Αν ζητήσεις από έναν απλό άνθρωπο να σου αναφέρει ποιους εν ζωή εμβληματικούς επιχειρηματίες της τεχνολογίας γνωρίζει, το πιο πιθανό είναι να σου μιλήσει για τον ιδιοκτήτη του Facebook, Μαρκ Ζάκερμπεργκ, τον Τζεφ Μπέζος της Amazon και τον Έλον Μασκ της Tesla και της SpaceX. Μόνο οι πιο μυημένοι θα σου πουν ότι γνωρίζουν τον Πίτερ Τιλ, παρόλο που ο ρόλος του στη βιομηχανία της τεχνολογίας είναι ισάξιος, ίσως και επιδραστικότερος, σε ιδεολογικό επίπεδο. Είναι πολύ πιθανό, επιπλέον, ο συνομιλητής σου να σου εκφράσει αμέσως κάποιο έντονο συναίσθημα – που θα είναι πιο κοντά στην απέχθεια. Αν μιλήσεις με οπαδό των δημοκρατικών στις ΗΠΑ, θα μάθεις ότι ο Τιλ είναι ένα από τα πιο μισητά πρόσωπα που υπάρχουν σήμερα στον κόσμο.
Ο ίδιος βέβαια ποτέ δεν φρόντισε να γίνει συμπαθής. «Για τους νέους που τον θαυμάζουν, ο Τιλ είναι ένας συνδυασμός Άιν Ραντ και ενός χαρακτήρα του βιβλίου της, είναι φιλόσοφος και μηχανικός, “ένας Χάουαρντ Ρόαρκ με ακολούθους στο YouTube”», γράφει ο δημοσιογράφος τεχνολογικών θεμάτων του Bloomberg, Μαξ Τσάφκιν. Ο Τιλ έχει αναγάγει το πνεύμα αντιλογίας σε επάγγελμα, είναι ένας contrarian από επιλογή. Ανάμεσα στις πολλές δημόσιες θέσεις του περιλαμβάνεται η ανοιχτή απόρριψη του δημοκρατικού πολιτεύματος, η υποστήριξη των ανεξάρτητων νησιών, η υιοθέτηση μιας αντιγηραντικής πρακτικής που ονομάζεται παραβίωση, αλλά και πολλών άλλων «αντιδραστικών» θεωριών.
Έως τώρα, αν ήθελε κάποιος να εξοικειωθεί με τη σκέψη του εξαιρετικά επιτυχημένου αλλά και αμφιλεγόμενου επιχειρηματία, πήγαινε στο YouTube και παρακολουθούσε τα διάφορα βίντεο που κυκλοφορούν εκεί. Μπορούσε επιπλέον να ανατρέξει στο ευπώλητο βιβλίο του (έχει πουλήσει πάνω από 1,25 εκατ. αντίτυπα στον κόσμο), Απ’ το μηδέν στο ένα (εκδ. Καστανιώτη), στο οποίο εξυμνεί περιπαθώς τα μονοπώλια. Για τον Τιλ, το πιο αποτελεσματικό πολίτευμα είναι η μοναρχία, και οι πιο αξιόπιστοι ηγέτες είναι οι ιδρυτές των τεχνολογικών επιχειρήσεων, οι οποίοι κατέχουν ένα είδος θεϊκών δυνάμεων.
Πνεύμα αντιλογίας από επιλογή
Πριν από μερικούς μήνες, ωστόσο, ο Μαξ Τσάφκιν κυκλοφόρησε μια βιογραφία του Τιλ, με τον εύγλωττο τίτλο Το πνεύμα αντιλογίας. Ο Πίτερ Τιλ και η επιδίωξη της εξουσίας στη Σίλικον Βάλεϊ (The Contrarian. Peter Thiel and Silicon Valley’s pursuit of power, εκδ. Penguin Random House), με την οποία έριξε κι άλλο λάδι στη φωτιά. Ο Τιλ έχει γίνει αντιπαθής για πολλούς λόγους, αλλά η σπίθα που φούντωσε την απέχθεια για το πρόσωπό του ήταν η δημόσια στήριξη του Ντόναλντ Τραμπ. «Κέρδισε δισεκατομμύρια δολάρια, υποστηρίζοντας μερικές από τις πιο μεγάλες και πιο επιτυχημένες τεχνολογικές εταιρείες, όπως το Facebook, το PayPal και τη SpaceX.
