Διπλά ωφελημένος είναι αυτός που κλέβει το ρεύμα που καταναλώνει, αφού ακόμη και στην περίπτωση που εντοπιστεί, θα πληρώσει πολύ λιγότερα από αυτά που πληρώνει ένας συνεπής καταναλωτής. Η σαφής αυτή ομολογία από τον ίδιο τον ΔΕΔΔΗΕ ερμηνεύει σε μεγάλο βαθμό τη διόγκωση του φαινομένου των ρευματοκλοπών τα τελευταία χρόνια, που κοστίζει στους συνεπείς καταναλωτές πάνω από μισό δισ. ευρώ ετησίως.
Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, στην εισηγητική του έκθεση προς τη ΡΑΑΕΥ για την αναθεώρηση του ρυθμιστικού πλαισίου των ρευματοκλοπών, ο ΔΕΔΔΗΕ παραδέχεται ότι «τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μεγάλη αύξηση του φαινομένου της ρευματοκλοπής» –παρά τους εντατικούς ελέγχους που όπως αναφέρει διενεργεί– και θέτει ζήτημα αναθεώρησης της διοικητικά οριζόμενης τιμής, δηλαδή της τιμής που πληρώνουν το ρεύμα οι παρανομούντες στην περίπτωση που εντοπιστούν.
Ιδια τιμή από το 2017
Η τιμή αυτή ορίστηκε με απόφαση της ΡΑΑΕΥ το 2017 (ΡΑΕ 237/2017) και έκτοτε δεν έχει αναθεωρηθεί, με συνέπεια να μην αντικατοπτρίζεται πλέον σε αυτή το σημερινό πραγματικό κόστος ηλεκτρικής ενέργειας. «Εξ αυτού του λόγου, το οφειλόμενο ποσό του καταναλωτή που έχει διαπράξει ρευματοκλοπή, όταν αυτή εντοπιστεί, είναι σημαντικά μικρότερο από το σημερινό κόστος που καλείται να πληρώσει ο συνεπής καταναλωτής για την ηλεκτρική ενέργεια, γεγονός που καθιστά αναποτελεσματικό τον αποτρεπτικό και προληπτικό χαρακτήρα που πρέπει να έχει το οικείο κανονιστικό πλαίσιο περί ρευματοκλοπών», αναφέρει χαρακτηριστικά ο ΔΕΔΔΗΕ.
Αυτό σημαίνει ότι από το 2021 που οι τιμές του ρεύματος άρχισαν να παίρνουν την ανιούσα και σε όλη τη διάρκεια της κρίσης που εκτοξεύτηκαν στα ύψη και οι συνεπείς καταναλωτές πλήρωναν φουσκωμένους λογαριασμούς, το ρυθμιστικό πλαίσιο έδινε ισχυρό κίνητρο για ρευματοκλοπή, με τους αρμόδιους φορείς, δηλαδή τον ΔΕΔΔΗΕ που εισηγείται και τη ΡΑΑΕΥ που αποφασίζει να… σφυρίζουν αδιάφορα.
Το κόστος που μέχρι και σήμερα πληρώνεται η ρευματοκλοπή, εάν και εφόσον εντοπιστεί, στηρίζεται σε μια αρκετά επιεική απόφαση της ΡΑΑΕΥ του 2017, που έλαβε υπόψη πέραν από το χαμηλό τότε κόστος ρεύματος (170 ευρώ/μεγαβατώρα μαζί με τις ρυθμιζόμενες χρεώσεις) και τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της περιόδου. Η απόφαση επικαλείται «την αρχή της αναλογικότητας –ώστε το ύψος της μοναδιαίας χρέωσης να μην οδηγεί στην καταβολή υπέρογκων ποσών–, συνθήκες της περιόδου, χωρίς εκ των πραγμάτων δυνατότητα είσπραξης, ιδιαιτέρως στην παρούσα δυσμενή οικονομική συγκυρία, αλλά και λαμβάνοντας υπόψη τις συνέπειες μη καταβολής (διακοπή ηλεκτροδότησης), ιδιαίτερα δε για ευαίσθητες κοινωνικά και οικονομικά ομάδες», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά.
