. Είχα σχεδόν πειστεί πως δεν το πληκτρολόγησε, πως ούτε καν το έγραψε με μολύβι ή στυλό. Και κάπου στα τελευταία κεφάλαια το ομολογεί: το μίλησε το βιβλίο, δεν το έγραψε. Ηχογραφήθηκε και προφανώς διορθώθηκε πριν σταλεί για εκτύπωση. Το αν ζήτησε ο ίδιος να είναι πολυτονική η γραφή δεν το αναφέρει κάπου. Εγώ το φαντάστηκα σαν δικό του στοιχείο πάντως και μου άρεσε πολύ. Γιατί –και- αυτό είναι ο Σαββόπουλος: πολυτονικός!
Στο κείμενό του είναι και ιδιαίτερα εξομολογητικός. Τρυφερά, αφοπλιστικά, αιφνιδιαστικά αλλού. Είναι τα ογδόντα χρόνια του και ο απολογισμός της ζήσης; Είναι η ανάγκη του να ζητήσει τις συγνώμες που τσιγκουνεύτηκε; Είναι ο Σαββόπουλος που κρυβόταν πίσω από το ρόλο του τραγουδοποιού και που τώρα που σίγησε επιλέγει να μας συστηθεί κι αυτός; Όλα μαζί μάλλον. Πάντως επιλέγει να γράψει δημόσια κουβέντες που θα μπορούσε να αποκρύψει. Ή που τουλάχιστον θα μπορούσε να πει μόνο στα παιδιά του, να γράψει σε ένα γράμμα προς κάποιον που αδίκησε, να ψιθυρίσει στον αέρα με αποδέκτη εκείνους που έχουν πλέον φύγει. Όχι, επιλέγει να γραφτούν. Scripta manent ίσως σκέφτηκε. Ή ίσως «τώρα ή ποτέ», ποιος ξέρει.
Η αυτοβιογραφία του Διονύση Σαββόπουλου είναι ένα σπουδαίο επιμύθιο για όσους τον αγάπησαν επί σκηνής. Είναι πολύ χρήσιμο για εκείνους που λάτρεψαν μία μόνο φάση του ή πλευρά του. Είναι απαραίτητο συμπλήρωμα σχέσης για αυτούς που κάτι αποσπασματικό γνωρίζουν για τον Νιόνιο και το έργο του. Είναι επεξηγηματικό για κάποιους που αναρωτιούνται πράγματα για το ρεπερτόριό του, τις επιλογές του, τiς φάσεις της καριέρας του. Δεν τα απαντάει όλα, αλλά σου ανοίγεται για κάμποσα και σου δίνει πυξίδα για τα υπόλοιπα.
Αναρωτιέμαι πώς διαβάζεται ένα τέτοιο πόνημα από όσους δεν έχουν εμβαθύνει στην τέχνη του Σαββόπουλου, δεν έχουν πάει σε συναυλία του, δεν τον έχουν ως εικόνα, για όσους δεν έχουν γνωριστεί ποτέ μαζί του, για τον δεκατετράχρονο της εποχής μας, για παράδειγμα, που δεν θα του χαρίσει κάποιος συμμαθητής έναν «Σαββόπουλο» -άσε που μάλλον δεν ξέρει τι θα πει «κασέτα»! Αλήθεια, πολύ θα ήθελα να μάθω πως αντιμετωπίζεται αυτό το βιβλίο από έναν μη μυημένο.
Στα σίγουρα έχει πολλά άγνωστα ονόματα. Άρα ερεθίσματα για να γκουγκλάρεις και να μάθεις! Έχει πολλή ελληνική ιστορία, σύγχρονη. Ιδωμένη μέσα από τις μικρο-ιστορίες, τις παράλληλες. Έχει και πολλά στοιχεία εναλλακτικής λογοτεχνίας, βαθιάς φιλοσοφίας, δοκιμίου, μυθιστορίας. Προσφέρει πολλαπλά κέρδη η ανάγνωση του. Ακόμα και αν επιλέξεις –βάση τίτλων;- να διαβάσεις κάποια μόνο από τα είκοσι κεφάλαια. Και όχι κατ’ ανάγκην σειριακά.