Δημιούργησε ένα δίκτυο που του έδωσε πρόσβαση στους καλύτερους επιχειρηματίες, και στους πιο εύπορους επενδυτές στον κόσμο, και έγινε ίνδαλμα μιας γενιάς φερέλπιδων επιχειρηματιών. Εκείνος όμως ήθελε κάτι περισσότερο από το να αναμειχθεί στην Σίλικον Βάλεϊ – ήθελε πραγματική εξουσία, πολιτική εξουσία, και η ευκαιρία αυτή ήταν η υποψηφιότητα του Ντόναλντ Τραμπ», γράφει ο Τσάφκιν.
«Μετά τις εκλογές του 2016», συνεχίζει, «ο Τιλ απέκτησε γραφείο στον Πύργο του Τραμπ. “Ήταν κάτι το μοναδικό, θυμάται ο διευθυντής της καμπάνιας, Στιβ Μπάνον. Ο Τιλ προσέδωσε ιδεολογική αξιοπιστία και σοβαρότητα στην καμπάνια. Για τον Μπάνον, αλλά και για πολλούς άλλους στη δεξιά πτέρυγα του Τραμπ, ο Τιλ ήταν ένας ήρωας, ο καταλύτης της αναπάντεχης νίκης του Τραμπ. Για την Αριστερά ωστόσο ήταν ο αρχετυπικός κακός – ένας μεγιστάνας της Σίλικον Βάλεϊ, που συνέβαλε στον εθισμό των Αμερικανών σε μια χούφτα τεχνολογικών υπηρεσιών, ο οποίος χρησιμοποίησε την εξουσία του ώστε να εκλεγεί ένας υποψήφιος που υποσχέθηκε ότι θα απαγορεύσει την είσοδο μουσουλμάνων στις ΗΠΑ και ότι θα απελάσει εκατομμύρια μεταναστών χωρίς χαρτιά». Το παράδοξο, βέβαια, είναι ότι ο ίδιος είναι μετανάστης.
Ο Τιλ, ο Έλον Μασκ και τα άλλα παιδιά
Ο Τιλ γεννήθηκε το 1967 στη Φρανκφούρτη και μετανάστευσε έναν χρόνο μετά με τους γονείς του στην Καλιφόρνια. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Τσάφκιν, ο μικρός Τιλ βίωσε από νωρίς τον εκφοβισμό και γι’ αυτό ύψωσε γύρω του ένα τείχος άμυνας, περιφρονώντας διαρκώς τους άλλους. Σπούδασε σε πανεπιστήμια της ελίτ, έκανε πολλές δουλειές και τελικά κατέληξε στις επενδύσεις και στον κόσμο της τεχνολογίας. Η μεγάλη του επιτυχία, αυτή που τον έκανε πλούσιο, ήταν η ίδρυση του PayPal, μιας ψηφιακής πύλης ηλεκτρονικών συναλλαγών.
«Ο Τιλ είναι ο ηγέτης της επονομαζόμενης και “Μαφίας του PayPal”, ενός άτυπου δικτύου προσωπικών και οικονομικών διασυνδέσεων που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1990», γράφει ο Τσάφκιν. «Η ομάδα περιλαμβάνει τον Έλον Μασκ, τους ιδρυτές του YouTube, του Yelp και του LinkedIn. Είναι αυτοί που χρηματοδότησαν το Airbnb, το Lyft, το Spotify, το Stripe και την DeepMind –που είναι γνωστή ως ο βραχίονας τεχνητής νοημοσύνης της Google– και φυσικά το Facebook». Σε ανύποπτο χρόνο, ο Τιλ έχει δηλώσει ότι η τεχνητή νοημοσύνη, την οποία η Google θεωρεί σήμερα βασική της δουλειά, είναι «κομμουνιστική». «Η ΤΝ αφορά τα μεγάλα δεδομένα», είπε. «Χρειάζεται μεγάλες κυβερνήσεις για να ελέγχουν όλα τα δεδομένα, και να ξέρουν για σένα περισσότερα απ’ ό,τι ξέρεις εσύ ο ίδιος για τον εαυτό σου. Το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα αγαπάει την ΤΝ και μισεί τα κρυπτονομίσματα».