Με σοβαρή υστέρηση, που πρόσθεσε στους συνεπείς καταναλωτές επιπλέον κόστη κάποιων εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ, το ζήτημα τίθεται από τον ίδιο τον διαχειριστή, που δείχνει να έχει χάσει τον έλεγχο των ρευματοκλοπών και βρίσκεται αντιμέτωπος με την απειλή υψηλών προστίμων.
Ο ΔΕΔΔΗΕ προτείνει νέα μεθοδολογία καθορισμού της τιμής χρέωσης για την ενέργεια που εκλάπη, στη βάση των τρεχόντων σταθερών τιμολογίων και των λοιπών ρυθμιστικών χρεώσεων, που θα αναπροσαρμόζεται ανά εξάμηνο. Η τιμή που θα προκύπτει θα προσαυξάνεται σε ποσοστό 100% για τους οικιακούς και μη οικιακούς καταναλωτές (εμπορικά, φούρνοι, ζαχαροπλαστεία κ.λπ.) και κατά 50% για τους δικαιούχους του ΚΟΤ. Με βάση τα δεδομένα του πρώτου εξαμήνου 2024 η τιμή χρέωσης για τις ρευματοκλοπές θα χρεωνόταν μετά την προσαύξηση στα 464,30 ευρώ/μεγαβατώρα για τους οικιακούς καταναλωτές, στα 560 ευρώ/μεγαβατώρα για τους μη οικιακούς και από 145-280 ευρώ/μεγαβατώρα για τους δικαιούχους του ΚΟΤ.
Με βάση την ισχύουσα ακόμη απόφαση του 2017, η χρέωση για τους οικιακούς καταναλωτές μετά την προσαύξηση είναι 255 ευρώ/μεγαβατώρα. Στα ποσά που θα προκύπτουν από την αξία του ρεύματος θα προστίθενται διοικητικά κόστη και εργατοώρες, όπως και το κόστος αντικατάστασης του μετρητή.
Το ζήτημα της αύξησης των ρευματοκλοπών και συνολικότερα των απωλειών ενέργειας (τεχνικών και μη) απασχολεί τόσο την πλευρά των προμηθευτών όσο και τη ΡΑΑΕΥ, η οποία σύμφωνα με πληροφορίες έχει καλέσει τον ΔΕΔΔΗΕ σε συνάντηση αύριο για να δώσει διευκρινίσεις και εξηγήσεις για την αύξηση που παρατηρείται και τη μεθοδολογία των καταμετρήσεων, αλλά και για την αναθεώρηση των λειτουργικών δαπανών που έχει εισηγηθεί (αύξηση περί τα 70 εκατ. ευρώ) στο πρόγραμμα ανάπτυξης του δικτύου για την επόμενη ρυθμιστική περίοδο.
Τι ζητούν οι πάροχοι
Το ζήτημα απασχολεί έντονα την πλευρά των προμηθευτών, η οποία λαμβάνοντας τα εκκαθαριστικά της αγοράς από τον ΔΕΔΔΗΕ για το πρώτο εξάμηνο του 2022 διαπίστωσε ότι ο συντελεστής κανονικότητας για τις απώλειες (τεχνικές και μη) από 13,54% αυξήθηκε στο 18%. Αυτό κατ’ εκτίμηση προσθέτει ένα κόστος άνω των 200 εκατ. ευρώ ετεροχρονισμένα, ανεβάζοντας το συνολικό κόστος για απώλειες ενέργειας κοντά στο 1 δισ., με περισσότερο από το μισό να αντιστοιχεί σε ρευματοκλοπές. Με παρέμβασή τους στο πλαίσιο της διαβούλευσης της ΡΑΕΕΥ οι προμηθευτές, μέσω του συνδέσμου τους (ΕΣΠΕΝ) τάσσονται υπέρ της εισήγησης του ΔΕΔΔΗΕ, επισημαίνοντας ωστόσο την ανάγκη να τεθεί εκ μέρους του διαχειριστή σαφές χρονοδιάγραμμα για την εκπόνηση και την υλοποίηση σχεδίου ανάσχεσης του αυξανόμενου επιπέδου απωλειών και σταδιακής απομείωσής τους, στα πρότυπα αντίστοιχων προγραμμάτων διαχειριστών δικτύων στην Ευρώπη. Ζητούν επίσης στοχευμένους ελέγχους και διαδικασία παρακολούθησης των απενεργοποιημένων παροχών.