Από ότι Σαββόπουλο έχω στο αρχείο μου, αυτό είναι το πιο ευκολοδιάβαστο και ταυτόχρονα το πιο ουσιαστικό. Είναι σαφώς και το πληρέστερο. Τι άλλο έχω στο αρχείο; Νομίζω τα πάντα: όλα τα μουσικά του έργα, στίχους του σκόρπιους αλλά και τη συλλεκτική «Σούμα», βιβλία για εκείνον, συνεντεύξεις του διάφορες, βιντεοκασέτες από το «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι», ακόμα και κάποιες παρτιτούρες και ας μην ξέρω μουσική. Και το αυτόγραφό του προφανώς από την πρώτη μας συνάντηση και φωτογραφίες του και εισιτήρια από τις φορές που τον είδα επί σκηνής –με τις ημερομηνίες σημειωμένες σε όλα, σε κάποια και με άλλες λεπτομέρειες για τη βραδιά και για την εμπειρία…
«Είμαι Σαββοπουλικός» αναντίρρητα. Έγινα τη μέρα που γινόταν 40 και δεν έπαψα ποτέ εδώ και 40 χρόνια. Όχι πως δεν πέρασε και η δική μου σχέση μαζί του από… 40 κύματα. Μόνο που πάντα στο τέλος συναντιόμασταν: οι μελωδίες του με τη διάθεσή μου, οι λέξεις του με τις σκέψεις μου, τα νοήματά του με τις αναζητήσεις μου, η προσωπικότητά του με την αυτογνωσία μου, τα μηνύματά του με την Ελλάδα μου, η αιώνια νιότη του με την αιώνια νιότη μου. Δεν θα ήταν ίδια η σχέση μου με τη μουσική, με την ιστορία, με τη χώρα, με τον εαυτό μου, αν δεν υπήρχε ο Σαββόπουλος. Θα ήταν κάτι σαν την παλιά «Ελευθεροτυπία» αν στερούσαν από τον Φυντανίδη την δυνατότητα να χρησιμοποιήσει φράσεις του Σαββόπουλου για τίτλους άρθρων της. (Αλήθεια γιατί απουσιάζει ο Σεραφείμ από το βιβλίο; -αυτό με ξένισε).
Γράφοντας αυτό το κείμενο, καταλαβαίνω πόσο πολύ μου άρεσε το βιβλίο του Νιόνιου. Το ένιωθα, σαφώς, διαβάζοντάς το. Τώρα συνειδητοποιώ και την… επίγευση. Να ομολογήσω, βέβαια, πως για εμένα ο Σαββόπουλος-καλλιτέχνης και ο Σαββόπουλος-άνθρωπος ασκούσαν πάντα μια παράλληλη γοητεία. Νομίζω στους περισσότερους θιασώτες του. Πρόκειται για μία περσόνα που έχει στοιχεία και από τους δύο: και από το πρόσωπο και από τον τραγουδοποιό. Έχει να κάνει με τον Νιόνιο περισσότερο, παρά με έμας που τον αγαπάμε. Κι αυτό, τελικά, είναι ένα ρίσκο που εν αγνοία του πήρε από το πολύ ξεκίνημα, από το κόκκινο φορτηγό ενδχομένως. Γιατί το κοινό θα έπρεπε να αποδεχτεί τον συνδυασμό των δυο για να ακολουθήσει. Νομίζω το εκφράζει άριστα ο ίδιος, στο οπισθόφυλλο:
«Αυτό που λέμε “Σαββόπουλος” δεν υπάρχει. Ο Σαββόπουλος είναι ένας ρόλος που τον έπλασα σιγά-σιγά με τα χρόνια: Ο τύπος με τα στρογγυλά γυαλιά, τις τιράντες, αργότερα το γενάκι, που βγαίνει στη σκηνή, φτιάχνει αυτά τα τραγούδια, κάνει σχόλια και λέει ιστορίες. (…) Είναι ένας άλλος. Εγώ είμαι εγώ. Χώνομαι πολλές φορές μέσα σε εκείνον τον άλλο. Δικός μου είναι. Χωρίς εμένα θα ήταν αέρας κοπανιστός».
Σε αυτό το βιβλίο ο Σαββόπουλος μιλάει για τον Νιόνιο. Αυτόν ντύνεται. Και τον ευχαριστώ για αυτή την απόλαυση που μου πρόσφερε η ανάγνωση. Ευχαριστώ τον Πατάκη γι’ αυτή την έκπληξη. Και τον Χάρη για εκείνο το δώρο γενεθλίων. Και τη μαμά –που δεν είναι πλέον εδώ- για εκείνη τη βραδιά στο «Ροντέο». Σας ευχαριστώ κι εσάς που με διαβάσατε. Άφησα τα λόγια μου «να τρέξουν χύμα», όπως κατά Σαββόπουλο τρέχουν τα χρόνια. Άδικό δεν έχει.
Θα κλείσω με τον συμμαθητή. Ως αντίδωρο, τον κάλεσα να με συνοδεύσει στο Ηρώδειο το καλοκαίρι του 2024 στην τελευταία μεγάλη συναυλία του αγαπημένου μας καλλιτέχνη με αφορμή την συμπλήρωση μισού αιώνα από τη Μεταπολίτευση. Τηλεφώνησα, του το πρότεινα, δέχτηκε. Ταξιδέψαμε, χαρήκαμε την εμπειρία, επιστρέψαμε. Από την Πάτρα το ταξίδι, εδώ μέναμε, εδώ μένουμε. Ήταν μία ονειρική βραδιά (μαζί με το μπρος-πίσω της οδήγησης). Ήταν μια άριστη επιλογή συνταξιδιώτη. Κάτι σαν το κλείσιμο ενός κύκλου ο οποίος, όμως, τελικά μένει ανοικτός. Αυτό.
*Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο elculture.gr στις 23 Απριλίου 2025
Πέτρος Ψωμάς
Εκπαιδευτικός – συγγραφέας
Δημοτικός Σύμβουλος Δήμου Πατρέων