«Ένα μεγάλο μέρος της Σίλικον Βάλεϊ σήμερα είναι αντανάκλαση της κοσμοθεωρίας του Τιλ», διατείνεται ο Τσάφκιν, «αν θέλουμε να καταλάβουμε τον Ζάκερμπεργκ, ή τα νέα μονοπώλια –ή ακόμα και την άκρα δεξιά του Τραμπ, την οποία εξέθρεψε μυστικά ο Τιλ– θα πρέπει να καταλάβουμε εκείνον». Ο Τιλ ήταν ένας από τους πρώτους μέντορες του Ζάκερμπεργκ. Είναι αυτός που στην ταινία The Social Network (2010) του Ντέιβιντ Φίντσερ εξασφαλίζει στο Facebook μια αρχική επένδυση 500.000 δολαρίων ως «επενδυτής άγγελος». «Οι επικριτές του Ζάκερμπεργκ», συμπληρώνει ο δημοσιογράφος, «είδαν ότι η επιρροή του Τιλ πάνω στην επιχείρηση είχε μεγαλύτερο βάθος – και ήταν πολύ πιο ολέθρια. Σύμφωνα με την άποψή τους, ο Τιλ ήταν εκείνος που κινούσε τα νήματα παρασκηνιακά, αντιμετωπίζοντας τον Ζάκερμπεργκ σαν μαριονέτα: ήταν εκείνος που ώθησε τον νεαρό, ιδεολογικά αβέβαιο ιδρυτή, προς μια συμμαχία με την ακραία πτέρυγα του Ρεπουμπλικανικού κόμματος».
Το πορτρέτο που σκιαγραφεί ο Τσάφκιν δεν έχει τίποτα το κολακευτικό για τον Τιλ. Επιβεβαιώνει όλες τις προκαταλήψεις που έχουν κυριαρχήσει στην πλευρά των επικριτών του. Ο δημοσιογράφος των Financial Times, Ρίτσαρντ Ουότερς, τον εγκαλεί για ακραία μεροληψία. «Ποιος είπε ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να έχουν αντιφάσεις;» αναρωτιέται. Ο Τσάφκιν ωστόσο καταθέτει μια διαφορετική γνώμη. «Οι φίλοι του», γράφει, «άνθρωποι που έχουν στα χέρια τους εξουσία, επιχειρηματίες που αξίζουν πολλά εκατομμύρια δολάρια, επενδυτές που έχουν την προσοχή δισεκατομμυριούχων, στην πραγματικότητα δεν τον θαυμάζουν. Τον φοβούνται. Τόσο ισχυρός και εκδικητικός είναι». Οι περισσότεροι από τους 150 πρώην υπαλλήλους, συνεργάτες και φίλους, με τους οποίους μίλησε ο δημοσιογράφος προκειμένου να συνθέσει τη βιογραφία του, επέμειναν στην ανωνυμία τους. Κάποιοι τον προειδοποίησαν. «Δεν φοβάσαι ότι θα σε κυνηγήσει;» του είπαν. Οι φόβοι τους δεν ήταν αβάσιμοι. Οι σχέσεις του Τιλ με τα media δεν ήταν πάντα ρόδινες. Το 2016 επιδόθηκε σε έναν δικαστικό αγώνα εναντίον του Gawker Media –μιας σκανδαλοθηρικής ιστοσελίδας και το εξόντωσε. Το Gawker είχε αποκαλύψει την ομοφυλοφιλία του, την οποία εκείνος έκρυβε επιμελώς. «Σε κάποιους κύκλους το όνομά του είναι ρήμα. Το “Τίλινγκ” σημαίνει να εξωθείς έναν δημοσιογράφο ή ένα μέσο ενημέρωσης σε πτώχευση, όπως το έκανε εκείνος με το Gawker, το οποίο υποχρεώθηκε να πληρώσει 140 εκατ. δολάρια.
Η κίνηση αυτή είχε ένα αλάνθαστο μήνυμα προς τους επικριτές: όσοι τολμούν να ασκήσουν δημόσια κριτική στον Τιλ ή σε φίλους του αναλαμβάνουν μια σοβαρή διακινδύνευση».
«Ο μύθος του Τιλ περιλαμβάνει αρκετή αλήθεια», επισημαίνει ο Τσάφκιν. Ο Τιλ έχει όντως δημιουργήσει εταιρείες που καθόρισαν την αμερικανική αλλά και την παγκόσμια κουλτούρα. Δημιούργησε πλούτο και θέσεις εργασίας. Είναι από αυτούς τους σπάνιους φουτουριστές που αποδεικνύουν έμπρακτα αυτά που λένε. Δεν είναι μόνο λόγια. «Επιτάχυνε το μέλλον, και γι’ αυτό αξίζει τον σεβασμό της ιστορίας», προσθέτει με μια δόση δικαιοσύνης. «Αλλά αυτή είναι η μισή εικόνα». Η άλλη μισή αναδεικνύει τις τεράστιες αντιφάσεις του. Ο Τιλ είναι επικριτής των μεγάλων τεχνολογικών εταιρειών, ενώ έχει συμβάλει ακραία στην κυριαρχία τους. Υποστηρίζει την ιδιωτικότητα, ενώ έχει ιδρύσει μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες παρακολούθησης, την Palantir. Είναι οπαδός της αξιοκρατίας, ενώ έχει συγκεντρώσει γύρω του μόνο πιστούς. Υποστηρίζει την ελευθερία του λόγου, ενώ έχει εξοντώσει ένα μεγάλο διαδικτυακό μέσο. «Είναι ένας πολύ έξυπνος μηδενιστής», διατείνεται ένας από τους συγγραφείς με τους οποίους μιλά ο Τσάφκιν. «Τον έλκει η ισχύς. Ο νόμος της ζούγκλας. “Είμαι αρπακτικό”, μοιάζει να λέει, γνωρίζοντας καλά ότι τα αρπακτικά είναι αυτά που νικούν». Με αυτή την αμοραλιστική στάση έχει επηρεάσει μια νέα γενιά επιχειρηματιών, που πιστεύουν όλοι στο παλιό ρητό του Facebook, που λέει «κινήσου γρήγορα, σπάσ’ τα όλα».
«Δεν υπάρχει επιστροφή στην παλιά κανονικότητα»
Φυσικά, ο Τιλ μίλησε και για το μεγάλο θέμα της εποχής μας, την πανδημία του κορωνοϊού. Σε συνέντευξή του έχει πει ότι η ασθένεια έχει περισσότερο χαρακτήρα ψυχικής παθολογίας. «Τη βλέπω σαν έναν ψυχολογικό δείκτη ενός πράγματος που όλοι ξέρουν ενδόμυχα: Δεν υπάρχει επιστροφή στην παλιά κανονικότητα», δήλωσε. «H Covid-19 έφερε μια αλλαγή. Υπήρχε μια αίσθηση ότι το μέλλον καθυστερούσε. Υπήρχαν αλλαγές που ήταν απαραίτητο να γίνουν, αλλά δεν προχωρούσαν γιατί υπήρχαν αντιστάσεις. Τώρα, το μέλλον έχει απελευθερωθεί», κατέληξε. Ο Τσάφκιν ερμηνεύει αυτή τη δήλωση με τον μεροληπτικό του τρόπο. «Φαίνεται ότι ο Τιλ καλοδέχτηκε την πανδημία σαν μια ευκαιρία να επανεκκινήσει η κοινωνία σύμφωνα με τα δικά του ιδεώδη και σχέδια», γράφει. Η απόπειρά του να κατανοήσει τον Τιλ ενίσχυσε σίγουρα την απέχθεια τον επικριτών του και τον έκανε ακόμα πιο αινιγματικό σε όσους αναζητούν πληρέστερες αναλύσεις. «Ποιος είναι ο Τιλ;» αναρωτιέται τελικά ο Τσάφκιν. «Μια ιδιοφυΐα που αξίζει τον θαυμασμό και τη μελέτη ή ένας κοινωνιοπαθής μηδενιστής; Μήπως τελικά είναι και τα δύο;». Η ιστορία μάλλον θα αργήσει να απαντήσει στο ερώτημά του. Ο Τιλ θα συνεχίσει με τον δικό του, πάντα προκλητικό, τρόπο να διαμορφώνει την ιδεολογία της Σίλικον Βάλεϊ, σε πείσμα των επικριτών του. Είναι κι αυτός ένα χαρακτηριστικό προϊόν της συναρπαστικής εποχής μας.